Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Χώρα. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Χώρα. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Δευτέρα 24 Αυγούστου 2020

* ΤΗΝΟΣ *







Μη σου τύχει αέρας στις Κυκλάδες. Σου παίρνει το σκαλπ και την ταυτότητα μαζί και γίνεσαι δρομέας κοντινών αποστάσεων. Έτσι και στην Τήνο. Δεν είναι η παρθενική μου εμφάνιση στο νησί βέβαια. Όταν ήμουν παιδάκι του δημοτικού, το προσκύνημα στην Παναγία ήταν καθιερωμένο και τάμα να μην είχες. Τι θυμάμαι από την εκδρομή; Τον αέρα. Είχαμε κοιμηθεί βράδυ στρωματσάδα στον περίβολο και ο άνεμος σφύριζε μέσα από τις καμάρες και σήκωνε κουβέρτες και προσκέφαλα. Τρόμος. Τώρα όμως τα έχω κάνει τα μίλια μου στο Αιγαίο με όλους τους καιρούς και θα μπορούσα να πω ότι με τον Αίολο τα έχουμε βρει, αλλά δεν θα το πω. Οι ντόπιοι από την άλλη, δεν πάει να ανακατώνεται το σύμπαν και να σφαλιαρίζει η άμμος, Έχει αεράκι σήμερα, λένε, και απορούν με την απορία μας.



Η φύση βγάζει την αγριάδα της στην Εξωμεριά. Το ξεροβούνι είναι χαρακωμένο από τις ξερολιθιές, από πάνω καίει αλύπητα ο ήλιος και στη θάλασσα χοροπηδάνε προβατάκια. Μπαίνουν και τα αρμυρίκια στην ιστορία και να τι γίνεται: Συναντιούνται αίφνης ένα γλυκό πράσινο, το βαθύ μπλε και ο χρυσός βράχος και όλα μαζί τα λούζει το υπέροχο αιγαιοπελαγίτικο φως, έτσι που τίποτα δεν μπορεί να συναγωνιστεί την ομορφιά του τοπίου. Σε αυτή την κατάνυξη όλα παίρνουν μέρος, και το κύμα και το βαπόρι και τα κατσίκια στην πλαγιά και δίχως άλλη χρεία γίνεσαι αμετάκλητα λάτρης.

Έτσι και στη Ρόχαρη, τα ίδια χρώματα στέκονται απέναντι στον Πλανήτη κι ας μην είναι η παραλία τόσο φιλόξενη όταν πιάνουν μποφόρια. Αυτή είναι η στιγμή που η θερμοκρασία φεύγει από το πλαίσιο του Ιούλη και δεν είναι για κολύμπι, με τα δικά μας γούστα βέβαια. 





Για να μην χάσουμε όμως το μπάνιο, αν και δεν μας κατατρύχει τέτοια εμμονή στις διακοπές, η Ζίνα που ξέρει τα κατατόπια, μας στέλνει στην Αγία Θάλασσα που κατά μία έννοια είναι υπήνεμα. Εδώ βρίσκεται και το ξωκλήσι του Άη Νικόλα, ασβεστωμένο με μικρό περίβολο, χτισμένο πάνω σε βραχάκια κατάσπαρτα από βιολετί αμάραντους. Από την πίσω μεριά, ξεκινάει μονοπάτι που βγάζει στο Καβαλουρκό, παραλία που για να πας, χρειάζεται να είσαι αρματωμένος με μακρυμάνικα πουκάμισα και μακριά παντελόνια. Αυτό γιατί ο ήλιος τσιμπάει γερά όπου βρει γυμνό δερματάκι. Η παγίδα στα μέρη τούτα είναι αυτή, κρυώνεις και ζητάς λιακάδα να ζεσταθείς και όταν τη βρίσκεις καίγεσαι, θες βεράντα, θες βόλτα, θες μπάνιο, δε γλυτώνεις.




