Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Πάρος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Πάρος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τετάρτη 15 Σεπτεμβρίου 2021

* ΠΑΡΟΣ *

 



Καθώς το αμάξι κατευθύνεται στον Δρυό με αφετηρία την Αγκαιριά, υπάρχει ένα σημείο στην διαδρομή απ΄ όπου μπορεί κανείς να δει το νησί από ψηλά. Δεν έχει βλάστηση εδώ, ξερότοπος είναι, έτσι κι αλλιώς ξέρουμε ότι το πράσινο δεν ορίζει την Πάρο. Η ώρα είναι τελειωμένο μεσημέρι προς απόγεμα. Στο βάθος φυτρώνουν μια σειρά ασπρισμένα σπιτάκια στη μέση μιας άνυδρης πεδιάδας με δυο τρεις ρίγες από ελιές. Αυτή η λιτότητα του τοπίου τραβάει αμέσως το βλέμμα και σε πείθει χωρίς κόπο ότι φτάνει και περισσεύει για να ανοίξει η καρδιά σου σαν ντόπιο σύκο. Και μετά είναι η θάλασσα, βαθιά μπλε, γεμάτη, αστραφτερή σα γυαλάκι, που δεν ξέρεις πώς να τη χαρείς. Και σα να μη μπορεί να υπάρξει το ένα χωρίς το άλλο, έρχονται όλα σε αρμονία, το λευκό, η θάλασσα, η γη και το φως της μέρας. Αυτή είναι η Πάρος και είναι αρκετή.


Δεκατέσσερις  χιλιάδες μόνιμοι κάτοικοι στο νησί, εκατόν τριάντα πέντε χιλιάδες πάτησαν το λιμάνι φέτος τον Αύγουστο. Ο τόπος έχει πέραση αλλά είναι μια σταλιά και ο τουρισμός επελαύνει σαν το λίβα που καίει τα σπαρτά. Τα ξενοδοχεία όλο και κατεβαίνουν στις ακτές, πολλά έχουν ήδη φτάσει, έχουν φυτέψει γκαζόν για καθαρές πατούσες και φροντίζουν να αλλάζουν το νερό της πισίνας τακτικά.



Τώρα όμως είναι Σεπτέμβρης και το νησί βγάζει σιγά σιγά από πάνω του την κούραση του καλοκαιριού. Αλαφρώνει ο τόπος. Στην πανσιόν, στην Αλυκή, η Κατερίνα μας λέει πως ο καιρός θα κάνει την επανάστασή του για λίγο, και ύστερα αρχές Οκτώβρη θα γλυκάνει και θα συναντηθούν στις παραλίες οι συντοπίτες για τα καλύτερα μπάνια της χρονιάς. Στο περιβόλι τα ρόδια γίνονται, τα ροδάκινα βαραίνουν τα κλαδιά και οι ιβίσκοι βγάζουν φωτιές. Το απόγεμα είναι θορυβώδες μόνο γιατί οι χήνες λίγο πιο κάτω είναι βροντόφωνες. Ο καφές έχει την ίδια γεύση όπως στην Αθήνα αλλά το φλυντζάνι έχει φόντο τις ελιές και αλλάζει άρδην την προοπτική αυτής της καθημερινής συνήθειας.  Σε λίγο θα φανεί η δύση και αργότερα όταν πέσει το βράδυ, το χωριό ως έξτρα παροχή θα μας χαρίσει  μια μεγαλειώδη αστροφεγγιά.


Μια μέρα μετά, ανηφορίζουμε για τη Μάρπησσα. Εδώ είναι ήσυχα, ντόπιοι δεν φαίνονται, μόνο καναδυό ζευγάρια τουριστών περνούν μαζί μας καταστέγια και σοκάκια. Μέσα από τα στενά που έφτιαξε ο φόβος του πειρατή, βγαίνουμε στην πλατεία Χριστού. Έχουμε ήδη εντοπίσει εκκλησάκια κρυμμένα και φανερά, να ξεφυτρώνουν από παντού, πάλλευκα υπό τον ήλιο, ζωσμένα από βουκαμβίλιες, ένα βήμα από τα σπίτια. Ο οικισμός είναι όμορφος, καλή πρόγευση για τη συνέχεια, διότι η μέρα έχει τουρ και το νησί έχει να μας δώσει ακόμα.





