Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Πάτρικ Λη Φέρμορ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Πάτρικ Λη Φέρμορ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Πέμπτη 4 Απριλίου 2019

* ΚΑΡΔΑΜΥΛΗ - ΕΞΩ ΜΑΝΗ *





Εκείνο το καλοκαίρι στην Καρδαμύλη, τα τζιτζίκια έπεφταν στα πόδια μας με κρότο κι εμείς πεταγόμασταν έντρομοι, αλλάζοντας ματιές. Ένα απόγεμα μας πήρε να συνηθίσουμε και να, το αποτέλεσμα. Καταλήξαμε μανιώδεις συλλέκτες τζιτζικόφτερων. Μετά ήταν τα βότσαλα, σαν αβγά στρουθοκαμήλου, πελώρια, να  ψήνονται στον ήλιο της Μάνης. Τα μάζευα στα Ριτσά και τα κουβαλούσα μέχρι το δωματιάκι, πειρατής εγώ με τα λάφυρά μου. Ήταν όμως και τα γιασεμιά. Ξεχείλιζαν από τις μάντρες και πιάνονταν από τα πετρόχτιστα τραβώντας με από τη μύτη. Κάτι μεσημέρια, με το χωριό να αχνίζει από την κάψα, έβγαινα ατρόμητη στη γειτονιά να ξαλαφρώσω τους κήπους. Απρόσκλητη.


Ένα απόγεμα, στο πρακτορείο τύπου, ανακάλυψα τη Μάνη του Πάτρικ Λη Φέρμορ και εγκατέλειψα τα μεσημεριάτικα γιουρούσια. Παραδομένη στον αέρα του αιρ κοντίσιον, καταβρόχθιζα το βιβλίο ώσπου να πέσει ο ήλιος που παραμόνευε πίσω από τις γρίλιες. Ο Πάτρικ Λη Φέρμορ, μέγας ταξιδευτής και φιλέλληνας, γύρισε τον κόσμο αλλά όταν ήρθε η ώρα, αποφάσισε ότι η Μάνη ήταν η αληθινή του αγάπη. Έχτισαν με την γυναίκα του ένα υπέροχο σπίτι στο Καλαμίτσι, λίγο έξω από την Καρδαμύλη και ο ίδιος αφοσιώθηκε στο γράψιμο. Με τα κυπαρίσσια στο λόφο και τη θάλασσα μπροστά, η έμπνευσή του δεν ήθελε πολύ για να ανθίσει.


Είμαι σίγουρη ότι στη δύση του ήλιου, όση ώρα παίρνει ένα ηλιοβασίλεμα, θα κατέβαινε αλλόφρων, στα βράχια της ακτής να βουτήξει στο νερό. Η ζέστη αυτήν την ώρα είναι εκρηκτική. Στην Ανδρούβιστα, στα σκαλάκια, σε πλήρη αποχαύνωση, ανταλλάσσαμε κουβέντες συμπαράστασης πάνω από λεμονάδες και παγωμένους καφέδες. Ωραία η θάλασσα σήμερα και Να πάτε στο Φονέα, υπέροχα νερά και δώστου να αδειάζουν οι κανάτες. Μόλις έπεφτε το φως, φτου ξελευτερία και στα όρη στα βουνά η φλόγα της ημέρας. Τότε αλλάζαμε βλέμματα ανακούφισης με τους γερμανούς τουρίστες που είχαν κάνει στέκι τους το μαγαζί αλλά εδώ που τα λέμε και το χωριό. Κάθε βράδυ τους βλέπαμε να κάνουν τη βόλτα τους στον κεντρικό δρόμο, μόλις ξεβγαλμένοι από το θαλασσινό αλάτι του πρωινού μπάνιου.


Αυτό το πρωινό μπάνιο, για μας δεν είναι  αναγκαία συνθήκη στις διακοπές. Έτσι ένα πρωί που είχαμε όρεξη για περιπάτους, ο δρόμος μας έβγαλε στην Παλιά Καρδαμύλη. Ακολουθήσαμε το μονοπάτι πίσω από το χωριό και βγήκαμε ίσια σε μια μισογκρεμισμένη πύλη. Περνώντας την, βρεθήκαμε μπροστά στα ερειπωμένα πυργόσπιτα μιας άλλης εποχής, με τον Άγιο Σπυρίδωνα δίπλα στο πανύψηλο καμπαναριό του. Όλα ιδιοκτησία των Τρουπάκηδων-Μούρτζινων, γνωστής αρχοντοοικογένειας της περιοχής. Παρατηρώντας τα παράθυρα , σκεφτόμουν ότι ήταν πολύ μικρά για το φως της μέρας, αλλά ίσως ο χτίστης είχε παραγγελία για πολεμίστρες. Οι μανιάτες είχαν τη συνήθεια να αρπάζονται με όλες τις αφορμές, και για τα κατσίκια του γείτονα που μπήκαν κατά λάθος στην αυλή τους και για τη ματιά που έριξε ο γιός του νερουλά στην μονάκριβη αδελφή. Οι μάχες κρατούσαν για μέρες, έτσι που στο τέλος κανείς δεν θυμόταν γιατί είχαν ξεκινήσει. Από τη γέννησή τους κιόλας οι πρόγονοι ήταν προορισμένοι να κρατούν την παράδοση. Εγώ όμως έχω την υποψία ότι όλοι αυτοί οι ρωμαλέοι νέοι, μπαϊλντισμένοι από τις βεντέτες,  και τι δεν θα έδιναν για να παρατήσουν το κουμπούρι και να πιάσουν κανέναν συρτό στα τρία.


