Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Αμοργός. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Αμοργός. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τετάρτη 7 Μαρτίου 2018

* ΑΜΟΡΓΟΣ *







Ο Γκάτσος έγραψε την Αμοργό χωρίς καν να έχει πατήσει το πόδι του στο νησί. Μόνο το όνομά της έφτασε, για να γράψει μια καμπάνα μακρινή βάφει τον ουρανό με λουλάκι και ορίστε το ποίημα.


Πρώτη εικόνα της Αμοργού, σκοτάδι, φώτα λιγοστά ίσα για να δέσει το καράβι, τρεις το πρωί αποβίβαση στα Κατάπολα. Κάτι ξέφυγε στην διαπραγμάτευση με την Ιζαμπέλα και στρώμα μας έγιναν τα βότσαλα και τα αστέρια σεντονάκι. Με την ανατολή όμως, ο καλός αμοργιανός μας ανέβασε στην πανσιόν με θέα στην Χώρα που φημολογείται ότι είναι η ομορφότερη στις Κυκλάδες.


Λουλουδιασμένη η αυλή και καλοί μας γείτονες οι γερμανοί θεολόγοι και θεολογίες, μια χαρά παιδιά, και παρεμπιπτόντως φανατικοί πεζοπόροι. Με το πρωινό ξύπνημα έπαιρναν το λιτό τους μπρέκφαστ, πράσινα μήλα, φέτα, κι ένα πεντόλιτρο κρασί και μετά, μονοπάτι το μονοπάτι κύκλωναν το νησί. Όρεξη να έχετε και οι πεζοπορίες δεν θα σας λείψουν στην Αμοργό, το δίκτυο είναι μεγάλο.


Στο μεταξύ, ανέτειλε εποχή των μελτεμιών στο κυκλαδονήσι και ο άνεμος ούρλιαζε μέρα νύχτα, σφύριζαν τα καλώδια στις κολόνες και έκοβαν την βόλτα μαχαίρι. Το βράδυ, σκοτάδι της αβύσσου στα βουνά, ήταν και τα μαγνητικά πεδία στα πάνω τους, στα νεροπότηρα μας κέρναγαν το κρασί οι γείτονες.

Την μέρα βέβαια ο ήλιος χτύπαγε το άσπρο δίχως έλεος, ο Άη Γιώργης όμως σφηνωμένος στον βράχο του δεν καταλάβαινε από τέτοια. Από κάτω η Χώρα άσπρη πέτρα ξέξασπρη, σε χαλαρή διάθεση, τώρα που ο πειρατής κατέβασε το λάβαρο και φόρεσε πολιτικά. Ανθισμένα τα σοκάκια, οι μύλοι να καταρρέουν με την ησυχία τους και ο αέρας την δουλειά του, καπετάν τρομάρας στο νησί. Καθόλου δεν θα ισχυριστώ βέβαια ότι στις αδελφές Κυκλάδες είναι ούριος αλλά εδώ στην Αμοργό όταν ανοίγουν οι ασκοί του Αιόλου, αλλάζουν τόπο κατοικίας τα αγριοκυπάρισσα.

Αν τύχει μάλιστα και σας βρει το αεράκι στην κορυφή του Μούρου, όπως εμάς, θα βρεθείτε καρφί στην παραλία εάν δεν προβάλετε σθεναρή αντίσταση. Όμως η βουτιά θα είναι σε νερά μεγαλειώδη και θα λιαστείτε μέχρι εγκαύματος σε βράχο ασημένιο. Ίσκιος ούτε για αστείο εδώ, αλλά μπορείτε να κρυφτείτε στις σπηλιές μέχρι να σας κάνει ταινία ο Γκιγιέρμο ντελ Τόρο.


