Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Καλοκαίρι. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Καλοκαίρι. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Κυριακή 16 Ιουλίου 2023

* Η ΑΡΧΗ ΤΟΥ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙΟΥ *




Ιούλιος 2023 με την Αθήνα στο πορτοκαλί αποφασίζω να πάω λίγο πίσω, τι λίγο δηλαδή, και να γράψω για τα αλλοτινά καλοκαίρια μου, τα παιδικά, όχι για τις συγκρίσεις αλλά γιατί η ιστορία θέλει να ειπωθεί.

Τα καλοκαίρια αυτά λοιπόν άρχιζαν και τέλειωναν στο χωριό και ήταν γυναικεία υπόθεση, τον πρώτο μήνα τουλάχιστον. Μετά ερχόταν ο μπαμπάς. Μέχρι να γίνει όμως αυτό, την γιορτάζαμε κάθε μέρα την ελευθερία μας, όση μας επιτρεπόταν δηλαδή, μακριά από απαγορεύσεις και ατελέσφορα κυνηγητά σχολικών επιδόσεων.

Οι διακοπές ξεκινούσαν από το σταθμό του τρένου για Πελοπόννησο. Ο μπαμπάς φόρτωνε τα πράγματά μας στο βαγόνι και ύστερα ξεκινούσε την ζωή του εργένη που σίγουρα απολάμβανε πιο πολύ, ως γνήσιος μοναχικός τύπος που είναι. Η αμαξοστοιχία, λέξη με γνήσια αίγλη τότε, ξεκινούσε αργά το απόγευμα και έφτανε στο χωριό αργά το βράδυ όταν όλοι ήταν στα κρεβάτια τους. Σε αυτή τη μακριά διαδρομή, εκτός από το φόβητρο της Κακιάς Σκάλας, που ήταν να σε πιάνει τρόμος στη θέα του γκρεμού, που έκλεινα τα μάτια και βουτούσα στο κενό, είχαμε πάντα μια μεγάλη προσμονή. Ίσως σε κάθε σταθμό ή μόνο στο Αίγιο, δεν μπορώ να θυμηθώ, πλησίαζαν τα παράθυρά μας μικροπωλητές με κάτι μεγάλους ταβλάδες φορτωμένους σειρές λαχταριστά καλαμάκια. Δεν χρειαζόταν να κατεβούμε από το τρένο. Αρκούσε να βγάλουμε από το τζάμι την παλάμη με τα ψιλά και ύστερα να κρατήσουμε με άκρα συγκίνηση αυτό τον αχνιστό θησαυρό με το ψωμάκι καρφωμένο στη μύτη από το ξυλάκι. Αυτή η υπέροχη τσίκνα ξεπερνούσε σε μεγαλείο όλα τα αρώματα της εξοχής και έφτιαχνε και το στομάχι μας μια και το συνεχές τουκ τουκ αναποδογύριζε διαρκώς τα σωθικά μας.

Καθώς το τρένο περνούσε από τα χωριά και ο εισπράκτορας αράδιαζε ονόματα για αποβίβαση, το σκοτάδι που έπεφτε έδειχνε την ώρα να ανάψουν τα φώτα στα βαγόνια. Εμείς, με τις φάτσες κολλημένες στο τζάμι, προσπαθούσαμε μάταια να ξεχωρίσουμε κάτι σε αυτό το απόλυτο εξοχικό έρεβος. Από μέσα δεν μπορούσαμε να φανταστούμε πόσο εντυπωσιακό θέαμα ήμασταν για τους χωρικούς που έβλεπαν τα πορτρέτα μας να ταξιδεύουν με τα φωτεινά τους κάδρα πάνω στις ράγες. Τις επόμενες μέρες θα βρισκόμασταν στη δική τους θέση και θα περιμέναμε το σφύριγμα του τρένου για να τρέξουμε στις γραμμές. Τότε θα κουνούσαμε τα χέρια και θα κάναμε φασαρία για να μας δουν οι επιβάτες και να μας αντιχαιρετήσουν πριν χαθούν μέσα στη νύχτα.

