Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Πέρα Πάντα. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Πέρα Πάντα. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Παρασκευή 10 Σεπτεμβρίου 2021

* ΓΑΛΑΞΙΔΙ *

Μπαίνοντας στο Γαλαξίδι, μεσημέρι ντάλα, αντικρίζουμε μια έρημη πόλη και θα είναι ψέμα αν πω ότι αυτό μάς κάνει εντύπωση. Το φετινό καλοκαίρι ζεματάει, είναι και το μέρος περίκλειστο και ο κόσμος λουφάζει στις φωλιές του αγκαλιά με το ερκοντίσιον. Πού να ευδοκιμήσει ο τζίτζικας όταν μουγκρίζουν συλλήβδην οι εξωτερικές μονάδες στα στενοσόκακα. 


 


Η θάλασσα είναι λίμνη και οι βάρκες νυσταλέες όπως και τα δυo τρία ταβερνάκια  που κρατάνε όρθια την εστίαση καταμεσήμερο στο λιμάνι. Διότι προς τι να ξεροσταλιάζουν οι άνθρωποι όταν σύσσωμο το κύμα των παραθεριστών έχει πιάσει αλλόφρον τις παραλίες για να γλιτώσει από τον καύσωνα. Να έστελνε και το νερό από απέναντι σινιάλα δροσιάς να τη χαρείς τη σαρδέλα στο κάρβουνο. Όμως, θρόισμα ούτε για δείγμα. 



Μέσα σε αυτή την αποχαύνωση, ο Ναυτικός Όμιλος είναι μια διέξοδος δροσιάς. Εδώ όλα μπερδεύονται και όχι, ξαπλώστρες, τραπεζάκια, τέντες διαμπερείς, ομπρέλες, μουσικές αλλά το μέρος την κάνει τη δουλειά του. Το νερό έχει βάθος, στις δυο απλωτές δεν πατώνεις γι αυτό και το κολύμπι είναι οριοθετημένο από σημαδούρες. Αν δεν ανήκεις στην πιτσιρικαρία που το έχει ρίξει στις καταδύσεις, κάνεις ελεύθερο, πρόσθιο και ό, τι άλλο θυμάσαι μέχρι να φτάσεις στο δίχτυ-φράχτη για να πάρεις ανάσα. Μόλις φτάσεις, πλατσουρίζεις πια εκ του ασφαλούς, σ΄ ένα ωραίο βαθύ μπλε έχοντας αφήσει πίσω την πόλη να τηγανίζεται από την κάψα.

Τώρα για λιγότερο κοσμικούς εναγκαλισμούς, δηλαδή άνευ ξαπλώστρας πολυτελούς και παραλιακού μπαρ και ώ θεοί, πισίνας λίγα μέτρα από τη θάλασσα, υπάρχει ο Άγιος Βασίλειος. Με τον άγιο συμβαίνει το εξής: Επειδή δεν έχει προβλεφθεί πινακίδα που να οδηγεί στο επίμαχο σημείο, η μόνη μέθοδος εύρεσης της παραλίας είναι η λεγόμενη Από στόμα σε στόμα. Μαθαίνεις έτσι τον κρυφό χωματόδρομο και με πάσα προσοχή παίρνεις την κατηφοριά για την ακτή. Τα νερά χρωματίζονται πράσινα από τον αραιό πευκώνα και είναι διαφανή και ήσυχα.

Της ραστώνης είναι ο άγιος, καλή θάλασσα από αυτές που μπαινοβγαίνεις σε άτακτα χρονικά διαστήματα διότι δεν χορταίνεις. Στην καντίνα της παραλίας, οι γνώστες σου δίνουν και οδηγίες για το μονοπάτι στον κρυφό ορμίσκο του Αράπη. Η απόσταση είναι δέκα λεπτά για θαρραλέα πόδια που δεν καταλαβαίνουν από μεσημεριάτικη ζέστη. Για τους κοινούς θνητούς μένει η χαλάρωση στην ακτή και οι περίπατοι στο νερό ώρες ατέλειωτες όσο να εμφανιστούν τα λέπια. Για τέτοια θάλασσα μιλάμε.

