Αν κάτι με συναρπάζει όταν το καράβι αφήνει τον Πειραιά και βγαίνει στα ανοιχτά είναι το μπλε της θάλασσας, το βαθύ το ατέλειωτο, αλλά φύγαμε με φωτιές από την Αθήνα και ο καπνός κάθισε πάνω από την Αίγινα κάνοντας το τοπίο απόκοσμο. Πνιγηρός αέρας τύλιξε το πλοίο και μοιάζαμε να ταξιδεύουμε καρφί για τη χώρα του πουθενά.
Ίδια ατμόσφαιρα και στο λιμάνι της Σκάλας διότι Αίγινα-Αγκίστρι δεν είναι παραπάνω από δέκα λεπτά απόσταση. Μόλις μεσημέριασε μάλιστα, απλώθηκε στην παραλία ένα κίτρινο, όχι από το καλό το φωτεινό, και το καλοκαίρι αμέσως άλλαξε σύσταση. Αλλά τι στο καλό, όταν περιμένεις έναν ολόκληρο χρόνο τις διακοπές, κάνεις καρδιά και μια επίκληση στον Αίολο να το γυρίσει αλλιώς και να μη συνδαυλίζει τη φωτιά, τουλάχιστον αυτός.
Στο Μεγαλοχώρι που είχαμε κατάλυμα, ο ήλιος έδυσε με ένα γκρίζο σκούφο στο κεφάλι του αλλά η γυναίκα που μας έφερε τη σαρδέλα στην ταβέρνα, μπαϊλντισμένη από την αφόρητη ζέστη, μας είπε ότι μάλλον πάει για καθάρισμα ο καιρός. Έτσι κι έγινε, το επόμενο πρωί η θάλασσα έβγαλε από πάνω της τη στάχτη, πλύθηκαν οι αυλές και τα χρώματα ξαναβρήκαν την αίγλη τους.Πρωινό ξύπνημα στις διακοπές. Το ζήτημα με έχει απασχολήσει κατά καιρούς κι έχω καταλήξει ότι Καινούρια αυγή, Καινούρια ζωή, που λέει και το τραγούδι. Το ηλιοβασίλεμα είναι υπερεκτιμημένο.
Το επόμενο απόγευμα μάλιστα που βγήκαμε από το χωριό, στα μισά της παραλιακής περαντζάδας για τη Σκάλα, στρίβοντας δεξιά και ανηφορικά βρεθήκαμε και σε έναν άλλο ωραίο οικισμό στην πλαγιά, το Μετόχι. Για το Μετόχι ο εξοχικός δρόμος ανεβαίνει μέσα από πεύκα και βελάσματα από κατσίκια. Δεν επιτρέπονται αυτοκίνητα εδώ πάνω, οπότε Εμπρός καλά μου πόδια και όσο πλησιάζαμε στην είσοδο τόσο πιο κάθετος γινόταν ο ανήφορος.
Όμως τι ομορφιά και τι ησυχία εδώ πάνω. Σα να έχει αποσυρθεί το νησί στα ιδιαίτερα διαμερίσματά του ξεφορτιμένο από την ντε και καλά κοινωνικότητα της Σκάλας. Εδώ κι εκεί βλέπαμε κανένα φωτισμένο παράθυρο, τα περισσότερα με θέα στη θάλασσα, κι επειδή μας έτυχε το λυκόφως, μας ακολούθησε αυτή η εξαίσια ροδογάλανη γραμμή του ορίζοντα μέχρι την κατηφόρα της επιστροφής. Για την κατεβασιά αυτή έχω να πω ότι δεν είναι να την παίρνει κανείς αψήφιστα γιατί η κλίση είναι μεγάλη και θέλει επαγρύπνηση.
Το Αγκίστρι όμως φημίζεται για τη θάλασσά του και μετά από το γρήγορο μπάνιο της πρώτης μέρας στο παραλιάκι του χωριού με τα αρμυρίκια, που πολύ ωραία μας τα είπε, σειρά είχε η Δραγονέρα. Ξεκινάω από το όνομα που πολύ μου άρεσε αλλά και το μέρος δεν πάει πίσω. Η απόσταση από το Μεγαλοχώρι είναι καναδυό χιλιόμετρα, που γιατί να μην την κάνεις με τα πόδια, όπως οι τουρίστες, όμως στους σαράντα Κελσίου που δεν αντέχω ούτε το δέρμα μου, κιότεψα. Όπως κι αν έχει, κατεβήκαμε έναν ωραίο αρωματικό πευκώνα και αίφνης πρόβαλλαν στον ορίζοντα κάτι γαλαζοπράσινα νερά Καραϊβικής που συνδυαστικά με τα δέντρα έβγαιναν κατευθείαν από την Αντίμπ του Μονέ.