Στην Αγία Άννα πάλι, το απέραντο γαλάζιο γίνεται βαθύ μπλε και τούμπαλιν, μην βλέπετε που ο Μπεσόν ξεκινάει το έργο σε ασπρόμαυρο. Αυτόν τον τρόπο βρήκε ο καλλιτέχνης για να δοξάσει το φως του Αιγαίου και με το δίκιο του, κουφέτο βγήκε το εκκλησάκι και η θάλασσα περασμένη λούστρο.

Διάφανο πράσινο και απέραντο γαλάζιο ναι, αλλά το νησί έχει κι άλλο κρυφό χαρτί, το μοναστήρι. Χοζοβιώτισσα το λένε και πάρτε φόρα να ανεβείτε τριακόσια σκαλιά για το αληθινό μπλε. Μια βουρτσιά ασβέστης στον βράχο με την καμπάνα στον ουρανό. Ο ανήφορος δεν είναι εύκολος, από τη μια γκρεμός ίσα στο πέλαγος και από την άλλη, πέτρα σε στρώσεις αλλά δεν σηκώνει γκρίνια. Αγριάδα ο καμβάς και τι παράξενο, ανεβαίναμε και ψηλώναμε μαζί διότι είναι το μέρος τέτοιο, ο νους μακραίνει, το μέσα βγαίνει έξω, η φύση του ανθρώπου με άλλα λόγια.


Στην κορφή Μια τούφα γαλανός καπνός μες στο τριανταφυλλί του ορίζοντα και συνοδευτικό ψημένη ρακή, ποιος λόγος να συντρέξει για να κατέβουμε στον κόσμο. Όμως έτσι είναι η Αμοργός, σε κοπανάει χταπόδι στο βράχο να μαλακώσεις και για το τέλος σου φυλάει λίγο σιτάρι για τις γιορτές λίγο κρασί για τη θύμηση λίγο νερό για τη σκόνη.

Χαρά Γιαννοπούλου


Κυριακή 25 Ιουνίου 2017

* ΤΑ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙΑ ΜΕ ΤΗ ΡΟΜΙΛΝΤΑ *









Η Ρομίλντα έφτιαξε τον μύθο της μέσα από κάτι μποέμικα καλοκαίρια που ταξιδεύαμε κατάστρωμα, αναμαλλιασμένοι από τον αέρα τον πελαγίσιο, περιμένοντας να φανεί το νησί των ονείρων μας. Την αλήθεια την ξέραμε, θα μας έβγαζε την ψυχή, όμως όλα για τον απόπλου και βλέπαμε μετά. Ο Πειραιάς ξεθώριαζε στο βάθος, και ζήτω η ελευθερία συνταξιδιώτες γλάροι.


Τα μακρινά ταξίδια, Αμοργός, Σαντορίνη, Αστυπάλαια, τα κάναμε βράδυ για να πάρουμε τις διακοπές από την αρχή. Εφτά το απόγεμα στο λιμάνι λαοσύναξη και μετά οχτώ, δέκα, δώδεκα ώρες για το τελευταίο λιμάνι και χαρά στο κουράγιο μας. Πιάναμε πάντα τρίτη θέση, κατάστρωμα δηλαδή,  θεωρείο, και βολευόμασταν, ας το πούμε έτσι, στα παγκάκια για τη νύχτα της μεγάλης υπομονής. Ύστερα σηκωνόταν η μπουκαπόρτα και άναβαν τα τσιγάρα με θέα το ηλιοβασίλεμα.


Εδώ στα ψηλά περνούσαμε σε κοινοβιακή διάθεση. Τα μεγάφωνα ζητούσαν να κατεβάσουμε τα μπαγκάζια από τους πάγκους, και πάνω εκεί βρισκόμασταν ξαφνικά μούρη με μούρη με τον εγγλέζο τουρίστα. Άνθιζε η πολυπολιτισμικότης εδώ πάνω, περικυκλωμένοι από την λιγκουαφόν, μόνο κάτι Νάξος, Πάρος και Ίος πετάγονταν εδώ κι εκεί. Μαζί έμπαιναν και τα μεγάλα υπαρξιακά ερωτήματα, από πού έρχεστε και πού πάτε, σε όλες τις γλώσσες. Χλωμά πρόσωπα εμείς, ψημένοι αυτοί από τον ήλιο της Αθήνας. Οι Φράγκοι στο Αιγαίο, μεγάλη ιστορία.