Με το ηλιοβασίλεμα, πέφτει ο αέρας και βρισκόμαστε στον Πύργο, το κεφαλοχώρι του νησιού. Εδώ είναι ο τόπος που γεννήθηκε ο μεγάλος Χαλεπάς. Ο καλλιτέχνης αγάπησε το μάρμαρο και το πλήρωσε αυτό αλλά κέρδισε μια θέση στην αιωνιότητα. Μπορώ να πω με βεβαιότητα ότι την αιωνιότητα την έχει στο τσεπάκι του, από άλλο μετερίζι, και το πλατάνι στην κεντρική πλατεία του χωριού. Ο ίσκιος του πιάνει σχεδόν όλο το πλατεάκι και από κάτω σερβίρονται ούζα, το αχνίζον γαλακτομπούρεκο του παππού και προτάσεις για μπάνιο στην Απηγανιά κι ας έχει περπάτημα. Ο Πύργος δεν είναι για μια φορά όταν μένεις στον Πάνορμο. Τον κάνεις στέκι και για ένα λόγο παραπάνω. Την γραφικότητά του δεν την ταράζουν τα στίφη των τουριστών φέτος, οπότε είναι η ευκαιρία μας.


Μια και είπαμε όμως για πλατάνι, τα Υστέρνια έχουν κι αυτά το δικό τους στην πλατεία. Τώρα βέβαια, μη φανταστείτε τίποτα ευμεγέθες. Μια σταλιά είναι το μέρος αλλά τι μπαλκόνι, και το απολαμβάνεις κάπως έτσι: Παραγγέλνεις τον καφέ σου στο Μαγιού, που συνοδεύεται από μίνι υποβρύχιο μαστίχα και μετά μετράς τα νησιά απέναντι. Πρώτη η Σύρος, μετά η Κύθνος, η Τζια, η Παροναξία και βάλε. Όσο απλώνεται το πέλαγος ανεβαίνει και η στάθμη του νερού εντός μας. Ορίζοντας, δηλαδή απλοχεριά. Αυτό.

                                                                                            


Μετά τα Υστέρνια, πόσο ωραίο όνομα, παίρνει την σειρά της η Καρδιανή. Εδώ πάνω φαίνεται καθαρά ότι ήταν ο φόβος του πειρατή που έχτισε αυτό το στολιδάκι με τις καμάρες, τα στενοσόκκακα και τις κρυφές γωνιές. Στην είσοδο του χωριού στέκεται η Παναγία Κιουρά με το περίτεχνο καμπαναριό της. Στη βόλτα, μου τραβάει την προσοχή μια ασπρόμαυρη φωτογραφία στον ασπρισμένο τοίχο, με μια μάζωξη αντρών που κουβεντιάζουν στην πλατεία. Ανεβοκατεβαίνοντας σκαλιά ανακαλύπτουμε παντού τέτοιες φωτογραφίες, σε τοίχους και δίπλα σε εξώπορτες. Παρέες, γέλια, μπανιερά, παππούδες και πανηγύρια. Όπως φαίνεται κάποιος φωτογράφος αγάπησε το χωριό, τι πιο φυσικό, και το στόλισε με τη νοσταλγία του.                                                                                  

                                                                          

Η Δήμητρα μάς έχει λούζα και μαραθοκεφτέδες για μεσημεριανό. Μας εξηγεί ότι το νησί είναι γεμάτο περιστεριώνες γιατί τα πιτσούνια έθρεφαν παλιά τους Τηνιακούς που χρησιμοποιούσαν και το λίπασμα για τα κηπευτικά τους. Πρώτοι έχτισαν αυτά τα έργα τέχνης οι Ενετοί όταν ήρθαν εδώ γιατί τους άρεσε ο μεζές και έβγαζαν και από τις εξαγωγές. Έτσι η Τήνος είναι γεμάτη από αυτά τα σπίτια των πουλιών που τα βλέπουμε παντού στην εξοχή να συμπληρώνουν την τριγύρω ομορφιά.