Ξαπλώστρες και ομπρέλες πιάνουν ένα κομμάτι της ακτής μόνο,
αλλά το κρεβατάκι το γλείφει το νερό λες και ο λουόμενος δεν μπορεί να
περπατήσει ολίγα βήματα παραπάνω για να βουτήξει. Τι είναι ετούτο πάλι να πατικώνουμε
τη θάλασσα με τα έπιπλά μας. Γι αυτούς όμως, μαζί κι εμείς, που ο ίσκιος του
πεύκου τους λέει κάτι, η παραλία είναι υπερπλήρης αυτής της ομορφιάς. Με αυτή τη σκέψη ξαπλώθηκε η ψάθα στις πευκοβελόνες κι από πάνω εμείς πιάσαμε να χαζεύουμε μια τη θάλασσα και μια το πυροσβεστικό που περιπολούσε το δασάκι, ενώ μέσα από το νερό μπορούσαμε να δούμε τον πευκώνα να σκύβει το σγουρομάλλικο κεφάλι του πάνω από τον κολπίσκο.
Η Δραγονέρα έγινε φίλη μας, όμως με την Απόνησο υπήρξε ένας διχασμός. Το νησί είναι ιδιόκτητο και έχει είσοδο, πληρώνεις δηλαδή για να μπεις, καθώς ο κάτοχος έχει βρει αυτόν τον τρόπο για να συμπληρώνει το εισόδημά του.
Τα ταξιδιωτικά σάιτς αποθεώνουν την Απόνησο, οπότε δώσαμε το τίμημα και μετά είχαμε να επιλέξουμε, την πάνω μεριά απέναντι στη Δορούσα, να πηδάμε για βουτιές ή το κολπάκι που είχε σκαλάκια και το περπατούσες μέχρι να βουτήξεις. Ύστερα έπρεπε να διαλέξουμε ξαπλώστρα, την παραδοσιακή που δεν έχει πέραση και δεν χρεώνεται παραπάνω ή το κρεβατάκι που είναι έξτρα, για να μην πω για τα ψάθινα ιγκλού και τα σεπαρέ με τα καλαμένια στόρια. Τελικά είπαμε να τον χορέψουμε τον χορό με τις λιγότερες απώλειες, αλλά πολύ παραφορτώνεται τελευταία το ελληνικό καλοκαίρι και δεν αγκομαχούν μόνο οι παραλίες αλλά και τα βραχάκια.
Και όμως το νησάκι θα ήταν μαγικό αν αφαιρούσε κανείς όλα τα τούτα και τα κείνα, μαζί και την πλαστική κατασκευή μέσα στο νερό με τις αιώρες και τις γιγάντιες κουλούρες. Αλλά μια και δεν είναι δημόσιο αγαθό το μέρος, τα λόγια είναι για να λείπουν, ή ίσως και όχι. Τα νερά πάντως είναι εθιστικά, άμα μπεις δεν βγαίνεις και αν απομακρυνθείς από την ακτή αρκετά, η ακοή σου γίνεται επιλεκτική, ακούς μόνο τη θάλασσα. Και δεν είναι λίγο αυτό, είναι το παν.
Όμως και η παραθαλάσσια διαδρομή μέχρι τη Σκάλα δεν είναι λίγη. Με τη δύση του ήλιου είναι μια ωραία βόλτα που κάνει αρχή από το Μεγαλοχώρι και βλέπει τα Διαπόρια νησιά, τις φιγούρες τους δηλαδή. Είναι ο Άγιος Θωμάς, ο Άγιος Ιωάννης, η Κλειδού, το Τραγονήσι, η Ψηλή, το Μολάδι, η Πρασού, η Πλατιά και το Σταχτερό και είναι μόνο για βάρκα. Μετά συνεχίζει, έχοντας απέναντι τις διάφανες γραμμές της Αίγινας.
Η περαντζάδα τώρα, ξεκινάει με το φλοίσβο και καταλήγει στην κοσμοπολίτικη πλευρά του νησιού που τα έχει όλα αν ο στόχος είναι να κάνεις έναν περισπασμό στην ησυχία και γιατί όχι. Φώτα και μαγαζιά κατά μήκος του δρόμου έχει εδώ και πολυκοσμία γιατί το Αγκίστρι όλοι το καλοβλέπουν πια, φτηνά τα ακτοπλοϊκά και η θάλασσα σμαράγδι.
Το μυαλό μου όλο και ξεστρατίζει στην αυριανή επιστροφή αλλά καθώς αφήνουμε την βουή του λιμανιού για το χωριό, μερικά σκαλιά πάνω από το δωμάτιο, στην ταράτσα του ενοικιαζόμενου, έχουμε ακόμα μια ευκαιρία για το δικό μας καλοκαίρι παρέα με όλα τα πλάσματα της νύχτας που στην απόλυτη ησυχία έχουν επιτέλους φωνή.
Χαρά Γιαννοπούλου