Συνεχίζουμε για τις Λεύκες, ανεβαίνουμε το βουνό δηλαδή καθώς ο οικισμός είναι ο ψηλότερος του νησιού. Στην πλατεία, στο έμπα του χωριού, η θέα φτάνει μέχρι τη θάλασσα. Στα δεξιά μας βλέπουμε το ωραίο δημοτικό σχολείο και λίγο πιο κάτω τι έκπληξη, μας περιμένει Το Σπίτι της Λογοτεχνίας. Η ιδέα μιας στέγης για συγγραφείς και μεταφραστές δεν είναι κάτι που συνηθίζεται στην ελληνική επαρχία. Ως φαίνεται όμως, υπάρχει σπόρος εδώ και για άλλα πράγματα πέρα από τον τουρισμό χωρίς όριο.  Συνεχίζοντας, το χωριό αρχίζει να παίρνει τα σκαλιά προς τα κάτω, καθότι αμφιθεατρικό και μας βγάζει στην κεντρική πλατεία που ορίζεται από το νεοκλασικό σπίτι με την κίτρινη πρόσοψη και τα γαλάζια αετώματα. Ένα μεγάλο πεύκο ισκιώνει τα δυο τρία καφέ και το χρώμα σπάει για λίγο το πανταχού παρόν λευκό του τόπου. Αίφνης, το μάτι μας πιάνει μια ηλικιωμένη μαυροντυμένη γυναίκα που κάνει χρέη σερβιτόρας. Η κυρία Μαρία βγαίνει από το μαγαζί της, Τα  Μαγκαλάκια, με το δίσκο στο χέρι και καθόλου δεν φαίνεται να την απασχολεί που δεν είναι τυπικό δείγμα του επαγγέλματος. Ακουμπάει τους παγωμένους καφέδες στα τραπέζια και επιστρέφει για να πάρει την επόμενη παραγγελία. Η παρέα δυσανασχετεί στο θέαμα μιας γυναίκας που θα έπρεπε να απολαμβάνει τη σύνταξή της αλλά η δική μου εντύπωση είναι πως με αυτόν τον τρόπο κάνει το  πάρε δώσε με τη ζωή.





Αφήνοντας τις Λεύκες , κατηφορίζουμε προς τη θάλασσα και ήρθε η ώρα να ομολογήσω τι λάτρεψα στη Νάουσα. Στο λιμανάκι που ως γνωστόν έχουν κάνει κατάληψη οι ταβέρνες, τα εστιατόρια και τα μπαρ, προς τη μεριά που είναι τα ερείπια του κάστρου, η θάλασσα σπάει το αφρισμένο κύμα με μανία πάνω στη στεριά. Σε τραβάει να πλησιάσεις και μόλις το κάνεις, σκάει επάνω σου το νερό κι ύστερα μαζεύεται πίσω για την επόμενη επίθεση. Εσύ δεν έχεις παρά να ενδώσεις, οικειοθελώς κιόλας γιατί δεν είναι να αφήνεις καμία ευκαιρία για χαρά στον καιρό που ζούμε. Τώρα θα μου πείτε, το μέρος είναι για ρομαντικά δείπνα και ποτάκι αλλά δείτε και τη δική μου εκδοχή, πόσες ευκαιρίες έχουμε για τέτοιες αποκοτιές. Την ίδια ώρα, τα χταπόδια ξεραίνονται στον ήλιο καθώς ο άγιος Νικόλας ετοιμάζει γάμο νησιώτικο.





Η μέρα της αναχώρησης για Πειραιά φτάνει αλλά η μισή είναι της Παροικιάς. Στο μύλο στο λιμάνι, που όσοι έχουν έρθει στην Πάρο έχουν κλέψει και μια φωτογραφία, μαζεύονται οι πρωινοί για αναχώρηση. Την ίδια ώρα εμείς βρισκόμαστε στον περίβολο της Εκατονταπυλιανής, μιας από τις ωραιότερες εκκλησίες που έχω δει, γυμνής σχεδόν από τοιχογραφίες με μια λιτότητα καθηλωτική. Υπάρχει μεγαλοπρέπεια, όμως εκλείπουν οι υπερβολές. Τη λένε και Καταπολιανή. Ανάλογα με το μύθο που ακολουθεί κανείς, διαλέγει και το όνομα. Κατά την πόλη ή ενενήντα εννέα πύλες φανερές και η εκατοστή κρυφή μέχρι να πάρουμε την Κωνσταντινούπολη.







