Και μόνο το όνομα, Λευκάδα, μου έφερνε πάντα στο νου μια μπουγάδα με ασπρόρουχα, απλωμένη στο φως του ήλιου, να κάνει το πέρα δώθε στον αέρα του Ιονίου. Το νησί όμως, το όνομα το πήρε από τον φάρο που στέκει στη νοτιότερη άκρη του, τον Λευκάτα. Το ακρωτήρι βλέπει Κεφαλονιά και Ιθάκη και ο βράχος του είναι κάθετος, επιβλητικός. Τραβάει ο γκρεμός όποιον πλησιάζει γι΄ αυτό, το μέρος υπήρξε βατήρας για αγάπες χωρίς ανταπόκριση, ούτε κοκαλάκι από εκεί πάνω. Δέος. Εγώ όμως είδα ένα ζευγάρι να ανεβοκατεβαίνει τα σκαλιά του φάρου παίζοντας ψευτοκρυφτό, έτσι για την υστεροφημία του τοπίου.
Προτού πιάσουμε όμως την εσχατιά, πενήντα χιλιόμετρα από την πόλη ο κάβος, είχαμε κάνει το οπωσδήποτε πέρασμα από το Πόρτο Κατσίκι. Κι εδώ βράχος, κάθετη κατεβασιά στη θάλασσα κι από κάτω ομπρέλες παραλίας στοιχισμένες. Το βοτσαλάκι μυρμηγκιάζει τις πατούσες και βάφει το νερό τυρκουάζ . Το κύμα μαστιγώνει πλάτες σπρώχνοντας τον κολυμβητή στην ακτή. Ώρα που βρήκες να έρθεις ξένε, μονολογεί, κάτσε να φύγει ο Αύγουστος, να αδειάσει ο γιαλός να έχουμε κουβέντες να λέμε. Και κάπως έτσι έρχομαι στο ζήτημα της προσέγγισης. Δεκάδες σκαλιά κατεβήκαμε για την παραλία και γιατί όχι, δεν θα τα βάλουμε με τη μορφολογία του εδάφους. Όμως πρώτα παλέψαμε γενναία για μία θέση στο πάρκινγκ. Ενώ αν ήμασταν αίγες, κανείς δεν θα μας ζητούσε πάσο για την ακροθαλασσιά. Και εδώ είναι το οξύμωρο του πράγματος, μόνο το καλοκαίρι δεν μπορείς να χαρείς το μέρος. Κοσμοπλημμύρα.
Η Λευκάδα δεν θέλει καράβι για να πας. Περνάς με το αυτοκίνητο από την Αιτωλοακαρνανία και γλιτώνεις τα ναύλα. Κι επειδή το πλοίο είναι δύσκολο στοίχημα στις διακοπές, το νησί βουλιάζει από κόσμο το καλοκαίρι. Την πόλη το βράδυ, τη βρήκαμε μέσα στα φώτα, το πλήθος να τραμπαλίζεται σαν κύμα και η βουή να σκεπάζει τις κουβέντες μας. Στην περαντζάδα όμως, παραλιακά , όσο πιο πολύ ξεμακραίναμε τόσο πιο πολύ ανασαίναμε. Δύση του ήλιου εδώ και κάτι βάρκες ξεθωριασμένες από το αλάτι. Ξέμπαρκες.
Αντίθετα, στο φως της μέρας, η πόλη ερημώνει. Γυαλίζει στον ήλιο το πλακόστρωτο της πλατείας δίπλα στον Άγιο Μηνά. Εδώ, στα στενά, οι λαμαρινένιες προσόψεις των παλιών σπιτιών, μας τραβάνε την προσοχή. Αυτή η προσθήκη της ανάγκης σίγουρα έχει να κάνει με το θείο Εγκέλαδο και την κληρονομιά του στα Επτάνησα.
Απόγεμα στην Κουζούντελη. Ο περαστικός μάς λέει απορημένος « τι πάτε να κάνετε εκεί, η ζωή είναι στην παραλία». Καθόλου παράξενο, ο μόνιμος κάτοικος είναι χορτασμένος από ελιές και πλατάνια και θέλει το χαβά της πόλης, φασαρία και πηγαινέλα. Ήσυχη γωνιά είναι η Κουζούντελη, λίγο έξω από τη Χώρα προς τον Ενετικό Ελαιώνα. Χλόη κάτω, φυλλωσιές από πάνω. Στο παραδοσιακό καφενείο, στο διπλανό τραπεζάκι, ο Σικελιανός γράφει «το κύμα είναι σαν κρούσταλλο κι ο άμμος δεν αχνίζει, και λαγαρός κι ασάλευτος ο αγέρας του ελαιώνα». Στην ποίηση επάνω, το παιδί μας φέρνει γλυκό βύσσινο, καφέ και σουμάδα με παξιμάδι γλυκάνισου. Κατάσταση Λευκάδα.