Κι επειδή ο τόπος δεν είναι μόνο για μάρμαρα και καΐκια έρχεται και η ώρα της Μέσα Μεριάς. Ελιές και αμπέλια έχει εδώ γιατί ο αέρας είναι φίλα προσκείμενος. Ακόμα και οι βράχοι στο Βωλάξ είναι στρογγυλεμένοι σαν μπάλες, σπαρμένες στα χωράφια από το χέρι του Κρόνου. Και μπαίνουν και στις αυλές και κανείς δεν έχει σκοπό να τις εμποδίσει γιατί δίνουν στήριγμα στα αναρριχώμενα και από γιασεμιά άλλο τίποτα εδώ. Σεληνιακός ο χαρακτήρας του χωριού θα έλεγα αλλά μια στιγμή. Βλέπω ποιήματα να ξεφυτρώνουν σε πορτόφυλλα, σε μάντρες και σε τοίχους. Γκάτσος, Καβάφης και Σολωμός για όλους και όποιος κι αν είναι ο εμπνευστής, του την πιστώνουμε την ιδέα. Ποτέ κανείς δεν βγήκε χαμένος διαβάζοντας ποίηση χωρίς να ανοίγει βιβλίο.



                                                                                                                                                                                

 



Πιο κάτω, στην Αγάπη, υπάρχει απόλυτη ησυχία, δηλαδή όχι ακριβώς, γιατί ένα ζευγάρι περιστέρια φλυαρεί ενώ πίνει νερό από το διπλανό ρυάκι. Το χωριό πνίγεται στις πικροδάφνες και τα δέντρα είναι πανύψηλα και είναι αυτή μια τέλεια αντίθεση με το τοπίο στην Έξω Μεριά. Η Καρμέλα, φέρνοντας το τηνιακό λουκάνικο μας λέει ότι η Αγάπη είναι το δεύτερο μέρος στον κόσμο με αυτό το όνομα. Στο μεταξύ έχει μεγάλη επιθυμία να μας δείξει την καθολική εκκλησία, καθολική και η ίδια, αλλά ο εσπερινός αργεί, οπότε μας αποχαιρετάει με ένα λιμοντσέλο από το δικό της, φτιαγμένο με ρακή.




Στη συνέχεια μικρή στάση στον Τριπόταμο, ένα λιλιπούτειο μεσαιωνικό χωριό. Εδώ όλα μπερδεύονται σοφά, άγνωστο ποιανού είναι η αυλή, σε ποιο σπίτι ανήκει η εξώπορτα, πού οδηγούν τα σκαλάκια Από καμάρα σε καμάρα, μας ψάχνει ο Μπαρμπαρόσα. Είναι τόσες οι γωνιές και τα κρυφά περάσματα που ούτε τα χρυσά που κουδουνίζουν δεν θα πιάνει το αυτί του και τι θα βρει για να κουρσέψει. Δεν ξέρω μήπως εξαιτίας του είναι όλοι μανταλωμένοι στα σπίτια τους. Ακούγεται βέβαια κουβεντολόι πίσω από τους τοίχους και είναι σίγουρο ότι η κατσαρόλα τσιγαρίζει το κρεμμύδι αλλά μέχρι εκεί φτάνει η πληροφορία.  





Βγαίνοντας  από αυτή τη διάσταση, αποφασίζουμε μια επίσκεψη στη Χώρα. Δεν φημίζεται για τη γραφικότητά της γιατί με το που έγινε το νησί τοπ θρησκευτικός προορισμός, άρχισαν να ξεφυτρώνουν τα ξενοδοχεία.. Κτίρια αισθητικής δεκαετίας του '70 και καφετέριες παντού είναι μια εικόνα που δεν πάει στο Αιγαίο. Το λιμάνι, η Παναγία, η ανηφόρα με το κόκκινο χαλί είναι μια άλλη πραγματικότητα από αυτή της ενδοχώρας. Υπάρχει όμως αυτό το υπέροχο βοτσαλωτό στον περίβολο του ναού και τα λιβάνια είναι σε τόσο μεγάλη ποικιλία που αν είσαι οπαδός όπως εγώ, σε τραβάνε από τη μύτη όλα αυτά τα τριαντάφυλλα, οι βιολέτες, οι γαζίες και τα γιασεμιά.




