Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Άμφισσα. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Άμφισσα. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τρίτη 21 Ιανουαρίου 2020

* ΓΑΛΑΞΙΔΙ - ΑΜΦΙΣΣΑ - ΑΡΑΧΟΒΑ *



Η θάλασσα είναι η συνθήκη στο ωραίο Γαλαξίδι. Το φωνάζει ο διάκοσμος της πόλης με τα καπετανόσπιτα, τις άγκυρες και τα αγάλματα των ναυτικών στις πλατείες. Η αρχοντιά αυτή απέχει δυόμιση ώρες αυτοκινητάδα από την Αθήνα. Μια αλέα με ευκάλυπτους μας οδηγεί στην πόλη αφού έχουμε προσπεράσει τα μεταλλεία που κοκκινίζουν την πλαγιά. Είναι Οκτώβρης, το νερό είναι λάδι και στους ασπρισμένους τοίχους κάθεται το φθινοπωρινό φως.



Καναδυό λεωφορεία κατεβάζουν επισκέπτες στην Πέρα Πάντα και τους βάζουν στο κάδρο, με τις βάρκες και τις πάπιες που τρώνε το ψωμί τους στην αποβάθρα. Υπάρχει μια διακριτικότητα στο σκηνικό, ίσως γιατί το πλήθος έχει παρασυρθεί από την κάλμα της θέας. Θα μπορούσε κανείς να ξοδέψει ένα ολόκληρο πρωινό με το μάτι κολλημένο στην αταραξία του τοπίου, χωρίς καμία τύψη. Όμως, καταφθάνοντος του μεσημεριού, η εισβολή της νέας παρτίδας εκδρομέων ξεσηκώνει τα πετούμενα που μαζεύονται γρήγορα γρήγορα στο σπίτι τους. Τα ψάρια παίρνουν τα μάτια τους για να αποφύγουν τα σάντουιτς που εκσφενδονίζονται από τη στεριά.


Αφήνουμε την παραλία για την ενδοχώρα. Περνώντας μπροστά από σκαλιστά πορτόνια, μετράμε ακρόπρωρα που ισορροπούν στην κόψη των μπαλκονιών. Είναι οι γυναίκες που, σκαλισμένες στην πλώρη των καραβιών, φύλαγαν τα ταξίδια των καπεταναίων, εμπροσθοφυλακή στο κύμα. 


Φοράνε το σκούρο μπλε φουστάνι τους κι έχουν τα μαλλιά μαζεμένα πίσω. Στο ένα τους χέρι κρατάνε το κέρας της Αμάλθειας, για να είναι πλούσιο το μπάρκο. Με το άλλο δείχνουν τη ρότα. Το Γαλαξίδι είναι γεμάτο από καλά κορίτσια που στολίζουν τα μπαλκόνια των αρχοντικών και γοργόνες ξέστηθες που βαστάνε τα υπόστεγα. 


Η πόλη όμως έχει και μάντρες φορτωμένες γιασεμιά και σκαλάκια για το αμφιθεατρικό του πράγματος και καρτ ποστάλ χαρακτήρα. 




Όμως η οχλοβοή στο λιμανάκι, μας σπρώχνει στην επόμενη στάση. Άμφισσα.



Άμφισσα

Στα Σάλωνα σφάζουν αρνιά, έλεγε το δημώδες τον καιρό που ο βεγκανισμός δεν υπήρχε ως κίνημα. Έτσι βάφτισαν την Άμφισσα οι Φράγκοι αλλά με το τέλος της επανάστασης ανακτήθηκε η αρχική ονομασία. Η κεντρική λεωφόρος όμως λέγεται Σαλώνων για να μην ξεχνάμε και από πού κρατάει η Μαρία η Πενταγιώτισσα, η δασκαλοπούλα.

Προτού να μπούμε στην πόλη, διασχίζουμε τον μεγαλύτερο ελαιώνα των Βαλκανίων, ένα εκατομμύριο ρίζες κοντά. Τα δέντρα, ασάλευτα εδώ και εκατονταετηρίδες, απλώνουν τα ασημόφυλλά τους, καρπίζουν τις ελιές Αμφίσσης και η ζωή συνεχίζεται.

Στην κεντρική πλατεία, μάς περιμένουν οι οπλαρχηγοί σε αγάλματα, πλατείες και δρόμους. Δεν έβγαλε και λίγους η περιοχή. Η Άμφισσα είναι σχεδόν έρημη. Όπως δείχνουν τα πράγματα, συνηθίζεται το μεσημέρι, οι αγωνιστές να κρύβουν το κουμπούρι και να τιμάνε τη σιέστα. Οι εναπομείναντες, πρόθυμοι κάτοικοι, μας δίνουν οδηγίες για να ανεβούμε στη Χάρμαινα. Η Χάρμαινα είναι η συνοικία με τα παλιά βυρσοδεψεία, ταμπάκικα επί το παραδοσιακόν.