 


Αν όμως ο άγιος είναι φιλόξενος, οικείος και ήσυχος, στη Σεργούλα, πέρα από την Ερατεινή, στα πέντε βήματα μπαίνεις σε άγνωστη περιοχή. Εδώ η θάλασσα βαθαίνει απότομα και αν δεν είσαι ο Ποσειδώνας καλύτερα να μην προβείς σε ανδραγαθίες. Γι αυτό κολυμπάμε κοντά στην ακτή παίζοντας στα σίγουρα, όμηροι σ΄ αυτό το κρύσταλλο νερό που κάνει το δέρμα να ανατριχιάζει διότι είναι και παγωμένο.


Στην επιστροφή, έχουμε  την ιδέα να πάμε στο φάρο της Ψαρομύτας. Από εκεί φαίνονται καθαρά τα ωραία βουνά της Πελοποννήσου. Ο φάρος είναι ετών διακοσίων και βάλε, χαρακτηρισμένος ιστορικός διατηρητέος. Ωστόσο οι Φωκιδείς ως φαίνεται κρατάνε το μυστικό για τον εαυτό τους. Σε πρώτη φάση χρειάζεται να είναι κανείς αετομάτης για να εντοπίσει την αυτοσχέδια πινακίδα και αφού τα καταφέρει μπαίνει σε χωματόδρομο και τι έκπληξη, εισέρχεται με δική του ευθύνη. Του φάρου προηγείται αιολικό πάρκο, οπότε το αυτοκίνητο πάει παράλληλα με το θηρίο μέχρι να αποκαρδιωθεί ο παρολίγον επισκέπτης και να κάνει αναστροφή διότι δεν πάει και γυρεύοντας.




Και αν η Ψαρομύτα αποδεικνύεται όνειρο θερινής νυκτός, το Ναυτικό μουσείο στο Γαλαξίδι είναι αληθινό. Στεγάζεται σε ωραίο νεοκλασικό κτίριο που εξωτερικά το στολίζει από ψηλά η Ρωξάνη, ακρόπρωρη με το σκούρο μπλε φουστάνι της και το χέρι να δείχνει το πέλαγος στο βάθος . Στο εσωτερικό ξεκινάμε με την αρχαιολογική συλλογή αλλά οι πίνακες με τα πλοία των καπεταναίων έγιναν οι αγαπημένοι μου. Σύμφωνα με την ιστορία τους βρέθηκε κάποιος λάτρης που διέσωσε από τη λήθη όσα  μπρίκια, ποντοπόρα και ιστιοφόρα βρήκε στους τοίχους των καπετανόσπιτων και όταν ήρθε ο καιρός τα χάρισε στο μουσείο. Εδώ επίσης υπάρχουν και έργα του Σπύρου Βασιλείου, που έχει τόσο μαγικά αποτυπώσει στους καμβάδες του το φως της ιδιαίτερης πατρίδας του. Τελευταία έκπληξη, ο υπόγειος χώρος με τις συλλογές γραμματοσήμων και καρτ ποστάλ απ΄ όλον τον κόσμο με τις σφραγίδες τους και τις ευχές τους. Για μένα που τρέφω λατρεία στο είδος, αυτός αποδείχτηκε ένας αληθινός θησαυρός και πλούσιος ώρα να έχει κανείς να θαυμάζει.



Για να επανέλθω όμως στο Γαλαξίδι του σήμερα, το λιμάνι του Χηρόλακα αποδεικνύεται μια καλή ιδέα για απογευματινή βόλτα με προεκτάσεις απομόνωσης. Ψάχνοντας για δροσιά, ματαίως, περνάμε την πλατεία με τους ντόπιους να έχουν κι αυτοί τον ίδιο σκοπό, και παραγγέλνουμε λεμονάδες στο παραλιακό καφέ. Απέναντι οι κεραμοσκεπές υπομένουν αξιοπρεπώς την απογευματινή ζέστη ενώ η γλυκιά ώχρα στους τοίχους των σπιτιών κατευνάζει την τάση για αμάν.