Η επιστροφή στη Ρόχαρη που είναι η βάση μας, προχωρημένο βράδυ, μας ξαναδίνει τη θέση μας στο σύμπαν.



Ο Πλανήτης γίνεται μια φιγούρα στο σκοτάδι που πέφτει.  Το στερέωμα ανάβει το φως του να φανεί ο αστερισμός. Και τότε, στο βάθος διακρίνουμε με γυμνό μάτι τον κομήτη να διαγράφει τροχιά με το δικό του χρονόμετρο. Και μας πιάνει ένας τρελός ενθουσιασμός που γινόμαστε μάρτυρες στο ταξίδι του. Εδώ. Στην Τήνο.



Χαρά Γιαννοπούλου




















Τετάρτη 7 Μαρτίου 2018

* ΑΜΟΡΓΟΣ *







Ο Γκάτσος έγραψε την Αμοργό χωρίς καν να έχει πατήσει το πόδι του στο νησί. Μόνο το όνομά της έφτασε, για να γράψει μια καμπάνα μακρινή βάφει τον ουρανό με λουλάκι και ορίστε το ποίημα.


Πρώτη εικόνα της Αμοργού, σκοτάδι, φώτα λιγοστά ίσα για να δέσει το καράβι, τρεις το πρωί αποβίβαση στα Κατάπολα. Κάτι ξέφυγε στην διαπραγμάτευση με την Ιζαμπέλα και στρώμα μας έγιναν τα βότσαλα και τα αστέρια σεντονάκι. Με την ανατολή όμως, ο καλός αμοργιανός μας ανέβασε στην πανσιόν με θέα στην Χώρα που φημολογείται ότι είναι η ομορφότερη στις Κυκλάδες.


Λουλουδιασμένη η αυλή και καλοί μας γείτονες οι γερμανοί θεολόγοι και θεολογίες, μια χαρά παιδιά, και παρεμπιπτόντως φανατικοί πεζοπόροι. Με το πρωινό ξύπνημα έπαιρναν το λιτό τους μπρέκφαστ, πράσινα μήλα, φέτα, κι ένα πεντόλιτρο κρασί και μετά, μονοπάτι το μονοπάτι κύκλωναν το νησί. Όρεξη να έχετε και οι πεζοπορίες δεν θα σας λείψουν στην Αμοργό, το δίκτυο είναι μεγάλο.


Στο μεταξύ, ανέτειλε εποχή των μελτεμιών στο κυκλαδονήσι και ο άνεμος ούρλιαζε μέρα νύχτα, σφύριζαν τα καλώδια στις κολόνες και έκοβαν την βόλτα μαχαίρι. Το βράδυ, σκοτάδι της αβύσσου στα βουνά, ήταν και τα μαγνητικά πεδία στα πάνω τους, στα νεροπότηρα μας κέρναγαν το κρασί οι γείτονες.

Την μέρα βέβαια ο ήλιος χτύπαγε το άσπρο δίχως έλεος, ο Άη Γιώργης όμως σφηνωμένος στον βράχο του δεν καταλάβαινε από τέτοια. Από κάτω η Χώρα άσπρη πέτρα ξέξασπρη, σε χαλαρή διάθεση, τώρα που ο πειρατής κατέβασε το λάβαρο και φόρεσε πολιτικά. Ανθισμένα τα σοκάκια, οι μύλοι να καταρρέουν με την ησυχία τους και ο αέρας την δουλειά του, καπετάν τρομάρας στο νησί. Καθόλου δεν θα ισχυριστώ βέβαια ότι στις αδελφές Κυκλάδες είναι ούριος αλλά εδώ στην Αμοργό όταν ανοίγουν οι ασκοί του Αιόλου, αλλάζουν τόπο κατοικίας τα αγριοκυπάρισσα.

