Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Πρωτοχρονιά. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Πρωτοχρονιά. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τετάρτη 7 Δεκεμβρίου 2022

* ΤΟ ΔΕΝΤΡΟ ΤΩΝ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΩΝ ΚΑΙ ΤΑ ΠΑΙΔΙΚΑ ΜΟΥ ΠΑΙΧΝΙΔΙΑ *



Υπάρχει μια παιδική χαρά στα Χριστούγεννα που αν δεν έχει χάσει κανείς το τελευταίο ίχνος της αθώας του καρδιάς, έχει αυξημένες πιθανότητες να την γιορτάζει κόντρα στον καιρό. Όχι ότι είναι εύκολη δουλειά, όταν απέχεις μερικές δεκαετίες από το πρώτο σου δέντρο, αλλά εκεί που δεν το περιμένεις το βλέπεις μπροστά σου. Και τι δέντρο! Την λίθινη εποχή, στα μέσα της δεκαετίας του εβδομήντα, το έλατο, δεν ήταν ακόμα εδάφους, γι αυτό στο σπίτι μας το στήναμε πάνω σε ένα μικρό έπιπλο. Για την χαρά του χιονιού, που ούτε να το δούμε τότε στην τροπική ζώνη των δυτικών προαστίων, ξοδεύαμε ένα ολόκληρο πακέτο βαμβάκι που το απλώναμε στα κλαδιά, από την κορυφή ως τη βάση. Ήταν ίσως μια επίκληση στην βασίλισσα του χιονιού μήπως ευαρεστηθεί να μας ασπρίσει τις ταράτσες με καμιά νιφάδα.

Στα πόδια του δέντρου τοποθετούσαμε την φάτνη, χάρτινη σε τρεις διαστάσεις, σε πρώτο πλάνο τα ζωντανά, πιο πίσω το θείο βρέφος και στο βάθος ο αχυρώνας. Από πάνω φεγγοβολούσαν τα χρωματιστά φαναράκια που αναβόσβηναν σε αργό τέμπο μέσα στην παγωμένη σαλοτραπεζαρία. Το ιερό αυτό δωμάτιο συνηθιζόταν να ανοίγει μόνο για τις τρεις τέσσερις μεγάλες γιορτές του χρόνου. Τις υπόλοιπες μέρες η πόρτα έκλεινε ερμητικά και άφηνε το σερβάν με το τραπέζι και τις βαριές δερμάτινες καρέκλες να εξυφαίνουν τις δικές τους συνωμοσίες. Είναι να απορεί κανείς με αυτήν την φαεινή ιδέα να θυσιάζεις ένα ολόκληρο σπίτι για να δεξιώνεσαι συγγενείς λες και ζούσαμε στην βικτωριανή εποχή αλλά με σόμπα πετρελαίου αντί για τζάκι. 

Για να ξαναμπώ όμως σε γιορτινό κλίμα, τα Χριστούγεννα όταν άναβε το δέντρο μπροστά από τις τραβηγμένες κουρτίνες, άλλαζε όψη το δωμάτιο σαν τον Εμπενήζερ μετά τα τρία φαντάσματα. Και όχι μόνο αυτό, αλλά ο τόπος μύριζε φρέσκο βούτυρο και καβουρδισμένο αμύγδαλο. Δεν είναι βέβαια κανένα μεγάλο μυστήριο αυτό καθώς ξέραμε, ότι στην τραπεζαρία φυλασσόταν η μεγάλη πιατέλα με τους κουραμπιέδες, για να μην έχουμε πρόσβαση σ΄ αυτήν εμείς οι σεσημασμένες γλυκαντζούδες της οικογένειας.

Όλα γίνονταν μαγικά καθώς έπεφτε το σκοτάδι και το γλυκό φως άναβε και έσβηνε σε μια ακολουθία που με γέμιζε μεγάλη χαρά. Έβγαινα μάλιστα στην αυλή μόλις βράδιαζε για να πιάσω το συναίσθημα και από άλλη γωνία, συνήθεια που κρατάω ακόμα, εντελώς μεταξύ μας. Όλα τα παράθυρα της γειτονιάς κάπως έτσι έφεγγαν και μια βόλτα στα δρομάκια ήταν σα να είχα βγάλει εισιτήριο για το πολικό εξπρές. Δεν είχαν σηκωθεί ακόμα και οι όροφοι και με λίγη καλπάζουσα φαντασία μπορούσε να νιώσει κανείς την μυσταγωγία. Μπορεί να μην υπήρχαν μπαλκόνια για λαμπάκια αλλά ευτυχώς δεν είχε γεννηθεί ακόμα και αυτός ο μαρτυρικός Αηβασίλης που ανεβαίνει χρόνια τώρα την ανεμόσκαλα σαν τον Σίσυφο. Όλο παλεύει για το μπισκότο του και το ποτήρι με το γάλα αλλά τον κρατάει όμηρο ο κατασκευαστής. Λευτεριά στον Άγιο, χριστιανοί.

