Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Καρδιανή. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Καρδιανή. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Δευτέρα 24 Αυγούστου 2020

* ΤΗΝΟΣ *







Μη σου τύχει αέρας στις Κυκλάδες. Σου παίρνει το σκαλπ και την ταυτότητα μαζί και γίνεσαι δρομέας κοντινών αποστάσεων. Έτσι και στην Τήνο. Δεν είναι η παρθενική μου εμφάνιση στο νησί βέβαια. Όταν ήμουν παιδάκι του δημοτικού, το προσκύνημα στην Παναγία ήταν καθιερωμένο και τάμα να μην είχες. Τι θυμάμαι από την εκδρομή; Τον αέρα. Είχαμε κοιμηθεί βράδυ στρωματσάδα στον περίβολο και ο άνεμος σφύριζε μέσα από τις καμάρες και σήκωνε κουβέρτες και προσκέφαλα. Τρόμος. Τώρα όμως τα έχω κάνει τα μίλια μου στο Αιγαίο με όλους τους καιρούς και θα μπορούσα να πω ότι με τον Αίολο τα έχουμε βρει, αλλά δεν θα το πω. Οι ντόπιοι από την άλλη, δεν πάει να ανακατώνεται το σύμπαν και να σφαλιαρίζει η άμμος, Έχει αεράκι σήμερα, λένε, και απορούν με την απορία μας.



Η φύση βγάζει την αγριάδα της στην Εξωμεριά. Το ξεροβούνι είναι χαρακωμένο από τις ξερολιθιές, από πάνω καίει αλύπητα ο ήλιος και στη θάλασσα χοροπηδάνε προβατάκια. Μπαίνουν και τα αρμυρίκια στην ιστορία και να τι γίνεται: Συναντιούνται αίφνης ένα γλυκό πράσινο, το βαθύ μπλε και ο χρυσός βράχος και όλα μαζί τα λούζει το υπέροχο αιγαιοπελαγίτικο φως, έτσι που τίποτα δεν μπορεί να συναγωνιστεί την ομορφιά του τοπίου. Σε αυτή την κατάνυξη όλα παίρνουν μέρος, και το κύμα και το βαπόρι και τα κατσίκια στην πλαγιά και δίχως άλλη χρεία γίνεσαι αμετάκλητα λάτρης.

Έτσι και στη Ρόχαρη, τα ίδια χρώματα στέκονται απέναντι στον Πλανήτη κι ας μην είναι η παραλία τόσο φιλόξενη όταν πιάνουν μποφόρια. Αυτή είναι η στιγμή που η θερμοκρασία φεύγει από το πλαίσιο του Ιούλη και δεν είναι για κολύμπι, με τα δικά μας γούστα βέβαια. 





Για να μην χάσουμε όμως το μπάνιο, αν και δεν μας κατατρύχει τέτοια εμμονή στις διακοπές, η Ζίνα που ξέρει τα κατατόπια, μας στέλνει στην Αγία Θάλασσα που κατά μία έννοια είναι υπήνεμα. Εδώ βρίσκεται και το ξωκλήσι του Άη Νικόλα, ασβεστωμένο με μικρό περίβολο, χτισμένο πάνω σε βραχάκια κατάσπαρτα από βιολετί αμάραντους. Από την πίσω μεριά, ξεκινάει μονοπάτι που βγάζει στο Καβαλουρκό, παραλία που για να πας, χρειάζεται να είσαι αρματωμένος με μακρυμάνικα πουκάμισα και μακριά παντελόνια. Αυτό γιατί ο ήλιος τσιμπάει γερά όπου βρει γυμνό δερματάκι. Η παγίδα στα μέρη τούτα είναι αυτή, κρυώνεις και ζητάς λιακάδα να ζεσταθείς και όταν τη βρίσκεις καίγεσαι, θες βεράντα, θες βόλτα, θες μπάνιο, δε γλυτώνεις.




