Λίγο πριν μπει ο Αύγουστος, η πόλη ζεματάει, εγώ τρώω καρπούζι στο χωράφι του παιδικού μου καλοκαιριού στην Πελοπόννησο και πιάνω την ιστορία από κει που την άφησα.
Τα μεσημέρια της υποχρεωτικής σιέστας λοιπόν. Την ώρα που στην αυλή οι μύγες έκαναν πτήσεις πάνω από το πλαστικό τραπεζομάντηλο, εμείς δεν έπρεπε να βγάζουμε κιχ μέσα από τα σεντόνια μας που τα ανεβάζαμε πάνω από το κεφάλι για να πνίγουν τους ψιθύρους μας. Ήταν καταναγκαστικό έργο ο μεσημεριάτικος ύπνος που άρεσε τόσο στους μεγάλους ώστε να πιστεύουν ότι είχαμε το ίδιο γούστο. Αλλά τώρα που το σκέφτομαι, μάλλον μας υπέβαλλαν σε αυτή τη δοκιμασία για να κάνουν διάλειμμα από το παιδικό μας περαδώθε που βούιζε σαν μέλισσα γύρω από το δικό τους καλοκαίρι. Ίσως ο μόνος τρόπος να έρθουμε σε συμβιβασμό με αυτή τη χαμένη ώρα θα ήταν να την περνούσαμε στην τραγάτα που υψωνόταν στην αυλή του μικρού θείου δίπλα στο σπίτι της γιαγιάς. Η τραγάτα ήταν ένας αυτοσχέδιος πύργος από καλαμιές με στέγαστρο για τον ήλιο, στην οποία ο αδελφός της μαμάς ανέβαινε από μια ξύλινη σκάλα. Από κει πάνω βίγλιζε τα χωράφια του όταν δεν κοιμόταν τα μεσημέρια, ενώ τη νύχτα χωρίς αμφιβολία ήταν πιο κοντά στα αστέρια από μας.
Στο μεταξύ κατέφτανε το απόγευμα, που οι μεγάλοι ήταν πια ξεκούραστοι, και τότε όλος ο θίασος φορτωνόταν στην καρότσα του τρακτέρ και ξεκινούσαμε για τη θάλασσα. Για να φτάσουμε στην ακτή έπρεπε να διασχίσουμε το δαιδαλώδες πευκοδάσος της Στροφυλιάς που αντιστέκεται μέχρι σήμερα και απέχει από τη Νέα Μανολάδα, το χωριό δηλαδή, κοντά τρία χιλιόμετρα.
Πάντα είχα την απορία πώς ο μικρός θείος δεν μπερδευόταν με τόσες διακλαδώσεις και κορμούς που φύτρωναν ξαφνικά στο δρόμο μας. Όταν φτάναμε στην παραλία κατασκονισμένοι και αναμαλλιασμένοι μας περίμενε μια ρηχή διάφανη θάλασσα αν βέβαια βγάλουμε από την εικόνα τα φύκια στην ακτή. Τα φύκια κολλούσαν με επιμονή στα πόδια μας και χρειαζόταν να στεγνώσουν για να διώξουμε από πάνω μας αυτές τις ενοχλητικές σερπαντίνες.
Τα πεύκα πλησίαζαν τη θάλασσα και αποκάλυπταν ένα μικρόκοσμο από οικογένειες που παραθέριζαν με στρατιωτικές σκηνές και όλη τους την οικοσκευή ενώ στην άκρη της παραλίας υπήρχε κι ένα εγκαταλειμμένο παλιό ξενοδοχείο, απομεινάρι των ιαματικών λουτρών της περιοχής, που μάζευε στα διαμπερή δωμάτια με τα πορτοπαράθυρα ξηλωμένα, κατοίκους από τα διπλανά χωριά. Ήταν ένα πολύχρωμο σκηνικό αυτό με τα μπανιερά κρεμασμένα σε μπουγαδόσκοινα και τις πετσέτες θαλάσσης απλωμένες στις ασπρισμένες μάντρες. Έμοιαζε με Κυκλαδονήσι πριν το σαρώσει ο τουρισμός, αυτό το χάλασμα που όταν φθινοπώριαζε επέστρεφε στη μοναχική ζωή με τα παράθυρά του να χάσκουν σαν ανοιχτά στόματα περιμένοντας μια φιλική κουβέντα. Η εγκατάλειψη αυτή μου έφερνε πάντα μια ανατριχίλα καθώς σκεφτόμουνα πως το ξενοδοχείο ήταν σπίτι για τους πνιγμένους από χρόνια συγχωριανούς που ίσως έβγαιναν τα βράδια από το νερό για να στεγνώσουν τα ρούχα τους και να τινάξουν από πάνω τους την αγωνία να σωθούν.