Όσο προχωρούσε η ώρα, η υγρασία έβγαζε την μυρωδιά της λαδομπογιάς ανακατεμένης με τον θαλασσινό αέρα που όσο να΄ ναι δεν ήταν για στομάχια με ευαισθησίες. Η καντίνα είχε ήδη ανάψει φώτα για να σερβίρει καφέ βαπορίσιο, αδόκιμος όρος ο φρέντο, και μπαγιάτικο σάντουιτς. Οι μηχανές βούιζαν σταθερά, το φουγάρο κάπνιζε από πάνω μας και γύρω ένα μπέρδεμα από γέλια, καμιά κιθάρα, και την λογοδιάρροια των ισπανών.


Σιγά σιγά το βράδυ γινόταν νύχτα και πού να κοιτάξεις από την κουπαστή, άβυσσος η ψυχή της θάλασσας, ευτυχώς άσπριζε το κύμα. Άραγε τι θερμοκρασία να έχει το νερό, έτσι, για την περίπτωση που..Καθώς η πελαγίσια δροσιά γινόταν κρύο,  ξεδιπλώναμε τα σλήπινγκ μπαγκ. Σε χρόνο μηδέν χωνόμαστε όλοι στις κάψουλες σ΄ ένα θέαμα λαϊκού υπνωτηρίου με κοινό όνειρο. Όχι βέβαια ότι κοιμόμασταν μακάριοι, κάθε τόσο έβγαινε στα μεγάφωνα μια φωνή χωρίς χρώμα για τις αναγγελίες αποβίβασης. Ήταν όμως μια παράξενη αίσθηση συντροφικότητας, όλοι μαζί θαλασσοδαρμένοι, αλατισμένοι, εξαγνισμένοι από τη θάλασσα, μια αίσθηση ελευθερίας στη μέση του πουθενά.

Στην Σύρο φτάναμε την καλύτερη ώρα, το νησί ξύπνιο, κατάφωτο, σκέτο κάδρο, στην Πάρο χαμήλωναν οι τόνοι. Στην άγονη γραμμή  πάλι, δύο, τρεις το πρωί, έρημο το λιμάνι. Μέσα στην απαλοσύνη της νυχτιάς, κατέβαινε η άγκυρα με την αλυσίδα της να γδέρνει τα αυτιά μας. Στην προκυμαία ο λιμενικός και ένας σκύλος επί της υποδοχής.

Ξημερώματα πια, όλοι είχαμε γίνει πράσινοι από την αϋπνία αλλά τι ήταν εκείνες οι ανατολές που μας έβαφαν στα χρυσά και τι προνόμιο να τις βλέπουμε θαλασσοπόροι. Εντάξει, το παραδέχομαι, μετά ανέβαινε ο ήλιος και το πλαστικό στέγαστρο γινόταν ηλιακός θερμοσίφωνας. Η Ρομίλντα αγκομαχούσε με ρυθμό νανουριστικό, κόντευε μεσημέρι, η στεριά είχε φανεί από ώρα αλλά το καράβι σαν σταματημένο. Πώς έλεγε ο Ξενοφώντας θάλαττα θάλαττα, εμείς το ανάποδο. Στο τέλος, σαν από θαύμα, είχαμε περάσει και από Τήνο, το καράβι έδενε με όλες τις τιμές.  

Είχε μια ηρωική χροιά το ταξίδι με την πολυχρονεμένη, εξακριβωμένο αυτό, και η αποβίβαση ήταν μια νίκη πάνω στα στοιχειά της ακτογραμμής. Αλλά μήπως και τα στοιχειά δεν είναι μέρος του παραμυθιού;


Χαρά Γιαννοπούλου