Με το ηλιοβασίλεμα, πέφτει ο αέρας και βρισκόμαστε στον Πύργο, το κεφαλοχώρι του νησιού. Εδώ είναι ο τόπος που γεννήθηκε ο μεγάλος Χαλεπάς. Ο καλλιτέχνης αγάπησε το μάρμαρο και το πλήρωσε αυτό αλλά κέρδισε μια θέση στην αιωνιότητα. Μπορώ να πω με βεβαιότητα ότι την αιωνιότητα την έχει στο τσεπάκι του, από άλλο μετερίζι, και το πλατάνι στην κεντρική πλατεία του χωριού. Ο ίσκιος του πιάνει σχεδόν όλο το πλατεάκι και από κάτω σερβίρονται ούζα, το αχνίζον γαλακτομπούρεκο του παππού και προτάσεις για μπάνιο στην Απηγανιά κι ας έχει περπάτημα. Ο Πύργος δεν είναι για μια φορά όταν μένεις στον Πάνορμο. Τον κάνεις στέκι και για ένα λόγο παραπάνω. Την γραφικότητά του δεν την ταράζουν τα στίφη των τουριστών φέτος, οπότε είναι η ευκαιρία μας.


Μια και είπαμε όμως για πλατάνι, τα Υστέρνια έχουν κι αυτά το δικό τους στην πλατεία. Τώρα βέβαια, μη φανταστείτε τίποτα ευμεγέθες. Μια σταλιά είναι το μέρος αλλά τι μπαλκόνι, και το απολαμβάνεις κάπως έτσι: Παραγγέλνεις τον καφέ σου στο Μαγιού, που συνοδεύεται από μίνι υποβρύχιο μαστίχα και μετά μετράς τα νησιά απέναντι. Πρώτη η Σύρος, μετά η Κύθνος, η Τζια, η Παροναξία και βάλε. Όσο απλώνεται το πέλαγος ανεβαίνει και η στάθμη του νερού εντός μας. Ορίζοντας, δηλαδή απλοχεριά. Αυτό.

                                                                                            


Μετά τα Υστέρνια, πόσο ωραίο όνομα, παίρνει την σειρά της η Καρδιανή. Εδώ πάνω φαίνεται καθαρά ότι ήταν ο φόβος του πειρατή που έχτισε αυτό το στολιδάκι με τις καμάρες, τα στενοσόκκακα και τις κρυφές γωνιές. Στην είσοδο του χωριού στέκεται η Παναγία Κιουρά με το περίτεχνο καμπαναριό της. Στη βόλτα, μου τραβάει την προσοχή μια ασπρόμαυρη φωτογραφία στον ασπρισμένο τοίχο, με μια μάζωξη αντρών που κουβεντιάζουν στην πλατεία. Ανεβοκατεβαίνοντας σκαλιά ανακαλύπτουμε παντού τέτοιες φωτογραφίες, σε τοίχους και δίπλα σε εξώπορτες. Παρέες, γέλια, μπανιερά, παππούδες και πανηγύρια. Όπως φαίνεται κάποιος φωτογράφος αγάπησε το χωριό, τι πιο φυσικό, και το στόλισε με τη νοσταλγία του.                                                                                  

                                                                          

Η Δήμητρα μάς έχει λούζα και μαραθοκεφτέδες για μεσημεριανό. Μας εξηγεί ότι το νησί είναι γεμάτο περιστεριώνες γιατί τα πιτσούνια έθρεφαν παλιά τους Τηνιακούς που χρησιμοποιούσαν και το λίπασμα για τα κηπευτικά τους. Πρώτοι έχτισαν αυτά τα έργα τέχνης οι Ενετοί όταν ήρθαν εδώ γιατί τους άρεσε ο μεζές και έβγαζαν και από τις εξαγωγές. Έτσι η Τήνος είναι γεμάτη από αυτά τα σπίτια των πουλιών που τα βλέπουμε παντού στην εξοχή να συμπληρώνουν την τριγύρω ομορφιά.

Κι επειδή ο τόπος δεν είναι μόνο για μάρμαρα και καΐκια έρχεται και η ώρα της Μέσα Μεριάς. Ελιές και αμπέλια έχει εδώ γιατί ο αέρας είναι φίλα προσκείμενος. Ακόμα και οι βράχοι στο Βωλάξ είναι στρογγυλεμένοι σαν μπάλες, σπαρμένες στα χωράφια από το χέρι του Κρόνου. Και μπαίνουν και στις αυλές και κανείς δεν έχει σκοπό να τις εμποδίσει γιατί δίνουν στήριγμα στα αναρριχώμενα και από γιασεμιά άλλο τίποτα εδώ. Σεληνιακός ο χαρακτήρας του χωριού θα έλεγα αλλά μια στιγμή. Βλέπω ποιήματα να ξεφυτρώνουν σε πορτόφυλλα, σε μάντρες και σε τοίχους. Γκάτσος, Καβάφης και Σολωμός για όλους και όποιος κι αν είναι ο εμπνευστής, του την πιστώνουμε την ιδέα. Ποτέ κανείς δεν βγήκε χαμένος διαβάζοντας ποίηση χωρίς να ανοίγει βιβλίο.