Εμείς πάντως παίρνουμε τα σοκάκια της Παροικιάς που ως γνήσια πρωτεύουσα έχει και το βουητό της. Ευτυχώς, στο αποκαλόκαιρο, δεν συντρέχει λόγος για λαχανιάσματα κι έτσι ο οικισμός είναι ανθρώπινος. Εδώ, πάνω στο μέσα-έξω τα στενά, ανακαλύπτουμε και το κάστρο. Χτίστηκε επί Μάρκου Σανούδου, δούκα της Νάξου, διάσημου στις Κυκλάδες του μεσαίωνα.  Ο Ενετός χρησιμοποίησε στην κατασκευή κομμάτια από αρχαίους ναούς και άθελά του έδωσε μια ιδιότυπη ομορφιά στο έργο. Βέβαια με αυτή του την ιδέα εξαφάνισε αρχαιότητες μεγάλης σημασίας αλλά ο άνθρωπος σταυροφόρος ήταν με αδυναμία στο Αιγαίο. Για να μην του χαλάνε μάλιστα την ησυχία οι πειρατές, έχτιζε κι από ένα κάστρο σε κάθε νησί για να ερχόμαστε εμείς σήμερα να θαυμάζουμε την κληρονομιά.

Όλοι ξέρουμε όμως ότι τα κάστρα πέφτουν από μέσα κι έτσι αιώνες μετά, οι ντόπιοι κατάφεραν να κατεβούν στη θάλασσα για να πανηγυρίσουν την καινούρια τους ζωή. Διαλύθηκε το δουκάτο και οι πειρατές έχουν να φανούν στο Αιγαίο εκατονταετηρίδες τώρα, αλλά μισό λεπτό, βλέπω τη σημαία τους να ανεμίζει ξανά στον ιστό. Οι καινούριοι έχουν αλλάξει γκαρνταρόμπα και λυμαίνονται το νησί από τα γραφεία τους. Ούτε η αρμύρα τους τρώει ούτε η άμμος τους γαργαλάει.

Αλλά και τι ξέρουν αυτοί από θάλασσα..

 


 

Χαρά Γιαννοπούλου



Κυριακή 25 Ιουνίου 2017

* ΤΑ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙΑ ΜΕ ΤΗ ΡΟΜΙΛΝΤΑ *









Η Ρομίλντα έφτιαξε τον μύθο της μέσα από κάτι μποέμικα καλοκαίρια που ταξιδεύαμε κατάστρωμα, αναμαλλιασμένοι από τον αέρα τον πελαγίσιο, περιμένοντας να φανεί το νησί των ονείρων μας. Την αλήθεια την ξέραμε, θα μας έβγαζε την ψυχή, όμως όλα για τον απόπλου και βλέπαμε μετά. Ο Πειραιάς ξεθώριαζε στο βάθος, και ζήτω η ελευθερία συνταξιδιώτες γλάροι.


Τα μακρινά ταξίδια, Αμοργός, Σαντορίνη, Αστυπάλαια, τα κάναμε βράδυ για να πάρουμε τις διακοπές από την αρχή. Εφτά το απόγεμα στο λιμάνι λαοσύναξη και μετά οχτώ, δέκα, δώδεκα ώρες για το τελευταίο λιμάνι και χαρά στο κουράγιο μας. Πιάναμε πάντα τρίτη θέση, κατάστρωμα δηλαδή,  θεωρείο, και βολευόμασταν, ας το πούμε έτσι, στα παγκάκια για τη νύχτα της μεγάλης υπομονής. Ύστερα σηκωνόταν η μπουκαπόρτα και άναβαν τα τσιγάρα με θέα το ηλιοβασίλεμα.


