Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Σαντορίνη. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Σαντορίνη. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Πέμπτη 17 Μαΐου 2018

* ΣΑΝΤΟΡΙΝΗ *





Στην Σαντορίνη η εικόνα είναι μία, βλέπεις την θάλασσα από τον ουρανό. Πιάνεις το ταρατσάκι του υπόσκαφου και καρφώνεσαι εκεί για να διαπιστώσεις και με τις εφτά αισθήσεις ότι εδώ πάνω δεν υπάρχει σύνορο.


Αλλά για να πάρω τα πράγματα από την αρχή, όλα ξεκινάνε από την απόφαση να πατήσουμε στο νησί για να βγάλουμε την γλώσσα στο ηφαίστειο. Κι όμως το ηφαίστειο είναι ενεργό, άσχετα αν έσυρε τον τελευταίο του βρυχηθμό τρεις χιλιάδες χρόνια πριν βουλιάζοντας την μισή στεριά. Από την μια στιγμή στην άλλη, οι Σαντορινιοί βρέθηκαν να κοιτάνε τον γκρεμό εκεί που πριν ήταν η αυλή τους.


Όμως στην τρύπα που έχασκε μπροστά τους μπήκε η θάλασσα η πλατιά να καλοπιάσει την πέτρα και ορίστε η περίφημη καλντέρα. Οι κάτοικοι έσκαψαν τον βράχο για να φτιάξουν το σπίτι τους και από κει μετρούσαν τα πειρατικά. Στα ψηλά χτίστηκαν τα καπετανόσπιτα με τους θυρεούς μέχρι που ο μεγάλος σεισμός έφερε τα πάνω κάτω δίνοντας έτσι στο υπόσκαφο την νέα του διάσταση. Η σπηλιά έγινε περιζήτητη και ούτε το χαλάκι της εισόδου να πατήσουμε, έτσι που τα έφερε η ανθρώπινη φύση με τα καμώματά της.


Για να επανέλθω όμως στην μορφολογία του νησιού, φτάνει να πιάσει το καράβι τον Αθηνιό για να σφιχτεί η καρδιά σας στην θέα του γκρεμού. Πώς θα ανέβει το λεωφορείο τον δρόμο τον φιδογυριστό, είναι εύλογη απορία. Όμως το μέσο την ξέρει την ρουτίνα του και παρά τα αγκομαχητά, μας ανεβάζει στα σύννεφα καταπίνοντας τις στροφές. Στα Φηρά, επιτέλους το έδαφος ισιώνει αλλά η πρωτεύουσα είναι θορυβώδης, παραζαλισμένη σαν κι εμάς, ίσως να είναι το ηφαίστειο από κάτω που δεν ανέχεται τα πολλά.


Παίρνουμε τον δρόμο για την Οία, περνώντας από το Φηροστεφάνι και το Ημεροβίγλι για να διαπιστώσουμε ότι ο οικισμός τα πρωινά μοιάζει εγκαταλειμμένος. Η πανσιόν δεν έχει αυλή, πατάμε στην ταράτσα του αποκάτω σπιτιού και μπροστά μας απλώνεται η καλντέρα. Τίποτα δεν είναι επιτρεπτό να περνάει από το μυαλό στη θέα αυτής της θάλασσας που δεν τελειώνει πουθενά. Θα μπορούσαν βέβαια να υπάρξουν επιφωνήματα και θαυμαστικά αλλά έχουμε μείνει άναυδοι. Ας ήταν να στήσουμε τη βίγλα μας εδώ πάνω και όλη μέρα να μιλάμε με τις γραμμές των οριζόντων.

Στο μεταξύ, τα σπίτια ασπρίζουν στον ήλιο, εδώ κι εκεί φαίνεται κανένας περαστικός αλλά καθώς πέφτει το απόγεμα συρρέουν τα πλήθη για το ηλιοβασίλεμα. Μυρωδιά αντηλιακού, κοκκινισμένα πρόσωπα από το πρωινό μπάνιο και θηριώδεις φωτογραφικές μηχανές τραβάνε κατά τα ερείπια του παλιού κάστρου. Το καστέλι του Αη-Νικόλα είναι σε στρατηγική θέση γιατί από εδώ το πανόραμα εκπληρώνει τις προσδοκίες.