                                                                                                                                                                                

 



Πιο κάτω, στην Αγάπη, υπάρχει απόλυτη ησυχία, δηλαδή όχι ακριβώς, γιατί ένα ζευγάρι περιστέρια φλυαρεί ενώ πίνει νερό από το διπλανό ρυάκι. Το χωριό πνίγεται στις πικροδάφνες και τα δέντρα είναι πανύψηλα και είναι αυτή μια τέλεια αντίθεση με το τοπίο στην Έξω Μεριά. Η Καρμέλα, φέρνοντας το τηνιακό λουκάνικο μας λέει ότι η Αγάπη είναι το δεύτερο μέρος στον κόσμο με αυτό το όνομα. Στο μεταξύ έχει μεγάλη επιθυμία να μας δείξει την καθολική εκκλησία, καθολική και η ίδια, αλλά ο εσπερινός αργεί, οπότε μας αποχαιρετάει με ένα λιμοντσέλο από το δικό της, φτιαγμένο με ρακή.




Στη συνέχεια μικρή στάση στον Τριπόταμο, ένα λιλιπούτειο μεσαιωνικό χωριό. Εδώ όλα μπερδεύονται σοφά, άγνωστο ποιανού είναι η αυλή, σε ποιο σπίτι ανήκει η εξώπορτα, πού οδηγούν τα σκαλάκια Από καμάρα σε καμάρα, μας ψάχνει ο Μπαρμπαρόσα. Είναι τόσες οι γωνιές και τα κρυφά περάσματα που ούτε τα χρυσά που κουδουνίζουν δεν θα πιάνει το αυτί του και τι θα βρει για να κουρσέψει. Δεν ξέρω μήπως εξαιτίας του είναι όλοι μανταλωμένοι στα σπίτια τους. Ακούγεται βέβαια κουβεντολόι πίσω από τους τοίχους και είναι σίγουρο ότι η κατσαρόλα τσιγαρίζει το κρεμμύδι αλλά μέχρι εκεί φτάνει η πληροφορία.  





Βγαίνοντας  από αυτή τη διάσταση, αποφασίζουμε μια επίσκεψη στη Χώρα. Δεν φημίζεται για τη γραφικότητά της γιατί με το που έγινε το νησί τοπ θρησκευτικός προορισμός, άρχισαν να ξεφυτρώνουν τα ξενοδοχεία.. Κτίρια αισθητικής δεκαετίας του '70 και καφετέριες παντού είναι μια εικόνα που δεν πάει στο Αιγαίο. Το λιμάνι, η Παναγία, η ανηφόρα με το κόκκινο χαλί είναι μια άλλη πραγματικότητα από αυτή της ενδοχώρας. Υπάρχει όμως αυτό το υπέροχο βοτσαλωτό στον περίβολο του ναού και τα λιβάνια είναι σε τόσο μεγάλη ποικιλία που αν είσαι οπαδός όπως εγώ, σε τραβάνε από τη μύτη όλα αυτά τα τριαντάφυλλα, οι βιολέτες, οι γαζίες και τα γιασεμιά.




Η επιστροφή στη Ρόχαρη που είναι η βάση μας, προχωρημένο βράδυ, μας ξαναδίνει τη θέση μας στο σύμπαν.



Ο Πλανήτης γίνεται μια φιγούρα στο σκοτάδι που πέφτει.  Το στερέωμα ανάβει το φως του να φανεί ο αστερισμός. Και τότε, στο βάθος διακρίνουμε με γυμνό μάτι τον κομήτη να διαγράφει τροχιά με το δικό του χρονόμετρο. Και μας πιάνει ένας τρελός ενθουσιασμός που γινόμαστε μάρτυρες στο ταξίδι του. Εδώ. Στην Τήνο.



Χαρά Γιαννοπούλου