Αν τύχει μάλιστα και σας βρει το αεράκι στην κορυφή του Μούρου, όπως εμάς, θα βρεθείτε καρφί στην παραλία εάν δεν προβάλετε σθεναρή αντίσταση. Όμως η βουτιά θα είναι σε νερά μεγαλειώδη και θα λιαστείτε μέχρι εγκαύματος σε βράχο ασημένιο. Ίσκιος ούτε για αστείο εδώ, αλλά μπορείτε να κρυφτείτε στις σπηλιές μέχρι να σας κάνει ταινία ο Γκιγιέρμο ντελ Τόρο.


Στην Αγία Άννα πάλι, το απέραντο γαλάζιο γίνεται βαθύ μπλε και τούμπαλιν, μην βλέπετε που ο Μπεσόν ξεκινάει το έργο σε ασπρόμαυρο. Αυτόν τον τρόπο βρήκε ο καλλιτέχνης για να δοξάσει το φως του Αιγαίου και με το δίκιο του, κουφέτο βγήκε το εκκλησάκι και η θάλασσα περασμένη λούστρο.

Διάφανο πράσινο και απέραντο γαλάζιο ναι, αλλά το νησί έχει κι άλλο κρυφό χαρτί, το μοναστήρι. Χοζοβιώτισσα το λένε και πάρτε φόρα να ανεβείτε τριακόσια σκαλιά για το αληθινό μπλε. Μια βουρτσιά ασβέστης στον βράχο με την καμπάνα στον ουρανό. Ο ανήφορος δεν είναι εύκολος, από τη μια γκρεμός ίσα στο πέλαγος και από την άλλη, πέτρα σε στρώσεις αλλά δεν σηκώνει γκρίνια. Αγριάδα ο καμβάς και τι παράξενο, ανεβαίναμε και ψηλώναμε μαζί διότι είναι το μέρος τέτοιο, ο νους μακραίνει, το μέσα βγαίνει έξω, η φύση του ανθρώπου με άλλα λόγια.


Στην κορφή Μια τούφα γαλανός καπνός μες στο τριανταφυλλί του ορίζοντα και συνοδευτικό ψημένη ρακή, ποιος λόγος να συντρέξει για να κατέβουμε στον κόσμο. Όμως έτσι είναι η Αμοργός, σε κοπανάει χταπόδι στο βράχο να μαλακώσεις και για το τέλος σου φυλάει λίγο σιτάρι για τις γιορτές λίγο κρασί για τη θύμηση λίγο νερό για τη σκόνη.

Χαρά Γιαννοπούλου


Πέμπτη 29 Ιουνίου 2017

* ΝΑΞΟΣ *







Ένα πρωί που ο αέρας στην Χώρα ξερίζωνε μάντρες και η θερμοκρασία ήταν φθινοπωρινή, είπαμε να ρίξουμε το μπάνιο της ημέρας και να ανέβουμε κατά το κάστρο για μεσαιωνική βόλτα.




Πήραμε τον δρόμο για τα ψηλά και κάναμε και καλή αρχή γιατί με το που φτάσαμε στο Παραπόρτι, ακούσαμε ένα ωραίο πιάνο που προβάριζε την μουσική βραδιά με φεγγάρι. Έτσι είναι τα κάστρα, μουσικές, καντηλέρια και φραμπαλάδες κι απέξω ο φτωχός χωρικός να γράφει ποιήματα για την πυργοδέσποινα, στο διάλειμμα από την αξίνα.