Σε λίγη ώρα, στην Πέρα Πάντα, να ΄μαστε να ανηφορίζουμε το δρόμο παράλληλα με τη θάλασσα ενώ η πόλη ανάβει τα φώτα. Κάτω από τις λάμπες του δήμου, περπατώντας κάτω από τα πεύκα, μας προσπερνάνε βιαστικά δυο παιδιά κλάσης δημοτικού με τις πετσέτες τους στη μασχάλη. Πού πάτε ορέ, περασμένες δέκα, Πάμε για μπάνιο στο Κεντρί. Παιδικό καλοκαίρι είναι αυτό. 

Στο γυρισμό κάνουμε μια στάση για να χαρούμε το Γαλαξίδι με όλη του τη βραδινή ομορφιά αλλά μπροστά μας αρχίζουν να παρατάσσονται αυτοκίνητα το ένα πίσω από το άλλο κόβοντας κάθε σκέψη για θεάματα. Ωστόσο ένας θαρραλέος πλησιάζει τον πρώτο οδηγό και Σας παρακαλώ αν μπορείτε, μετακινηθείτε, διότι είμαι με την κοπέλα μου για ρομαντισμούς ,του λέει, το πιθανότερο. Και το πήρε το μήνυμα ο άνθρωπος και τους άφησε να χαρούν τη στιγμή τους. Πολιτισμός.

Και καθώς τρέχει το βράδυ και ιδρώνουμε ανεπιστρεπτί την ώρα που οι ξένοι τουρίστες είναι φρέσκοι σαν φράουλα στο τελάρο, παίρνουμε τα σοκάκια για το ερκοντίσιον της πανσιόν. Αλλά στο δρόμο για τα Μανουσάκια, στα ήσυχα στενά, κάτι ομιλίες ακούγονται σαν από μεγάφωνο. Καθώς πλησιάζουμε τον ήχο, ανακαλύπτουμε, στο Παρθεναγωγείο, στον εξωτερικό τοίχο, σε μικρή αυλή, ένα αυτοσχέδιο θερινό σινεμά. Πόσο ωραία. Δωρεάν προβολή δυο φορές τη βδομάδα.


Έτσι το Γαλαξίδι βρίσκει τρόπους να ξεκαλοκαιριάζει και καθόλου δεν σκοτίζεται για τη ζέστη, συνηθισμένο το βουνό. Διότι και ποιος δεν καίγεται αυτές τις τσιμπημένες μέρες του φετινού καλοκαιριού..


Χαρά Γιαννοπούλου










 


Τρίτη 21 Ιανουαρίου 2020

* ΓΑΛΑΞΙΔΙ - ΑΜΦΙΣΣΑ - ΑΡΑΧΟΒΑ *



Η θάλασσα είναι η συνθήκη στο ωραίο Γαλαξίδι. Το φωνάζει ο διάκοσμος της πόλης με τα καπετανόσπιτα, τις άγκυρες και τα αγάλματα των ναυτικών στις πλατείες. Η αρχοντιά αυτή απέχει δυόμιση ώρες αυτοκινητάδα από την Αθήνα. Μια αλέα με ευκάλυπτους μας οδηγεί στην πόλη αφού έχουμε προσπεράσει τα μεταλλεία που κοκκινίζουν την πλαγιά. Είναι Οκτώβρης, το νερό είναι λάδι και στους ασπρισμένους τοίχους κάθεται το φθινοπωρινό φως.