Κρεμασμένοι σαν τσαμπιά από τα απομεινάρια του γουλά, περιμένουμε τον ήλιο να βουτήξει στην θάλασσα. Με αργό ρυθμό, αλλάζει το κίτρινο με το πορτοκαλί, το μοβ με το χρυσό, το νερό τραβάει την αντανάκλαση και στο βάθος χαράζει μια γραμμή από φωτιά. Ύστερα ξεσπάει το χειροκρότημα και καθόλου δεν μας νοιάζει η πολυκοσμία και το σούσουρο. Έχουμε μόλις μοιραστεί με τα τέσσερα σημεία του πλανήτη, το εκκωφαντικό τέλος της μέρας. Και ναι, η φύση δεν χρειάζεται το χειροκρότημα, το χρειαζόμαστε όμως εμείς που αντέξαμε τόση ομορφιά.

Καθώς πέφτει το βράδυ και τα πλήθη συνέρχονται από την κατάπληξη, οι παρέες αποσύρονται από τον οικισμό και τον αφήνουν στην ησυχία του. Είναι η ώρα που το παιδί θα μετρήσει τα άστρα γιατί το στερέωμα γεννάει συνεχώς και σκορπάει ένα γύρο τα έργα του. Με το που μικραίνουν οι ώρες, η θάλασσα γυρίζει σε έρεβος. Για μια στιγμή έχω την αίσθηση ότι είμαστε στη μέση του πουθενά περιμένοντας να ξυπνήσει το ηφαίστειο και να μην αφήσει πέτρα πάνω στην πέτρα. Φταίει βέβαια και ο ταξιδιωτικός οδηγός που δεν έχει αφήσει απέξω καμία λεπτομέρεια από την κοσμογονία. 

Όμως, με το που βγαίνει ο ήλιος το πρωί, καλμάρει το πέλαγος και μια απέραντη τεμπελιά καταλαμβάνει τον ορίζοντα.


Συνεχίζεται..


Χαρά Γιαννοπούλου










Κυριακή 25 Ιουνίου 2017

* ΤΑ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙΑ ΜΕ ΤΗ ΡΟΜΙΛΝΤΑ *









Η Ρομίλντα έφτιαξε τον μύθο της μέσα από κάτι μποέμικα καλοκαίρια που ταξιδεύαμε κατάστρωμα, αναμαλλιασμένοι από τον αέρα τον πελαγίσιο, περιμένοντας να φανεί το νησί των ονείρων μας. Την αλήθεια την ξέραμε, θα μας έβγαζε την ψυχή, όμως όλα για τον απόπλου και βλέπαμε μετά. Ο Πειραιάς ξεθώριαζε στο βάθος, και ζήτω η ελευθερία συνταξιδιώτες γλάροι.


Τα μακρινά ταξίδια, Αμοργός, Σαντορίνη, Αστυπάλαια, τα κάναμε βράδυ για να πάρουμε τις διακοπές από την αρχή. Εφτά το απόγεμα στο λιμάνι λαοσύναξη και μετά οχτώ, δέκα, δώδεκα ώρες για το τελευταίο λιμάνι και χαρά στο κουράγιο μας. Πιάναμε πάντα τρίτη θέση, κατάστρωμα δηλαδή,  θεωρείο, και βολευόμασταν, ας το πούμε έτσι, στα παγκάκια για τη νύχτα της μεγάλης υπομονής. Ύστερα σηκωνόταν η μπουκαπόρτα και άναβαν τα τσιγάρα με θέα το ηλιοβασίλεμα.


Εδώ στα ψηλά περνούσαμε σε κοινοβιακή διάθεση. Τα μεγάφωνα ζητούσαν να κατεβάσουμε τα μπαγκάζια από τους πάγκους, και πάνω εκεί βρισκόμασταν ξαφνικά μούρη με μούρη με τον εγγλέζο τουρίστα. Άνθιζε η πολυπολιτισμικότης εδώ πάνω, περικυκλωμένοι από την λιγκουαφόν, μόνο κάτι Νάξος, Πάρος και Ίος πετάγονταν εδώ κι εκεί. Μαζί έμπαιναν και τα μεγάλα υπαρξιακά ερωτήματα, από πού έρχεστε και πού πάτε, σε όλες τις γλώσσες. Χλωμά πρόσωπα εμείς, ψημένοι αυτοί από τον ήλιο της Αθήνας. Οι Φράγκοι στο Αιγαίο, μεγάλη ιστορία.