Την επόμενη μέρα, το Νυδρί , στον όρμο του Βλυχού, μας άφησε άφωνους με την «έντονη τουριστική αξιοποίηση», στην οποία έχει υποβληθεί. Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένας ψαράδικος οικισμός με τα Πριγκηπονήσια απέναντι για θέα. Μετά ήρθε ο Ωνάσης και εφοπλιστικά σκεπτόμενος, αγόρασε το Σκορπιό. Ο μεγιστάνας έστησε το εξοχικό για να ξαλεγράρει από τα βαπόρια και να κάνει βεγγέρες με τους φίλους του. Έτσι το Νυδρί, με ταχύτητα αστραπή, το κατάπιε η ανάπτυξη. Το δάσος με τις πινακίδες, ωστόσο, δεν είναι του γούστου μας, έτσι συνεχίσαμε ως το Γένι, ένα καταπράσινο παραδεισάκι, που μέσα από ένα στενό μονοπάτι μας έβγαλε στο εκκλησάκι της Αγίας Κυριακής. Απέναντι φαίνεται η Μαδουρή, μέλος των Πριγκηπονήσων και αυτή, πευκόφυτη, με εμπροσθοφυλακή το αρχοντικό της οικογένειας Βαλαωρίτη. Η οικογένεια Βαλαωρίτη είναι και η ιδιοκτήτρια του νησιού. Από τους Βενετσιάνους η προίκα. Το τοπίο φτάνει στο τέρμα της την κάλμα, περνώντας από την παραλία στο Δεσίμι, με μια μπελέτσα δύση, κλασική Ιονίου.
Το βραδάκι, καθώς ξεκινήσαμε να εστιάζουμε στο έναστρο του ουρανού, ένα τυχαίο τηλεφώνημα φίλου μάς έστειλε στα Χαραδιάτικα για φρυγαδέλια. Στην ανηφόρα για το χωριό, πίσσα σκοτάδι αλλά στην πλατεία έγινε φως. Η ταβέρνα φίρμα, γεμάτη κόσμο πολύ και μιλημένο γιατί τα καλά είναι μυστικά.
Βέβαια ο Άγιος Νικήτας της επόμενης μέρας δεν ήταν μυστικό όμως ο οικισμός έχει τη γραφικότητα την επτανησιακή. Είναι χαρακτηρισμένος παραδοσιακός, οπότε τα αυτοκίνητα μένουν απέξω . Μέσα είναι τα ταβερνάκια, οι πέργολες, το ρομάντζο και το λευκαδίτικο σαλαμάκι αέρος. Πυκνή βλάστηση βγάζει στο κολπάκι, τα νερά είναι ήσυχα και ο ορίζοντας ροζ. Απέναντι φαίνονται οι ηπειρώτικες ακτές. Η λεμονάδα ήρθε στο τραπέζι δροσερή, και πάνω στην περίσκεψη αποφασίστηκε η αυριανή εξόρμηση.
Καταρράκτες Δημοσάρη. Κοντά στο Νυδρί. Είκοσι λεπτά από το πάρκινγκ μέχρι τον μεγάλο καταρράκτη. Το νερό τρέχει, τα πλατανόφυλλα θροΐζουν και το μονοπάτι πάει παράλληλα με το ποτάμι. Είναι όμως και το ξύλινο γεφυράκι με τα σμιλεμένα βραχάκια από κάτω, που όσο και να μη θέλεις, την κρατάς την ανάσα. Είναι το τοπίο εντυπωσιακό και δικαιολογεί την απόσπαση προσοχής. Φτάνοντας στο τέλος της διαδρομής είδαμε το νερό να πέφτει από ψηλά σχηματίζοντας μια φυσική πισίνα που τραβούσε τους τουρίστες για βουτιές με επιφωνήματα ενθουσιασμού. Εμείς από την άλλη βάλαμε τα πόδια μας στο νερό, έτσι για να μετρήσουμε τάχα τη θερμοκρασία. Είμαστε του αλμυρού νερού κατά βάθος διότι εδώ δουλεύει καλύτερα η άνωση.
Τελικά το καλοκαίρι στη Λευκάδα μας βγήκε μικρό, όμως τα νερά είναι απέραντα, γαλάζια, αγριεμένα γιατί έτσι είναι η επτάνησος. Όλο ακρογιαλιές, δειλινά και λόγια στο στόμα του ποιητή « μ΄ αρέσει η θάλασσα, γιατί μου μοιάζει κι ας έχη μέσα της κόσμο θεριά»
Χαρά Γιαννοπούλου