Καναδυό λεωφορεία κατεβάζουν επισκέπτες στην Πέρα Πάντα και τους βάζουν στο κάδρο, με τις βάρκες και τις πάπιες που τρώνε το ψωμί τους στην αποβάθρα. Υπάρχει μια διακριτικότητα στο σκηνικό, ίσως γιατί το πλήθος έχει παρασυρθεί από την κάλμα της θέας. Θα μπορούσε κανείς να ξοδέψει ένα ολόκληρο πρωινό με το μάτι κολλημένο στην αταραξία του τοπίου, χωρίς καμία τύψη. Όμως, καταφθάνοντος του μεσημεριού, η εισβολή της νέας παρτίδας εκδρομέων ξεσηκώνει τα πετούμενα που μαζεύονται γρήγορα γρήγορα στο σπίτι τους. Τα ψάρια παίρνουν τα μάτια τους για να αποφύγουν τα σάντουιτς που εκσφενδονίζονται από τη στεριά.


Αφήνουμε την παραλία για την ενδοχώρα. Περνώντας μπροστά από σκαλιστά πορτόνια, μετράμε ακρόπρωρα που ισορροπούν στην κόψη των μπαλκονιών. Είναι οι γυναίκες που, σκαλισμένες στην πλώρη των καραβιών, φύλαγαν τα ταξίδια των καπεταναίων, εμπροσθοφυλακή στο κύμα. 


Φοράνε το σκούρο μπλε φουστάνι τους κι έχουν τα μαλλιά μαζεμένα πίσω. Στο ένα τους χέρι κρατάνε το κέρας της Αμάλθειας, για να είναι πλούσιο το μπάρκο. Με το άλλο δείχνουν τη ρότα. Το Γαλαξίδι είναι γεμάτο από καλά κορίτσια που στολίζουν τα μπαλκόνια των αρχοντικών και γοργόνες ξέστηθες που βαστάνε τα υπόστεγα. 


Η πόλη όμως έχει και μάντρες φορτωμένες γιασεμιά και σκαλάκια για το αμφιθεατρικό του πράγματος και καρτ ποστάλ χαρακτήρα. 




Όμως η οχλοβοή στο λιμανάκι, μας σπρώχνει στην επόμενη στάση. Άμφισσα.



Άμφισσα

Στα Σάλωνα σφάζουν αρνιά, έλεγε το δημώδες τον καιρό που ο βεγκανισμός δεν υπήρχε ως κίνημα. Έτσι βάφτισαν την Άμφισσα οι Φράγκοι αλλά με το τέλος της επανάστασης ανακτήθηκε η αρχική ονομασία. Η κεντρική λεωφόρος όμως λέγεται Σαλώνων για να μην ξεχνάμε και από πού κρατάει η Μαρία η Πενταγιώτισσα, η δασκαλοπούλα.

Προτού να μπούμε στην πόλη, διασχίζουμε τον μεγαλύτερο ελαιώνα των Βαλκανίων, ένα εκατομμύριο ρίζες κοντά. Τα δέντρα, ασάλευτα εδώ και εκατονταετηρίδες, απλώνουν τα ασημόφυλλά τους, καρπίζουν τις ελιές Αμφίσσης και η ζωή συνεχίζεται.

Στην κεντρική πλατεία, μάς περιμένουν οι οπλαρχηγοί σε αγάλματα, πλατείες και δρόμους. Δεν έβγαλε και λίγους η περιοχή. Η Άμφισσα είναι σχεδόν έρημη. Όπως δείχνουν τα πράγματα, συνηθίζεται το μεσημέρι, οι αγωνιστές να κρύβουν το κουμπούρι και να τιμάνε τη σιέστα. Οι εναπομείναντες, πρόθυμοι κάτοικοι, μας δίνουν οδηγίες για να ανεβούμε στη Χάρμαινα. Η Χάρμαινα είναι η συνοικία με τα παλιά βυρσοδεψεία, ταμπάκικα επί το παραδοσιακόν.



Ανεβαίνοντας την ξύλινη φαρδιά σκάλα, βγαίνουμε σε μια γειτονιά μισοερειπωμένη, στρωμένη ξερά πλατανόφυλλα. Η βόλτα στα σοκάκια μάς βάζει σε κλίμα ανατριχίλας, με όλα αυτά τα εργαλεία εκδοράς που κρέμονται από τα ταβάνια των εργαστηρίων, σε κοινή θέα.

