Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Σύρος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Σύρος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Κυριακή 17 Σεπτεμβρίου 2017

* ΑΝΩ ΣΥΡΟΣ *






Τώρα που κοντεύει στο μισό η άνοιξη και το φως δεν είναι ακόμα ανελέητο, βγαίνει στην επιφάνεια η γλύκα της Σύρου και δεν εννοώ μόνο τις χαλβαδόπιτες. Μία φούντωση μια φλόγα είπε ο Βαμβακάρης αλλά το νησί είναι ζεν, το λιμάνι κάδρο και τα σοκάκια επιμελώς ασβεστωμένα. Μπλέκονται οι ώχρες, το κόκκινο, το πορτοκαλί, το κίτρινο, θαύμα τα πρωινά και τα μεσημέρια. Ο Ματίς στις Κυκλάδες.


Οι νεοκλασικές γραμμές δοξάζονται με τις ανατολές και τα ηλιοβασιλέματα στην Ερμούπολη, όμως το μινόρε της αυγής παραπονιέται στην Άνω Σύρο. Εδώ τα σπίτια τραβήχτηκαν στο βουνό και έγιναν βίγλες για να βλέπουν την κίνηση στο Αιγαίο. Λουκουμάκι η γειτονιά και καθόλου δεν είναι να αποθαρρύνεται κανείς με τις ανηφόρες ως το Σα Τζώρτζη γιατί στα μισά περιμένει η Φραγκοσυριανή. Μπλε καρέκλες, μπλε το πέλαγο, γλυκά του κουταλιού και ούζα και ο ρεμπέτης στο πλατεάκι μαρμαρωμένος με το μυαλό στο αραμπιέν και το καραντουζένι.


Απλώνονται οι πέργολες και οι μπουγάδες στις αυλές που στριμώχνονται η μια δίπλα στην άλλη. Ξεμυτίζουμε από καμάρες και μεσαιωνικές κρυψώνες την ώρα που η Ενετή έποικος βάζει δίπλα στον καφέ της ροδοζάχαρη και ο Αντώνης ο βαρκάρης ο σερέτης παραγγέλνει Σαν Μιχάλη με το κρασί του στου Λιλή. 



Εδώ στην Άνω Σύρο είναι που μπήκε και το απτάλικο ερώτημα, Όσοι έχουνε πολλά λεφτά να ΄ξερα τι τα κάνουν, το οποίο είναι και εύλογη απορία. Διότι ο μέγας καλλιτέχνης είχε ρίξει τα μεγαλεία προ πολλού έναν παρά και έναν έρωτα είχε, το τρίχορδο, και με αυτό Χαράματα η ώρα τρεις ξύπναγε το κορίτσι κρυφά από τη μάνα της. Άγνωστο αν της βγήκε σε καλό της Φραγκοσυριανής η καντάδα, αλλά εμείς τα μάγια του νησιού δεν θα τα λύσουμε. Σκαλάκια για τον παράδεισο ο λόφος, από κοντά η θάλασσα και τα ματόκλαδα να λάμπουν σε ρυθμό ζεϊμπέκικο.


Άνω Σύρος unplugged. 



Χαρά Γιαννοπούλου

Κυριακή 25 Ιουνίου 2017

* ΤΑ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙΑ ΜΕ ΤΗ ΡΟΜΙΛΝΤΑ *









Η Ρομίλντα έφτιαξε τον μύθο της μέσα από κάτι μποέμικα καλοκαίρια που ταξιδεύαμε κατάστρωμα, αναμαλλιασμένοι από τον αέρα τον πελαγίσιο, περιμένοντας να φανεί το νησί των ονείρων μας. Την αλήθεια την ξέραμε, θα μας έβγαζε την ψυχή, όμως όλα για τον απόπλου και βλέπαμε μετά. Ο Πειραιάς ξεθώριαζε στο βάθος, και ζήτω η ελευθερία συνταξιδιώτες γλάροι.


Τα μακρινά ταξίδια, Αμοργός, Σαντορίνη, Αστυπάλαια, τα κάναμε βράδυ για να πάρουμε τις διακοπές από την αρχή. Εφτά το απόγεμα στο λιμάνι λαοσύναξη και μετά οχτώ, δέκα, δώδεκα ώρες για το τελευταίο λιμάνι και χαρά στο κουράγιο μας. Πιάναμε πάντα τρίτη θέση, κατάστρωμα δηλαδή,  θεωρείο, και βολευόμασταν, ας το πούμε έτσι, στα παγκάκια για τη νύχτα της μεγάλης υπομονής. Ύστερα σηκωνόταν η μπουκαπόρτα και άναβαν τα τσιγάρα με θέα το ηλιοβασίλεμα.


