Η Ρομίλντα έφτιαξε τον μύθο της μέσα από
κάτι μποέμικα καλοκαίρια που ταξιδεύαμε κατάστρωμα, αναμαλλιασμένοι από τον
αέρα τον πελαγίσιο, περιμένοντας να φανεί το νησί των ονείρων μας. Την αλήθεια
την ξέραμε, θα μας έβγαζε την ψυχή, όμως όλα για τον απόπλου και βλέπαμε μετά.
Ο Πειραιάς ξεθώριαζε στο βάθος, και ζήτω η ελευθερία συνταξιδιώτες γλάροι.
Τα μακρινά ταξίδια, Αμοργός, Σαντορίνη,
Αστυπάλαια, τα κάναμε βράδυ για να πάρουμε τις διακοπές από την αρχή. Εφτά το
απόγεμα στο λιμάνι λαοσύναξη και μετά οχτώ, δέκα, δώδεκα ώρες για το τελευταίο
λιμάνι και χαρά στο κουράγιο μας. Πιάναμε πάντα τρίτη θέση, κατάστρωμα
δηλαδή, θεωρείο, και βολευόμασταν, ας το πούμε έτσι, στα παγκάκια για τη
νύχτα της μεγάλης υπομονής. Ύστερα σηκωνόταν η μπουκαπόρτα και άναβαν τα
τσιγάρα με θέα το ηλιοβασίλεμα.
Εδώ στα ψηλά περνούσαμε σε κοινοβιακή
διάθεση. Τα μεγάφωνα ζητούσαν να κατεβάσουμε τα μπαγκάζια από τους πάγκους, και
πάνω εκεί βρισκόμασταν ξαφνικά μούρη με μούρη με τον εγγλέζο τουρίστα. Άνθιζε η
πολυπολιτισμικότης εδώ πάνω, περικυκλωμένοι από την λιγκουαφόν, μόνο κάτι
Νάξος, Πάρος και Ίος πετάγονταν εδώ κι εκεί. Μαζί έμπαιναν και τα μεγάλα
υπαρξιακά ερωτήματα, από πού έρχεστε και πού πάτε, σε όλες τις γλώσσες. Χλωμά
πρόσωπα εμείς, ψημένοι αυτοί από τον ήλιο της Αθήνας. Οι Φράγκοι στο Αιγαίο,
μεγάλη ιστορία.
Όσο προχωρούσε η ώρα, η υγρασία έβγαζε
την μυρωδιά της λαδομπογιάς ανακατεμένης με τον θαλασσινό αέρα που όσο να΄ ναι
δεν ήταν για στομάχια με ευαισθησίες. Η καντίνα είχε ήδη ανάψει φώτα για να
σερβίρει καφέ βαπορίσιο, αδόκιμος όρος ο φρέντο, και μπαγιάτικο σάντουιτς. Οι
μηχανές βούιζαν σταθερά, το φουγάρο κάπνιζε από πάνω μας και γύρω ένα μπέρδεμα
από γέλια, καμιά κιθάρα, και την λογοδιάρροια των ισπανών.
Σιγά σιγά το βράδυ γινόταν νύχτα και πού
να κοιτάξεις από την κουπαστή, άβυσσος η ψυχή της θάλασσας, ευτυχώς άσπριζε το
κύμα. Άραγε τι θερμοκρασία να έχει το νερό, έτσι, για την περίπτωση που..Καθώς
η πελαγίσια δροσιά γινόταν κρύο, ξεδιπλώναμε τα σλήπινγκ μπαγκ. Σε χρόνο
μηδέν χωνόμαστε όλοι στις κάψουλες σ΄ ένα θέαμα λαϊκού υπνωτηρίου με κοινό
όνειρο. Όχι βέβαια ότι κοιμόμασταν μακάριοι, κάθε τόσο έβγαινε στα μεγάφωνα μια
φωνή χωρίς χρώμα για τις αναγγελίες αποβίβασης. Ήταν όμως μια παράξενη αίσθηση
συντροφικότητας, όλοι μαζί θαλασσοδαρμένοι, αλατισμένοι, εξαγνισμένοι από τη
θάλασσα, μια αίσθηση ελευθερίας στη μέση του πουθενά.
Στην Σύρο φτάναμε την καλύτερη ώρα, το
νησί ξύπνιο, κατάφωτο, σκέτο κάδρο, στην Πάρο χαμήλωναν οι τόνοι. Στην άγονη
γραμμή πάλι, δύο, τρεις το πρωί, έρημο το λιμάνι. Μέσα στην απαλοσύνη της
νυχτιάς, κατέβαινε η άγκυρα με την αλυσίδα της να γδέρνει τα αυτιά μας. Στην
προκυμαία ο λιμενικός και ένας σκύλος επί της υποδοχής.
Ξημερώματα πια, όλοι είχαμε γίνει
πράσινοι από την αϋπνία αλλά τι ήταν εκείνες οι ανατολές που μας έβαφαν στα
χρυσά και τι προνόμιο να τις βλέπουμε θαλασσοπόροι. Εντάξει, το παραδέχομαι,
μετά ανέβαινε ο ήλιος και το πλαστικό στέγαστρο γινόταν ηλιακός θερμοσίφωνας. Η
Ρομίλντα αγκομαχούσε με ρυθμό νανουριστικό, κόντευε μεσημέρι, η στεριά είχε
φανεί από ώρα αλλά το καράβι σαν σταματημένο. Πώς έλεγε ο Ξενοφώντας θάλαττα
θάλαττα, εμείς το ανάποδο. Στο τέλος, σαν από θαύμα, είχαμε περάσει και από
Τήνο, το καράβι έδενε με όλες τις τιμές.
Είχε μια ηρωική χροιά το ταξίδι με την
πολυχρονεμένη, εξακριβωμένο αυτό, και η αποβίβαση ήταν μια νίκη πάνω στα
στοιχειά της ακτογραμμής. Αλλά μήπως και τα στοιχειά δεν είναι μέρος του
παραμυθιού;
Χαρά Γιαννοπούλου