Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Σηκουάνας. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Σηκουάνας. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τετάρτη 15 Νοεμβρίου 2017

* ΠΑΡΙΣΙ *






Πρώτες ώρες στο Παρίσι, ο ταξιτζής από το Αλγέρι έκανε τα στενά φύλλο και φτερό και την διαδρομή εμπειρία. Αμάσητα κατεβάσαμε τα λεπτά και να έχουμε καλοπιάσει την κουβέντα για το Οράν, να κάνουμε φίλο τον πειρατή με απώτερο σκοπό την επιβίωση. Παρά τις αρνητικές προβλέψεις όμως, φτάσαμε σώοι στην Βαστίλη απ' όπου ως γνωστόν ξεκίνησαν όλα, λιμπερτέ, εγκαλιτέ, φρατερνιτέ διότι μπούχτισε το παντεσπάνι ο λαός και είπε να το γυρίσει σε ψωμί. 







Εμείς βέβαια ήρθαμε στην πόλη  για να πετύχουμε την αντανάκλαση του φωτός στις τσίγκινες στέγες. Αυτές τις πληροφορίες είχαμε και πιάσαμε δωμάτιο κοντά στο Μαραί, που όσο να΄ναι έχει μια καλλιτεχνική επίστρωση βγάζοντας σκηνές από φουλ ιμπρεσιονισμό. Στην Πλατεία των Βοσγίων μια μεσήλιξ ανθοπώλισσα πουλάει ματσάκια μιγκέ ενώ απέναντι  το κορίτσι του βιβλιοπωλείου περνάει το δρομάκι κρατώντας ένα μπουκέτο πασχαλιές. Γουί γουίλ ολγουέις χαβ Πάρις δηλαδή.

Κάτω από τον παριζιάνικο ουρανό άνοιξε τα φτερά του ένα τραγούδι, λέει η Πιαφ, κι εμείς το ίδιο, γι΄ αυτό πήραμε κατεύθυνση προς την Σαιν Ζερμαίν, βόλτα στα στέκια του Σαρτρ για το σχετικό ρισπέκτ. Στο Καφέ ντε Φλορ με θέα το μαγάλο βουλεβάρτο, μάθαμε ότι οι αχανείς λεωφόροι άνοιξαν για να μπορεί ο Ιαβέρης να κυνηγάει με την άνεσή του τον Γιάννη Αγιάννη και να μην τον τρώνε τα σοκάκια. Βέβαια μετά τον έφαγαν οι τύψεις αλλά ας όψεται ο Ουγκώ με τους Αθλίους του.








Δώδεκα νταν καθίσαμε στο ντε Φλορ, ώρα για το μεσημεριανό, ο καφές δεν σερβίρεται σκέτος από τώρα κι έπειτα, όχι στα πάτρια που το ρόφημα είναι ολ ντέι κλάσικ, με τα γνωστά αποτελέσματα. Όμως ο άνθρωπος είναι οι επιλογές του, έγραψε ο Σαρτρ, γι αυτό κι εμείς παραγγείλαμε κροκ μεσιέ, αβγόφετες δηλαδή για την πρωτεΐνη γιατί η μέρα ήταν μακριά και δεν είχαμε εξασκηθεί και στο μετρό.






Αφήνοντας τις καμπαρντίνες να λιάζονται κομψά στις καρέκλες τους, βγήκαμε ξανά στο δρόμο για το χάζεμα, ώσπου βρεθήκαμε στην Ποντ ντε Αρτ, την γέφυρα με τα λουκέτα. Για μια στιγμή απορήσαμε αλλά μας είπαν ότι επρόκειτο για κλειδωμένες ιστορίες αγάπης που ζήτημα χρόνου, θα το ρίξουν το γεφύρι διότι όλοι ξέρουμε ότι ο έρωτας είναι βαρέα και ανθυγιεινά.





Κι εκεί που μετράγαμε κλειδωνιές αποκαλύφθηκε μπροστά μας η Παναγία των Παρισίων. Έτυχε να έχει βάρδια και ο Κουασιμόδος και η καμπάνα ήχησε εντυπωσιακά, υπόκωφα της ανατριχίλας, αλλά τα τέρατα στις υδρορροές αδιάφορα. Απέξω κοσμοσυρροή, μέσα οι παπάδες κι εμείς συνεχίσαμε παραποτάμια με το βλέμμα στον Μανέ που ζωγράφιζε τους βαρκάρηδες του Σηκουάνα.

Στο μουσείο Ορσέ, η ουρά στημένη και ο γάλλος επί της υποδοχής ευγενέστατος να πασχίζει με τα αγγλικά του με τις παριζιάνικες περικοκλάδες κι εμείς όλο μερσί και παρντόν. Τι χαρά, με τα νούφαρα και τις μπαλαρίνες και τον Γκωγκέν με το βαθύ χρώμα, δεν ήταν και λίγο να έχουμε μπροστά μας ολοζώντανο το αποτύπωμα του ζωγράφου.


Βραδάκι πια, πλούσιοι σε εικόνες και σουβενίρ, καταλύσαμε στο μπιστρό της περιοχής για εσκαργκό ντε μπουργκινιόν, ασκήσεις θάρρους δηλαδή. Διότι αυτά τα σαλιγκάρια με το κρασάκι τους έρχονται με τα εργαλεία του χειρούργου, μπον απετί σου λέει το γκαρσόν και σε αφήνει να παραδέρνεις ώσπου να πετύχεις τον μεζέ. Ο μον ντιε.

Όμως όταν όλα μπορούν να τακτοποιηθούν με μερικές αχτίδες του καλοκαιρινού ουρανού, το ακορντεόν ενός βαρκάρη, όταν η ελπίδα ανθεί στον παριζιάνικο ουρανό, δεν μένει τίποτα να προσάψουμε στην μέρα. 


Χαρά Γιαννοπούλου