Δυό τρία ταμπάκικα έχουν απομείνει, που δουλεύουν ακόμα, στέλνοντας μια μυρωδιά ζωικού λίπους στον αέρα ανάκατη με ζοφερές εικόνες από την κατεργασία του δέρματος. Το μέρος δεν είναι για ειδύλλια, με τις προβιές να στεγνώνουν στον ήλιο αλλά επειδή ο έρωτας ανθεί παντού, έτσι έγινε και σε αυτή τη συνοικία. Ο μύθος, που μπορεί να είναι και αλήθεια λέει πως ο Κωνσταντής, νεαρός βυρσοδέψης, αγάπησε σφόδρα τη Λενιώ, εργάτρια στις ελιές, με σκοπό το γάμο. Ο νέος έφευγε συχνά σε ταξίδια για να προωθεί τις πωλήσεις, όμως στη διάρκεια ενός από αυτά, η αγαπημένη του χτυπήθηκε από κεραυνό στη βρύση δίπλα. Η απώλεια ήταν τόσο βαριά για τον Κωνσταντή, που δεν την άντεξε και προχώρησε στο απονενοημένο, βουτώντας από το κάστρο. Όμως οι παπάδες δεν τις σηκώνουν αυτές τις πρωτοβουλίες κι έτσι άφησαν τον δυστυχή στην κακή του μοίρα. Στοίχειωσε ο νέος και ως στοιχειό αμφιβόλου ωραιότητας έπαιρνε τις ρούγες νυχτιάτικα και τρόμαζε τη γειτονιά. Ώσπου, μετά από χρόνια περιπλάνηση βρήκε την ησυχία της η ταλαιπωρημένη του ψυχή και όχι μόνο, αναβαθμίστηκε και σε αποκριάτικο έθιμο.

Όπως και να είναι, αυτές οι ιστορίες δεν είναι για να ευχαριστιέται κανείς το ψητό, χώρια που τα ζωντανά που άφησαν εδώ το δερματάκι τους, παίζουν μαζί μας κρυφτό κάνοντας μπου.


Αράχοβα




Καθώς βγαίνουμε από την Άμφισσα και παίρνουμε τον ανήφορο, το μάτι μας πέφτει στον Παρνασσό απέναντι. Η Αράχοβα είναι φυτεμένη στην πλαγιά. Εδώ τελειώνει το γαλαξιδιώτικο καλοκαίρι. Προτού όμως μπούμε στο χωριό, προλαβαίνουμε να θαυμάσουμε το ροδόχρουν απόγεμα στο ναό του Απόλλωνα, από τους Δελφούς. Εδώ τα λεωφορεία παραταγμένα, κατεβάζουν τον κόσμο που παίρνει το δρόμο της αρετής και της κακίας. Άλλοι πάνε κατά το ναό και άλλοι μπαίνουν στα μαγαζάκια.

Στην Αράχοβα, γεμίζει τον αέρα η μυρωδιά του καυσόξυλου. Τα τουριστικά έχουν σε κοινή θέα γούνες και πλεκτά ενώ στο βάθος, το ρολόι χώνει τη μύτη του στο ηλιοβασίλεμα. Η Αράχοβα γοητεύει όταν μονάζει. Τότε, ο καφές δίπλα στην παλιά βρύση, είναι ραχατλίδικος και ο μόνιμος κάτοικος δεν καπακώνεται από τον φαντεζί εκδρομέα. Ακούγεται το νερό να πέφτει στη γούρνα από το βουνό και αυτό είναι μια ωραία πραγματικότητα.

Η στάση εδώ είναι μικρής διάρκειας, διάλλειμα μιας μεγάλης διαδρομής, ως τον επαναπατρισμό στο άστυ.

Καθώς ανάβουν οι λάμπες και η θερμοκρασία πέφτει, ετοιμαζόμαστε για την επιστροφή. Έχουμε μαζί μας μέλι, τσάι του βουνού και το λυκόφως που κοντεύοντας στη Θήβα γίνεται σκοτάδι εθνικής οδού. 



Χαρά Γιαννοπούλου