Εδώ στα ψηλά περνούσαμε σε κοινοβιακή διάθεση. Τα μεγάφωνα ζητούσαν να κατεβάσουμε τα μπαγκάζια από τους πάγκους, και πάνω εκεί βρισκόμασταν ξαφνικά μούρη με μούρη με τον εγγλέζο τουρίστα. Άνθιζε η πολυπολιτισμικότης εδώ πάνω, περικυκλωμένοι από την λιγκουαφόν, μόνο κάτι Νάξος, Πάρος και Ίος πετάγονταν εδώ κι εκεί. Μαζί έμπαιναν και τα μεγάλα υπαρξιακά ερωτήματα, από πού έρχεστε και πού πάτε, σε όλες τις γλώσσες. Χλωμά πρόσωπα εμείς, ψημένοι αυτοί από τον ήλιο της Αθήνας. Οι Φράγκοι στο Αιγαίο, μεγάλη ιστορία.


Όσο προχωρούσε η ώρα, η υγρασία έβγαζε την μυρωδιά της λαδομπογιάς ανακατεμένης με τον θαλασσινό αέρα που όσο να΄ ναι δεν ήταν για στομάχια με ευαισθησίες. Η καντίνα είχε ήδη ανάψει φώτα για να σερβίρει καφέ βαπορίσιο, αδόκιμος όρος ο φρέντο, και μπαγιάτικο σάντουιτς. Οι μηχανές βούιζαν σταθερά, το φουγάρο κάπνιζε από πάνω μας και γύρω ένα μπέρδεμα από γέλια, καμιά κιθάρα, και την λογοδιάρροια των ισπανών.


Σιγά σιγά το βράδυ γινόταν νύχτα και πού να κοιτάξεις από την κουπαστή, άβυσσος η ψυχή της θάλασσας, ευτυχώς άσπριζε το κύμα. Άραγε τι θερμοκρασία να έχει το νερό, έτσι, για την περίπτωση που..Καθώς η πελαγίσια δροσιά γινόταν κρύο,  ξεδιπλώναμε τα σλήπινγκ μπαγκ. Σε χρόνο μηδέν χωνόμαστε όλοι στις κάψουλες σ΄ ένα θέαμα λαϊκού υπνωτηρίου με κοινό όνειρο. Όχι βέβαια ότι κοιμόμασταν μακάριοι, κάθε τόσο έβγαινε στα μεγάφωνα μια φωνή χωρίς χρώμα για τις αναγγελίες αποβίβασης. Ήταν όμως μια παράξενη αίσθηση συντροφικότητας, όλοι μαζί θαλασσοδαρμένοι, αλατισμένοι, εξαγνισμένοι από τη θάλασσα, μια αίσθηση ελευθερίας στη μέση του πουθενά.

Στην Σύρο φτάναμε την καλύτερη ώρα, το νησί ξύπνιο, κατάφωτο, σκέτο κάδρο, στην Πάρο χαμήλωναν οι τόνοι. Στην άγονη γραμμή  πάλι, δύο, τρεις το πρωί, έρημο το λιμάνι. Μέσα στην απαλοσύνη της νυχτιάς, κατέβαινε η άγκυρα με την αλυσίδα της να γδέρνει τα αυτιά μας. Στην προκυμαία ο λιμενικός και ένας σκύλος επί της υποδοχής.

Ξημερώματα πια, όλοι είχαμε γίνει πράσινοι από την αϋπνία αλλά τι ήταν εκείνες οι ανατολές που μας έβαφαν στα χρυσά και τι προνόμιο να τις βλέπουμε θαλασσοπόροι. Εντάξει, το παραδέχομαι, μετά ανέβαινε ο ήλιος και το πλαστικό στέγαστρο γινόταν ηλιακός θερμοσίφωνας. Η Ρομίλντα αγκομαχούσε με ρυθμό νανουριστικό, κόντευε μεσημέρι, η στεριά είχε φανεί από ώρα αλλά το καράβι σαν σταματημένο. Πώς έλεγε ο Ξενοφώντας θάλαττα θάλαττα, εμείς το ανάποδο. Στο τέλος, σαν από θαύμα, είχαμε περάσει και από Τήνο, το καράβι έδενε με όλες τις τιμές.  

Είχε μια ηρωική χροιά το ταξίδι με την πολυχρονεμένη, εξακριβωμένο αυτό, και η αποβίβαση ήταν μια νίκη πάνω στα στοιχειά της ακτογραμμής. Αλλά μήπως και τα στοιχειά δεν είναι μέρος του παραμυθιού;


Χαρά Γιαννοπούλου