Για να μην ξεχνάμε όμως και την ιστορία ή τον μύθο, το κάστρο το έφτιαξε ο Μάρκος Σανούδος ο Ενετός, ο οποίος ήρθε με τον αέρα του στη Νάξο, και όχι μόνο. Έφτιαξε λοιπόν το κονάκι του ψηλά, μακριά από την θάλασσα, διότι στα παράλια έκανε γιουρούσια ο Τζακ Σπάροου προτού βέβαια γίνει ταινία. Ανέβασε την καστρόπορτα, έβαλε και τους βιγλάτορες να κόβουν κίνηση και από καιρού εις καιρόν πάταγε βουλοκέρι σε κανένα φιρμάνι για να δικαιολογεί τον μισθό του.



Στην βόλτα μας τώρα, μόλις περάσαμε την Τρανή Πόρτα, εμείς και κάτι ξένοι γιατί τα πλήθη λιάζονταν στον Άγιο Προκόπη, μπήκαμε στον πύργο Δελλαρόκα Μπαρότσι, με τα οικόσημά του φαρδιά πλατιά στο υπέρθυρο. Στην υποδοχή, ευγενέστατοι αρμόδιοι μας τρατάρισαν λικέρ κίτρο και μας έδειξαν τα κατατόπια. Θέα κατευθείαν στη θάλασσα και αφ΄ υψηλού για να ανοίγει και το μάτι. Ύστερα, τι σκαλιστοί καθρέφτες, τι δαντέλες βενετσιάνικες και περίτεχνες ντουλάπες, τι τραπεζάκια από τριανταφυλλιά, και βαριά κατσαρολικά.



Ωραία η ζωή εδώ πάνω, μπερεκετατζίδικη, από ταράτσες και κελάρια άλλο τίποτα. Βέβαια οι τοίχοι σηκώνονται θεόρατοι και τα παράθυρα, παραθυράκια. Είναι η εποχή που τα κουρσάρικα λυμαίνονται το Αιγαίο, μετατρέποντας τις Κυκλάδες σε προορισμό. Τώρα αν στον κύριο πειρατή συνυπολογίσετε την σιδερόφρακτη γκαρνταρόμπα και τους κορσέδες με τα εκατόν σαρανταπέντε κορδόνια δεν είναι και να ζηλεύετε το δουκάτο. Όμως κράτησε κοντά εκατόν πενήντα χρόνια ώσπου ο σουλτάνος έβγαλε εισιτήριο στον Μπαρμπαρόσα και πάνε τα μεγαλεία διότι ως γνωστόν ο Χαϊρεντίν δεν πάτησε το πόδι του στο νησί για βεγγέρα.


Ευτυχώς όμως επιβίωσε στους αιώνες ο φτωχός χωρικός, ο οποίος αφότου η πυργοδέσποινα απέπλευσε για την Βενετιά, παρουσίασε μεγάλη έφεση στην τυροκομία κάνοντας έτσι την γραβιέρα Νάξου ΠΟΠ και το νησί διάσημο. 


Χαρά Γιαννοπούλου




Σάββατο 17 Ιουνίου 2017

* ΚΟΥΦΟΝΗΣΙ *

                                                                   







Το Κουφονήσι ανήκει στην κατηγορία των Κυκλάδων που ταξιδεύεις νύχτα για να κερδίσεις την μέρα, οπότε η αποβίβαση γίνεται όταν το νησί κοιμάται. Στο λιμάνι λοιπόν μπαίνετε με φεγγάρι και νυχοπατώντας για να μην ταράξετε την πανίδα του νησιού, έναν σκύλο δηλαδή στο καλώς ήρθατε και τον γρύλλο που το πάει μέχρι τα χαράματα.


Εδώ η νύχτα έχει την ομορφιά της γιατί το στερέωμα είναι ορατό με γυμνό μάτι, ό, τι χρειάζεται για να μετρήσετε τα αστέρια μέχρι τελικής πτώσης. Ένα, δύο, τρία και μπαίνετε σε πεδίο διαλογισμού. Αυτό είναι κιόλας το μυστικό του νησιού, μια διαπιστωμένη γη της επαγγελίας για καλοκαίρι με όλη του την ζάχαρη.