Το σπίτι του παππού ήταν σχεδόν δίπλα στις γραμμές και κάθε που περνούσε το τρένο τα θεμέλια τραντάζονταν δίνοντας μας μια νέα αφορμή για διασκέδαση. Ήταν πλινθόκτιστο, προπολεμικό και είχε τα απαραίτητα δωμάτια, μια κρεβατοκάμαρα, ένα κουζινάκι και το μπάνιο στην αυλή, όπως συνηθιζόταν στα χωριά, για ανάγκες που δεν περιλάμβαναν αφρόλουτρα και χασομέρια. Στην κρεβατοκάμαρα ήταν τοποθετημένα αντικριστά δύο μεγάλα σιδερένια κρεβάτια, το ένα για να κοιμάται ο παππούς με τη γιαγιά και το άλλο για τη μαμά και την αδελφή της, τη θεία Μπουμπουλίνα. Στον ενδιάμεσο χώρο από τα δύο κρεβάτια ήταν στημένα τέσσερα ράντζα για την μεγάλη μου αδελφή και μένα και τα ξαδέλφια μας τα αγόρια. Το βράδυ τα ανοίγαμε και το πρωί τα μαζεύαμε.

Ήταν μεγάλη απόλαυση να είμαστε όλοι μαζεμένοι σε ένα δωμάτιο. Αυτό το κοινόβιο έμοιαζε με τα μικροσκοπικά χωριά των Ινδιάνων που έβλεπα στα εικονογραφημένα. Όσο λιγότερος ο χώρος τόσο περισσότερη η καρδιά. Κάτω από τα σεντονένια μας αντίσκηνα βλέπαμε την μισοαναμμένη λάμπα πετρελαίου να φωτίζει αμυδρά τη νύχτα και μας έπαιρνε ο ύπνος με τα κουτσομπολιά της μέρας να κάνουν πτήσεις πάνω από τα κεφάλια μας.

Ο παππούς, που μετά από ένα ατύχημα, τα είχε χάσει, όπως έλεγαν όλοι, συνήθιζε να σηκώνεται μέσα στο σκοτάδι για να πάει στο καφενείο. Τον παίρναμε χαμπάρι όταν είχε καταφέρει να ανάψει το φως σημαδεύοντας στα σκοτεινά με την άκρη της μαγκούρας του το μπουτόν. Αδιευκρίνιστο πώς, κατάφερνε πάντα να βρίσκει το στόχο χωρίς σχεδόν να βλέπει. Τότε η θεία μου σηκωνόταν για να του θυμίσει ότι δεν είχε ξημερώσει ακόμα κι εκείνος μετά από μια μικρή διαπραγμάτευση το έπαιρνε απόφαση και επέστρεφε ηττημένος στο κρεβάτι του. Στο μεταξύ η μυρωδιά του καθαρού πετρελαίου διαχεόταν σε όλο το δωμάτιο και κρατούσε μέχρι να φέξει, προς μεγάλη μου χαρά.

Έτσι εθιζόμουνα με όλους τους νόμους στο καθαρό πετρέλαιο, όμως δεν μπορώ να πω το ίδιο και για την υγρασία που πότιζε τον μεγάλο μπουφέ και όλο το περιεχόμενό του στο διάδρομο.

Ο μπουφές ήταν ένα τρομερό έπιπλο από σκούρο καφέ ξύλο με έναν παλιό καθρέφτη που είχε χάσει με τον καιρό τη γυαλάδα του και έκρυβε ανάμεσα στα διάφορα, το ψωμί, τα λουκούμια, τον καφέ και τη ζάχαρη. Αυτά τα τελευταία μαζί με τον παστουρμά που ο παππούς αγαπούσε γιατί είχε έρθει με την ανταλλαγή από ένα χωριό έξω από την Κωνσταντινούπολη, ήταν το πεσκέσι μας από την Αθήνα. Όταν ανοίγαμε λοιπόν το ξύλινο πορτάκι του μπουφέ ξεχυνόταν από μέσα μια βαριά μυρωδιά πολυκαιρισμένου καφέ μπερδεμένου με οινόπνευμα που με τίποτα δεν μπορούσα να συνηθίσω. Για να ολοκληρώνεται μάλιστα η καταστροφή, το ψωμί που είχε αγοραστεί φρεσκοψημένο το πρωί, κατέληγε μια μαραμένη φρατζόλα που είχε γυρίσει στις άκρες, σαν παπούτσι που το ξέβρασε η θάλασσα.

Η γιαγιά, που το όνομά της πήραμε τρεις ξαδέλφες στη σειρά, ήταν η δεύτερη γυναίκα του παππού. Κυκλοφορούσε πάντα αρματωμένη με χοντρές κάλτσες και μακριά μανίκια μέσα στο κατακαλόκαιρο και φορούσε το τσεμπέρι της μπροστά από το μέτωπο για να της κρύβει τον ήλιο. Όταν πήγαινε στο χωράφι ενίσχυε την ηλιοπροστασία με ένα ψαθί για να μην την πιάνει η παραμικρή ακτίνα..