Εμείς πάντως στα βαθιά δεν μπαίναμε γιατί η μαμά δεν ήξερε καλό κολύμπι και τρόμαζε με το παραμικρό. Φορούσε πάντα ένα σκουφί θαλάσσης με ανάγλυφες μαργαρίτες για να μη βρέχει τα μαλλιά της και δεν σήκωνε κουβέντα όταν αρνιόμασταν να φορέσουμε κι εμείς τα δικά μας. Ήταν μεγάλο βάσανο για κείνη να χρειάζεται να λούσει και τα μαλλιά μας εκτός από το μπάνιο που μας έκανε κάτω από τη βρύση στην αυλή. Με τόσους περιορισμούς δεν την αγαπήσαμε τη θάλασσα, μέχρι που ήρθε στην οικογένεια η μικρή μας αδελφή. Σαν γεννημένη στο νερό, βουτούσε από τις βάρκες και δεν έβγαινε στη στεριά παρά μόνο όταν το ασπράδι των ματιών της γινόταν κόκκινο. Ξανοιχτήκαμε τότε κι εμείς, μας είχε κάνει κολυμβήτριες και ο μπαμπάς κι έτσι απομακρυνόμαστε από τις ηλικιωμένες γυναίκες που άραζαν στα ρηχά με τις μαύρες κομπινεζόν και τα ψάθινα καπέλα τους για να ασκήσουν την τέχνη τους στο κοινωνικό σχόλιο.
Αν όμως με τη θάλασσα δεν τα είχαμε τόσο καλά, με τη στεριά τα πράγματα ήταν διαφορετικά. Με το σούρουπο περνούσαμε τις γραμμές για να αγοράσουμε παγωτό από το μοναδικό περίπτερο του χωριού ενώ στην αυλή της γιαγιάς μαζευόταν σιγά σιγά η γυναικοπαρέα. Έκανε γκλιγκ το ζεμπερέκι της πόρτας και έμπαινε η κουστωδία, η Σοφία η δασκάλα, το πρώτο κορίτσι στο προσφυγοχώρι που πήγε στο γυμνάσιο, η Κατίνα που ο άντρας της ήταν καπετάνιος και σε μια άλλη ζωή ίσως σταρ του σινεμά, η Γιώτα η μοδίστρα και η Βγένω από απέναντι, η ωραία τσιγγάνα με τις μακριές κοτσίδες που τις τύλιγε στεφάνι γύρω από το κεφάλι της. Την είχε κλέψει ο άντρας της, ένας ψηλός, ξανθός ντόπιος, γιατί δεν του έδιναν συγκατάθεση για το γάμο. Αυτή η γυναίκα είχε μια ευγενική φυσιογνωμία κόντρα στα σκληρά πρόσωπα που έβλεπα τριγύρω και καθόταν συνήθως με τα πόδια ανοιχτά κάτω από το μακρύ φουστάνι. Με τη ζέστη έλυνε το μαντήλι της και τότε αποκαλύπτονταν τα κορακάτα μαλλιά της κάνοντας τη μαμά να απορεί που στην ηλικία της δεν είχε ούτε μια άσπρη τρίχα, ενώ η καημένη η μάνα μας είχε ξεκινήσει τις βαφές από τα τριάντα. Σε αυτές τις μαζώξεις πολλά λέγονταν με ψιθύρους γιατί ήμασταν κι εμείς παραδίπλα ενώ το παραμικρό είχε τη σημασία του. Τα κρωξίματα των πουλιών, τα όνειρα και καμιά άστοχη κουβέντα που τις έκανε να φτύνουν δεξιά και αριστερά στον αέρα, έδιναν ένα μυστηριακό τόνο σε αυτό το νυχτερινό καθαρτήριο.