Εδώ στα ψηλά περνούσαμε σε κοινοβιακή διάθεση. Τα μεγάφωνα ζητούσαν να κατεβάσουμε τα μπαγκάζια από τους πάγκους, και πάνω εκεί βρισκόμασταν ξαφνικά μούρη με μούρη με τον εγγλέζο τουρίστα. Άνθιζε η πολυπολιτισμικότης εδώ πάνω, περικυκλωμένοι από την λιγκουαφόν, μόνο κάτι Νάξος, Πάρος και Ίος πετάγονταν εδώ κι εκεί. Μαζί έμπαιναν και τα μεγάλα υπαρξιακά ερωτήματα, από πού έρχεστε και πού πάτε, σε όλες τις γλώσσες. Χλωμά πρόσωπα εμείς, ψημένοι αυτοί από τον ήλιο της Αθήνας. Οι Φράγκοι στο Αιγαίο, μεγάλη ιστορία.


Όσο προχωρούσε η ώρα, η υγρασία έβγαζε την μυρωδιά της λαδομπογιάς ανακατεμένης με τον θαλασσινό αέρα που όσο να΄ ναι δεν ήταν για στομάχια με ευαισθησίες. Η καντίνα είχε ήδη ανάψει φώτα για να σερβίρει καφέ βαπορίσιο, αδόκιμος όρος ο φρέντο, και μπαγιάτικο σάντουιτς. Οι μηχανές βούιζαν σταθερά, το φουγάρο κάπνιζε από πάνω μας και γύρω ένα μπέρδεμα από γέλια, καμιά κιθάρα, και την λογοδιάρροια των ισπανών.


Σιγά σιγά το βράδυ γινόταν νύχτα και πού να κοιτάξεις από την κουπαστή, άβυσσος η ψυχή της θάλασσας, ευτυχώς άσπριζε το κύμα. Άραγε τι θερμοκρασία να έχει το νερό, έτσι, για την περίπτωση που..Καθώς η πελαγίσια δροσιά γινόταν κρύο,  ξεδιπλώναμε τα σλήπινγκ μπαγκ. Σε χρόνο μηδέν χωνόμαστε όλοι στις κάψουλες σ΄ ένα θέαμα λαϊκού υπνωτηρίου με κοινό όνειρο. Όχι βέβαια ότι κοιμόμασταν μακάριοι, κάθε τόσο έβγαινε στα μεγάφωνα μια φωνή χωρίς χρώμα για τις αναγγελίες αποβίβασης. Ήταν όμως μια παράξενη αίσθηση συντροφικότητας, όλοι μαζί θαλασσοδαρμένοι, αλατισμένοι, εξαγνισμένοι από τη θάλασσα, μια αίσθηση ελευθερίας στη μέση του πουθενά.

Στην Σύρο φτάναμε την καλύτερη ώρα, το νησί ξύπνιο, κατάφωτο, σκέτο κάδρο, στην Πάρο χαμήλωναν οι τόνοι. Στην άγονη γραμμή  πάλι, δύο, τρεις το πρωί, έρημο το λιμάνι. Μέσα στην απαλοσύνη της νυχτιάς, κατέβαινε η άγκυρα με την αλυσίδα της να γδέρνει τα αυτιά μας. Στην προκυμαία ο λιμενικός και ένας σκύλος επί της υποδοχής.

Ξημερώματα πια, όλοι είχαμε γίνει πράσινοι από την αϋπνία αλλά τι ήταν εκείνες οι ανατολές που μας έβαφαν στα χρυσά και τι προνόμιο να τις βλέπουμε θαλασσοπόροι. Εντάξει, το παραδέχομαι, μετά ανέβαινε ο ήλιος και το πλαστικό στέγαστρο γινόταν ηλιακός θερμοσίφωνας. Η Ρομίλντα αγκομαχούσε με ρυθμό νανουριστικό, κόντευε μεσημέρι, η στεριά είχε φανεί από ώρα αλλά το καράβι σαν σταματημένο. Πώς έλεγε ο Ξενοφώντας θάλαττα θάλαττα, εμείς το ανάποδο. Στο τέλος, σαν από θαύμα, είχαμε περάσει και από Τήνο, το καράβι έδενε με όλες τις τιμές.  

Είχε μια ηρωική χροιά το ταξίδι με την πολυχρονεμένη, εξακριβωμένο αυτό, και η αποβίβαση ήταν μια νίκη πάνω στα στοιχειά της ακτογραμμής. Αλλά μήπως και τα στοιχειά δεν είναι μέρος του παραμυθιού;


Χαρά Γιαννοπούλου