Το πρωί, η Χώρα ξυπνάει σαν την γάτα, δηλαδή ναι μεν, αλλά μπορεί και να το μετανιώσει και τα παντζούρια να κρατήσουν λίγο ακόμα. Άλλωστε δεν συντρέχει λόγος ανησυχίας. O ήλιος θα σηκωθεί κατά την ρουτίνα του και η θάλασσα θα κάνει το τέμπο της, εδώ δεν είναι για να μετράτε τις ώρες, μόνο τα κύματα.


Στo μεταξύ, στης Σοφίας, τα αβγά ρίχνονται στο τηγάνι και κάτω από την ψάθα μπαίνουν τα μεγάλα ερωτήματα, Ιταλίδα ή Άμμος. Απόμερα ή πάνω στο χωριό. Περί παραλίας το δίλημμα, αλλά μην φανταστείτε, η διαφορά παίζεται σε τόνους γαλάζιου, λευκού. Σε αυτά τα νερά θα ξαναβαφτιστείτε, το τρικολόρο του μπλε είναι παραπάνω από ό, τι έχετε κατά νου. Ακόμα και τα κυκλαδίτικα μποφόρ δεν είναι αρκετά για να ταράξουν την τριχρωμία. Μόνο ένα αλέρτ βγαίνει πού και πού για τις ομπρέλες, που συνήθως εντοπίζονται στην παρακείμενη Νάξο.



Το παίρνετε λοιπόν με το πόδι για την Ιταλίδα με σκοπό να σιγοψηθείτε κι ας γράφει η νιβέα πενήντα, οι καλές συνήθειες δεν κόβονται. Αν έχετε πάρει και καμιά τραγανή πιτούλα από τον φούρνο της Χώρας δεν τα μαζεύετε με τίποτα από την παραλία. Το νησί δεν τραβάει το καλοκαίρι από τα μαλλιά, αφήνει να πέσει ο ήλιος με το πάσο του και μετά ανάβει τα φώτα να γλυκάνει τα στενά.


Βόλτα στα σοκάκια λοιπόν, απογεματάκι και μάλλον ο Άη Γιώργης θα έχει γάμο, ίσως ακούτε κιόλας τα βιολιά της νύφης. Φαίνονται οι οργανοπαίκτες και μια ιδέα από τα λουλούδια της. Αν νικήσετε την περιέργεια, η περίσταση είναι βέβαια πειρασμός, και συνεχίσετε, θα κάνετε τον κύκλο της Χώρας και πριν το πάρετε είδηση θα ακούσετε στον πολιούχο το η δε γυνή. Μόλις αντιληφθήκατε ότι το χωριό είναι μια σταλιά γι΄ αυτό και δεν ευδοκιμούν εδώ οι μεγάλες φούριες. Ρήματα όπως τρέχω, επιταχύνω, επισπεύδω τείνουν να διαγραφούν από την βιβλιογραφία του νησιού.


Όλα είναι μαζεμένα γύρω σας. Ο Μύλος για τον καφέ, το Σχολείο για τα ποτά, το Καρνάγιο για τα ρακόμελα και η Στροφή για το καλύτερο σουβλάκι στο χέρι. Έτσι έχουν τα πράγματα στο Κουφονήσι, τη μέρα μεσοπέλαγα αρμενίζω και το βράδυ να γλεντάς δεν είναι κρίμα και να παίζεις με το κύμα.

Όσο για τον γυρισμό, υπολογίστε στα μποφόρ του Αιγαίου για κανένα απαγορευτικό απόπλου αν και η ναυσιπλοΐα δεν καταλαβαίνει από τέτοια. Όμως μην χάσετε την ελπίδα, η επίκληση στον μάγο του νησιού μπορεί να σας δώσει μια προοπτική. 







Χαρά Γιαννοπούλου