Αυτός ο Άγιος λοιπόν από την Καισαρεία, υπήρξε μυθικό πρόσωπο για μας και ακόμα είναι όσο του το επιτρέπουν οι συνθήκες. Διότι πρέπει να κρατάμε το μυστικό, δεν αποκαθηλώνουμε έτσι το παραμύθι, έχει κι αυτό την χρήση του. Φτιάχνει κόσμους να μπούμε, να κρυφτούμε, να ενθουσιαστούμε, και γιατί όχι να μη βγούμε, είναι δικαίωμα μεγάλο αυτό για να το στερηθεί κανείς.

Η αλήθεια βέβαια είναι ότι είχα μισοκαταλάβει πως το σαλονάκι που αγάπησα, το είχε φέρει ο μπαμπάς αλλά δεν έκανα και πολλές ερωτήσεις, ήθελα να κρατήσω την αμφιβολία. Είχα αποφασίσει ότι βρέξει χιονίσει, το έλκηθρο θα ερχόταν την παραμονή της πρωτοχρονιάς κι οι καλικάντζαροι να καθόντουσαν στα αβγά τους. Για την περίσταση φούσκωνα και το πλαστικό ελάφι μου, μέγα γκάτζετ της εποχής, και το έβαζα δίπλα στο δέντρο να ρίχνει σήματα στον Ρούντολφ μην χάσει το ουρανοδρόμιο.

Το σαλονάκι λοιπόν πέρασε στην σφαίρα του μύθου όπως κάθε αγαπημένο παιχνίδι που ανακαλύπτουμε μετά από χρόνια στο πατάρι. Μάλλον καημός θα ήταν τελικά γιατί δεν είχαμε ποτέ καναπέ και τραπεζάκι όπως τα άλλα σπίτια. Μόνη της η σόμπα έπιανε ένα δωμάτιο και τα είπαμε, κανείς δεν τολμούσε να τα βάλει με την σαλοτραπεζαρία. Έτσι τοποθετούσα κι εγώ τα έπιπλα μου σε ψυχαναγκαστικό στυλ και σκηνοθετούσα τσάγια, σκηνογραφούσα πιατάκια και φλυντζάνια και καλλιεργούσα από τότε την κλίση μου στην καφεποσία. 

Είχα βέβαια και τις κούκλες μου, όλα κι όλα, αλλά γρήγορα ανακάλυψα ότι δεν είχαν και κανένα μεγάλο ενδιαφέρον. Ξεκινούσα την αποσυναρμολόγηση για να το πω κομψά, με σκοπό να δω τον μηχανισμό της ανθρώπινης φύσης, και στο τέλος μου έμενε ένας πλαστικός κορμός, χέρια πόδια εκτός και πάλι δεν έβρισκα τίποτα. Αν είχα όμως εκείνο το αεροπλανάκι που είχε έρθει από την Αμερική για τον αγαπημένο μου εξάδελφο, ανήμερα Χριστούγεννα,  θα το είχα ατσάκιστο. Αυτό λοιπόν το έργο τέχνης κρεμόταν από το ταβάνι, μετά έβαζες μπροστά την μπαταρία και έκανε γύρους στον αέρα. Απογειωνόταν αυτό και μαζί η ταξιδιωτική μου φαντασία. Με μπαταρία δούλευαν και εκείνα τα μαϊμουδάκια που είχε φέρει ο θείος από την Γερμανία, τα κούρδιζες και χτυπούσαν τα πιατίνια που είχαν δεμένα στις παλάμες τους σαν τρελά. Κάποια Χριστούγεννα, έφερε κι ο μπαμπάς στο σπίτι μια μικρή χρυσή καμπάνα με κορδόνι, το τραβούσες και έπαιζε τα κάλαντα. Επανάσταση. Γενικά ό, τι είχε κουρδιστήρι είχε άλλο κύρος, έμπαινε ο σταματημένος κόσμος μου σε κίνηση.

Ωστόσο τα παιχνίδια δεν ήταν παντός καιρού, ήταν δώρα για την Πρωτοχρονιά, τις ονομαστικές γιορτές και για τις αμυγδαλές που έβγαλα στην πρώτη δημοτικού. Κι επειδή οι αμυγδαλές βγήκαν μια και για πάντα και το όνομά μου δεν κόλλαγε με τα θρησκευτικά, είχα τα θάρρη μου σε αυτές τις μαγικές μέρες του Δεκέμβρη. Ήταν οι μέρες με τις κόκκινες κορδέλες και τα κουτιά με το χρυσό περιτύλιγμα που δεν ήξερα τι έκρυβαν, που δεν μου το φώναζε η ντουντούκα του πολυκαταστήματος λες και υπήρχε περίπτωση να ξεχαστώ και να περάσουν οι γιορτές από δίπλα μου.

Μα έτσι κι αλλιώς αυτό δεν μπορεί να γίνει. Τώρα τα Χριστούγεννα περνάνε από πάνω μας σαν οδοστρωτήρας και όλο λέω να ανοίξω το μηχανισμό να δω πού το πάει, όμως πού να τολμήσω να προβώ σε αποσυναρμολόγηση. Έχω ένα παιδί μέσα στην καρδιά μου που περιμένει κάθε χρόνο να βγει στο μπαλκόνι για να δει τα λαμπάκια να φέγγουν στο σαλονάκι του.

 

 

Χαρά Γιαννοπούλου