Όσο προχωρούσε η ώρα, η υγρασία έβγαζε την μυρωδιά της λαδομπογιάς ανακατεμένης με τον θαλασσινό αέρα που όσο να΄ ναι δεν ήταν για στομάχια με ευαισθησίες. Η καντίνα είχε ήδη ανάψει φώτα για να σερβίρει καφέ βαπορίσιο, αδόκιμος όρος ο φρέντο, και μπαγιάτικο σάντουιτς. Οι μηχανές βούιζαν σταθερά, το φουγάρο κάπνιζε από πάνω μας και γύρω ένα μπέρδεμα από γέλια, καμιά κιθάρα, και την λογοδιάρροια των ισπανών.


Σιγά σιγά το βράδυ γινόταν νύχτα και πού να κοιτάξεις από την κουπαστή, άβυσσος η ψυχή της θάλασσας, ευτυχώς άσπριζε το κύμα. Άραγε τι θερμοκρασία να έχει το νερό, έτσι, για την περίπτωση που..Καθώς η πελαγίσια δροσιά γινόταν κρύο,  ξεδιπλώναμε τα σλήπινγκ μπαγκ. Σε χρόνο μηδέν χωνόμαστε όλοι στις κάψουλες σ΄ ένα θέαμα λαϊκού υπνωτηρίου με κοινό όνειρο. Όχι βέβαια ότι κοιμόμασταν μακάριοι, κάθε τόσο έβγαινε στα μεγάφωνα μια φωνή χωρίς χρώμα για τις αναγγελίες αποβίβασης. Ήταν όμως μια παράξενη αίσθηση συντροφικότητας, όλοι μαζί θαλασσοδαρμένοι, αλατισμένοι, εξαγνισμένοι από τη θάλασσα, μια αίσθηση ελευθερίας στη μέση του πουθενά.

Στην Σύρο φτάναμε την καλύτερη ώρα, το νησί ξύπνιο, κατάφωτο, σκέτο κάδρο, στην Πάρο χαμήλωναν οι τόνοι. Στην άγονη γραμμή  πάλι, δύο, τρεις το πρωί, έρημο το λιμάνι. Μέσα στην απαλοσύνη της νυχτιάς, κατέβαινε η άγκυρα με την αλυσίδα της να γδέρνει τα αυτιά μας. Στην προκυμαία ο λιμενικός και ένας σκύλος επί της υποδοχής.

Ξημερώματα πια, όλοι είχαμε γίνει πράσινοι από την αϋπνία αλλά τι ήταν εκείνες οι ανατολές που μας έβαφαν στα χρυσά και τι προνόμιο να τις βλέπουμε θαλασσοπόροι. Εντάξει, το παραδέχομαι, μετά ανέβαινε ο ήλιος και το πλαστικό στέγαστρο γινόταν ηλιακός θερμοσίφωνας. Η Ρομίλντα αγκομαχούσε με ρυθμό νανουριστικό, κόντευε μεσημέρι, η στεριά είχε φανεί από ώρα αλλά το καράβι σαν σταματημένο. Πώς έλεγε ο Ξενοφώντας θάλαττα θάλαττα, εμείς το ανάποδο. Στο τέλος, σαν από θαύμα, είχαμε περάσει και από Τήνο, το καράβι έδενε με όλες τις τιμές.  

Είχε μια ηρωική χροιά το ταξίδι με την πολυχρονεμένη, εξακριβωμένο αυτό, και η αποβίβαση ήταν μια νίκη πάνω στα στοιχειά της ακτογραμμής. Αλλά μήπως και τα στοιχειά δεν είναι μέρος του παραμυθιού;


Χαρά Γιαννοπούλου