Η Έξω Μάνη όμως δεν είναι για να κάνεις εχθρούς, μόνο για να χαίρεσαι την ομορφιά της. Όταν αποφασίσαμε μια βόλτα στο λιμανάκι του Άη Γιάννη καταλάβαμε ότι η μόνη έννοια που θα έπρεπε να έχει κανείς εδώ, είναι να μη χάσει αυτό το ωραίο ροδακινί που γεμίζει ο τόπος όσο να πέσει ο ήλιος. Για να φτάσουμε εδώ, πιάσαμε ανηφόρα, ύστερα κατηφόρα και να΄ μαστε μπροστά στις ερειπωμένες αποθήκες των Τρουπάκηδων. Μας περίμεναν αραγμένα, δυό τρία τροχοκινούμενα, μια σειρά ψαρόβαρκες και το εκκλησάκι στεφανωμένο με απομεινάρια από ξεραμένα βάγια. Μερικά χρόνια αργότερα, σε αυτό το σημείο θα γινόταν η μέρα νύχτα για την τελευταία σκηνή από το Πριν τα Μεσάνυχτα. Εδώ στη νότια Πελοπόννησο, όπως λέει ο Ήθαν Χωκ στην αγαπημένη του Ζυλί Ντελπί έμελλε να περάσουν την καλύτερη νύχτα της ζωής τους. Σαν μουσική ακούγεται αυτό το Σάουθερν Πελοπονές μέσα στην ατάκα.


Κι ενώ στον Άη Γιάννη γυρίζεται ταινία και στο Καλαμίτσι ο Πάτρικ Λη συγγράφει τη Μάνη, στην Καλογριά ο Καζαντζάκης έχει πιάσει το Βίο και την Πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά. Σε αυτήν την αμμουδερή παραλία καταφύγαμε με τις πατούσες οργωμένες από το βότσαλο της Καρδαμύλης. Δεν χορταίναμε να περπατάμε πάνω κάτω το μαγικό χαλί, κι από νερά, καθρέφτης. Κοσμοπλημμύρα η Καλογριά, αλλά σίγουρα την εποχή που έγραφε εδώ ο Καζαντζάκης θα ήταν πιο κάλμα τα πράγματα. Θα γέμιζε ο ήλιος την θάλασσα χρυσάφι αντί για λουόμενους και δεν θα μύριζε ο αέρας αντηλιακά. Πάντως, συγγραφέας και αρχιεργάτης την τίμησαν την παραλία με κρασί και χασαποσέρβικο ώσπου έριξαν το μεταλλείο έξω και απαλλάχτηκαν οι άνθρωποι από την επιχείρηση. Η φιλία τους όμως, στεριωμένη.


Δεν μπορώ να πω με σιγουριά αν είμαστε απόγονοι του Ζορμπά ή του Καζαντζάκη αλλά όσο να είναι, τα καλοκαίρια τρέχουν στο αίμα μας. Τα βραδάκια, όταν δεν πηγαίναμε στη Λέλα για μαγειρευτό και θέα, κάναμε περιπατητικές διαδρομές μέχρι το μώλο για δροσιά. Χαζεύαμε τις τελευταίες βουτιές της μέρας και ύστερα επιστρέφαμε από τον κεντρικό δρόμο. Ρίχναμε μια ματιά στις χάντρες, στο μαγαζάκι της αγγλίδας, και πιάναμε κουβέντα με τα παιδιά στο ποδηλατάδικο. Κατά τις έντεκα το μπαλκόνι μας, έβλεπε το παιδομάνι της πλατείας να μαζεύεται για ύπνο. Από την ταβέρνα κάτω ακούγονταν πιάτα και μαχαιροπήρουνα να στοιβάζονται καθώς οι παρέες λιγόστευαν. 




Τότε ήταν που στήναμε αυτί για τα τριζόνια..

Χαρά Γιαννοπούλου