Η μαμά έλεγε πως δεν ήταν καλή μαγείρισσα γιατί συνήθιζε να ανακατεύει συνέχεια το φαγητό μέχρι που γινόταν χυλός. Είχε όμως μεγάλη έφεση στο να ψωνίζει με δόσεις από τον πλανόδιο έμπορο που ερχόταν στο χωριό μια φορά την εβδομάδα. Μαζευόμασταν τότε γύρω από την ανοιχτή βαλίτσα του και η γιαγιά μας έβαζε να διαλέξουμε χαριτωμένα βρακάκια και καμβάδες για το κέντημα των διακοπών. Αγόραζε και σεντόνια για την προίκα μας, διότι σπίτι χωρίς σεντόνια δεν ανοίγεις, και στοίβαζε πατάτες από το χωράφι στην αποθήκη για να τις μοιράσει στις κόρες της στην επιστροφή τους στην Αθήνα. Μετά ακολουθούσαν τα συνήθη παράπονα της μαμάς ότι την έριξε στη μοιρασιά, η γιαγιά προσπαθούσε να δικαιολογηθεί και μπαίναμε σε εμφυλιοπολεμικό κλίμα. Αυτά όμως ήταν για να σκοτώνουν οι μεγάλοι τον καιρό τους. Εμείς είχαμε τσεπώσει τα δωράκια μας και έξω από αυτό θα περνούσε πολύς καιρός μέχρι να εντρυφήσουμε στην μυστηριώδη σχέση μάνας –κόρης, από την μεριά της μάνας βέβαια.

Η δική μου σχέση με τη μαμά περνούσε κύματα κάθε πρωί όταν έπρεπε να πιω το γάλα μου, για το οποίο είχε φροντίσει η κατσίκα της γειτόνισσας. Ομολογώ ότι υπήρχε τότε μια αγνότητα στην τροφική αλυσίδα αλλά καθόλου δεν με απασχολούσε αυτό βλέποντας το γάλα να σκάει με το βράσιμο σε μια φριχτή πέτσα που ήταν τόσο αποτρεπτική όσο και μια κουταλιά ποτάσα. Η μαμά για να κατευνάσει τη δυστυχία μου ή για να γλιτώσει τη γκρίνια μου έσπαγε τη γεύση με μια κουταλιά κακάο που έδινε ένα ωραίο καφέ ο λε χρώμα σε αυτό το υγρό αλλά δεν άλλαζε τα αισθήματά μου γι΄ αυτό. Και καθώς μου έρχονταν αναγούλες και δάκρυα στα μάτια, το σπίτι αγνοώντας το βάσανό μου συνέχιζε την ρουτίνα της μέρας.

Η θάλασσα απείχε τρία χιλιόμετρα από το χωριό και οι μόνοι που διέθεταν μέσο για κει ήταν οι θείοι μας, ο μικρός και ο μεγάλος. Το μέσο ήταν το τρακτέρ με την καρότσα του και καθώς το πρωί ήταν απασχολημένο στα χωράφια, το μπάνιο έμενε για το απόγευμα. Για να μην βαριόμαστε όμως όλη μέρα, γιατί είχε και το κέντημα τα όριά του, καμιά φορά ακολουθούσαμε κι εμείς στο χωράφι για να παίρνουμε και μια ιδέα από βαριές δουλειές, μια και στην πόλη είχαμε εξασκηθεί στη μαλθακότητα. Όχι ότι μας έβαζαν να κάνουμε τίποτα τρομερό, έτσι άψητοι που ήμασταν από τη ζωή στην πόλη, μόνο βόλτες κόβαμε στα λασπωμένα από τις ποτιστικές αυλάκια και μπαίναμε κάτω από το νερό που τιναζόταν με πίεση για τα κηπευτικά.

Όταν δεν παίζαμε με τα νερά, φορτώναμε καρπούζια στην καρότσα αλλά τις περισσότερες φορές δεν τα άντεχαν τα παιδικά μας χέρια. Τότε έσκαγαν μεγαλοπρεπώς στα πόδια μας κάνοντας μας να γελάμε συνωμοτικά. Ύστερα, για να μην πάνε χαμένα, βουτούσαμε το μούτρο μας στην ροδαλή σάρκα σαν διψασμένα βαμπίρ και τρώγαμε με την ψυχή μας. Μετά το καρπουζόλουτρο, το χωράφι έμοιαζε με εμπόλεμη ζώνη. Τις φλούδες τις κρατούσαμε για τις κότες και τα κατσίκια.

 

Συνεχίζεται…