Ανεβαίνοντας την ξύλινη φαρδιά σκάλα, βγαίνουμε σε μια γειτονιά μισοερειπωμένη, στρωμένη ξερά πλατανόφυλλα. Η βόλτα στα σοκάκια μάς βάζει σε κλίμα ανατριχίλας, με όλα αυτά τα εργαλεία εκδοράς που κρέμονται από τα ταβάνια των εργαστηρίων, σε κοινή θέα.

Δυό τρία ταμπάκικα έχουν απομείνει, που δουλεύουν ακόμα, στέλνοντας μια μυρωδιά ζωικού λίπους στον αέρα ανάκατη με ζοφερές εικόνες από την κατεργασία του δέρματος. Το μέρος δεν είναι για ειδύλλια, με τις προβιές να στεγνώνουν στον ήλιο αλλά επειδή ο έρωτας ανθεί παντού, έτσι έγινε και σε αυτή τη συνοικία. Ο μύθος, που μπορεί να είναι και αλήθεια λέει πως ο Κωνσταντής, νεαρός βυρσοδέψης, αγάπησε σφόδρα τη Λενιώ, εργάτρια στις ελιές, με σκοπό το γάμο. Ο νέος έφευγε συχνά σε ταξίδια για να προωθεί τις πωλήσεις, όμως στη διάρκεια ενός από αυτά, η αγαπημένη του χτυπήθηκε από κεραυνό στη βρύση δίπλα. Η απώλεια ήταν τόσο βαριά για τον Κωνσταντή, που δεν την άντεξε και προχώρησε στο απονενοημένο, βουτώντας από το κάστρο. Όμως οι παπάδες δεν τις σηκώνουν αυτές τις πρωτοβουλίες κι έτσι άφησαν τον δυστυχή στην κακή του μοίρα. Στοίχειωσε ο νέος και ως στοιχειό αμφιβόλου ωραιότητας έπαιρνε τις ρούγες νυχτιάτικα και τρόμαζε τη γειτονιά. Ώσπου, μετά από χρόνια περιπλάνηση βρήκε την ησυχία της η ταλαιπωρημένη του ψυχή και όχι μόνο, αναβαθμίστηκε και σε αποκριάτικο έθιμο.

Όπως και να είναι, αυτές οι ιστορίες δεν είναι για να ευχαριστιέται κανείς το ψητό, χώρια που τα ζωντανά που άφησαν εδώ το δερματάκι τους, παίζουν μαζί μας κρυφτό κάνοντας μπου.


Αράχοβα




Καθώς βγαίνουμε από την Άμφισσα και παίρνουμε τον ανήφορο, το μάτι μας πέφτει στον Παρνασσό απέναντι. Η Αράχοβα είναι φυτεμένη στην πλαγιά. Εδώ τελειώνει το γαλαξιδιώτικο καλοκαίρι. Προτού όμως μπούμε στο χωριό, προλαβαίνουμε να θαυμάσουμε το ροδόχρουν απόγεμα στο ναό του Απόλλωνα, από τους Δελφούς. Εδώ τα λεωφορεία παραταγμένα, κατεβάζουν τον κόσμο που παίρνει το δρόμο της αρετής και της κακίας. Άλλοι πάνε κατά το ναό και άλλοι μπαίνουν στα μαγαζάκια.

Στην Αράχοβα, γεμίζει τον αέρα η μυρωδιά του καυσόξυλου. Τα τουριστικά έχουν σε κοινή θέα γούνες και πλεκτά ενώ στο βάθος, το ρολόι χώνει τη μύτη του στο ηλιοβασίλεμα. Η Αράχοβα γοητεύει όταν μονάζει. Τότε, ο καφές δίπλα στην παλιά βρύση, είναι ραχατλίδικος και ο μόνιμος κάτοικος δεν καπακώνεται από τον φαντεζί εκδρομέα. Ακούγεται το νερό να πέφτει στη γούρνα από το βουνό και αυτό είναι μια ωραία πραγματικότητα.

Η στάση εδώ είναι μικρής διάρκειας, διάλλειμα μιας μεγάλης διαδρομής, ως τον επαναπατρισμό στο άστυ.

Καθώς ανάβουν οι λάμπες και η θερμοκρασία πέφτει, ετοιμαζόμαστε για την επιστροφή. Έχουμε μαζί μας μέλι, τσάι του βουνού και το λυκόφως που κοντεύοντας στη Θήβα γίνεται σκοτάδι εθνικής οδού. 



Χαρά Γιαννοπούλου