Το χωριό όμως έμελλε να αποκτήσει και ευρωπαϊκό αέρα με την εμφάνιση των Ολλανδών. Οι Ολλανδέζοι, όπως τους αποκαλούσαν οι συγχωριανοί, ήταν μια οικογένεια με δύο παιδιά, ο Τζώρτζης, ένας βίκινγκ, με ξανθό μουστάκι και το πιο γλυκό χαμόγελο που είχα δει, η Μάρια, μια ψηλή, ηλιοκαμένη γυναίκα, τα δυο τους παιδιά, μεγαλύτερα και ομορφότερα από μας και ο θηριώδης μαλλιαρός σκύλος τους ο Άρης. Είχαν έρθει στην Πελοπόννησο με προτροπή ενός φίλου τους από το χωριό που είχε διατελέσει κάτι χρόνια ναυτικός. Το βανάκι τους ήταν στημένο στο διπλανό οικόπεδο και είχαν πιάσει φιλίες με όλους, πιο πολύ όμως με τον μικρό θείο που είχε κάνει ένα φεγγάρι στη Βραζιλία. Μέχρι μάλιστα να θυμηθεί τα κουτσοαγγλικά του προσπαθούσε να μάθει το όνομα του Τζώρτζη βουτώντας ψωμί μέσα στο ποτήρι με το κρασί για να αναπαραστήσει το μυστήριο της βάφτισης.
Οι Ολλανδοί ήταν σαν πλάσματα εξωτικά σε αυτή τη γωνιά της γης που όλοι ήταν μαυριδεροί από την ολοήμερη δουλειά στα χωράφια και οι παλάμες τους ήταν πράσινες από τη συγκομιδή της ντομάτας. Αυτοί ήταν φρέσκιοι και ροδοκόκκινοι από τον ήλιο και τα παιδιά τους είχαν κάτι ωραία ξανθά μαλλιά, αεράτα, όχι σαν τους καστανούς θύσανους που είχαμε εμείς στο κεφάλι και τα φριχτά κουρέματα που μας υπέβαλλαν οι κομμώτριες της εποχής.
Τα βράδια τους άρεσε να τα περνούν στην μοναδική ταβέρνα του χωριού με την μεγάλη μουριά, την ασβεστωμένη πίστα και το τζουκ μποξ. Εκεί ο Τζώρτζης συνήθιζε να παραγγέλνει σουβλάκια για τον Άρη, σκανδαλίζοντας τους χωρικούς που θεωρούσαν ιεροσυλία να χαραμίζει κανείς τέτοια λιχουδιά για ένα σκύλο. Του έβαζαν τις φωνές μισοαστεία μισοσοβαρά κι εκείνος γελούσε με τα κάτασπρα δόντια του κι ενώ δεν καταλάβαινε τη γλώσσα ήξερε ότι το χωριό ήταν αντίθετο σε τέτοιες συνήθειες αλλά ταυτόχρονα τον αγαπούσε κιόλας. Σε τέτοια μέρη τα ζώα ήταν μόνο για τη δουλειά και την παραγωγή και τα φρόντιζαν επειδή ήταν χρήσιμα. Σκληρή ζωή, σκληροί άνθρωποι.
Εκτός από το βαν τους οι Ολλανδοί είχαν και φωτογραφική μηχανή και μας έβγαζαν συχνά φωτογραφίες. Τις εμφάνιζαν σε μεγάλο μέγεθος και μας τις ταχυδρομούσαν, ασπρόμαυρες, ολοζώντανες σχεδόν κι ας μην μπορούσε να δει κανείς ότι το φουστάνι της μαμάς ήταν πράσινο με κίτρινες μαργαρίτες και το δικό μου ροζ. Και η γιαγιά ήταν ασπρόμαυρη με τα γυαλιά της, το ένα θαμπό για τον καταρράκτη, και τα ξαδέλφια μου, γελούσαν κι αυτά ασπρόμαυρα με τα ξυρισμένα τους κεφάλια και η μεγάλη μου αδελφή πάντα με το ντροπαλό της βλέμμα και ο αδελφός της μαμάς, κάτισχνος με το τσιγάρο στο χέρι και τα μάτια μισόκλειστα από την αντηλιά.
Και κάπως έτσι περνούσαμε στην μετά εποχή, όταν κατέβαινε ο μπαμπάς στο χωριό να κάνει κι αυτός διακοπές. Τώρα πηγαίναμε για μπάνιο οικογενειακώς με το φορτηγό και μπαίναμε στη θάλασσα κάτω από το αυστηρό του βλέμμα που γύριζε σαν περισκόπιο όλη την παραλία. Μισή ώρα το απόγευμα ήταν ο ανώτερος χρόνος παραμονής και ύστερα γραμμή για το χωριό. Δεν ήταν μέρες κοινωνικοποίησης τότε, αλλά για καλή μας τύχη την ίδια εποχή κατέβαιναν και οι Αθηναίοι συγγενείς για να ξεκαλοκαιριάσουν. Έτσι ο μπαμπάς έπαιρνε το βαρύ του βλέμμα από τις ασχολίες μας και περνούσε τη μέρα του στο καφενείο αγορεύοντας και αναλύοντας την πολιτική κατάσταση.
Κανονίζονταν όμως και εκδρομές στις γύρω περιοχές, στην Ολυμπία που η θεία Ν δεν έβλεπε τίποτα άλλο παρά μόνο αγκωνάρια, στην Κυλλήνη για να βουτήξουμε στην ιαματική λάσπη, στο Δυρό που η θεία Μ τρόμαζε κάθε φορά που η βάρκα ακουμπούσε τα τοιχώματα, στην Πάτρα για να δούμε το Ρολόι, στα τοπικά πανηγύρια με το ψητό στη λαδόκολλα και τα ηχεία στο τέρμα. Ήμασταν τότε μια ανάμικτη παρέα μικροί και μεγάλοι, είχαμε τόσα να δούμε και τόσα χιλιόμετρα να διανύσουμε και τόσα να πούμε που το βλέμμα του μπαμπά δεν έπεφτε πάνω μας και απολαμβάναμε να είμαστε αόρατες.
Για το τέλος αφήνω μια από τις μεγαλύτερες χαρές του καλοκαιριού που παραμένει ακόμα ζωντανή χωρίς να έχει εποχή. Στο κεφαλοχώρι της περιοχής υπήρχε ο τόπος των ονείρων, το πρακτορείο τύπου. Ίσως επειδή στον μπαμπά άρεσε το διάβασμα, δεν μου χαλούσε χατίρι όταν του ζητούσα να περάσουμε από κει. Μου άρεσε η μυρωδιά του χαρτιού όταν έμπαινα μέσα να διαλέξω περιοδικά και βιβλία τσέπης από τις στοίβες που είχαν γεμίσει το πάτωμα. Μετά έπαιρνα το θησαυρό μου πίσω στο χωριό και διάβαζα με οικονομία για να μην τελειώσει γρήγορα. Πρόσεχα να μην τσαλακώνω τα εξώφυλλα και μαζί με την μεγάλη μου αδελφή βάζαμε χρώμα στις ασπρόμαυρες σελίδες από τα κόμικς.
Η φαντασία μου με πήγαινε μακριά τότε αλλά και τώρα δουλεύει ακόμα, κάνει διαδρομές μέσα σε αυτό το ζεστό καλοκαίρι που μας δίνει θάλασσες και γεμάτα φεγγάρια και έρωτες με αντάλλαγμα την επιβίωσή του. Θέλει κι αυτό ένα χεράκι για να διατηρήσει τον μύθο του..
Χαρά Γιαννοπούλου