Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Βροχεία. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Βροχεία. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Δευτέρα 12 Αυγούστου 2019

* ΑΙΓΙΝΑ *




Κοντά μια ώρα και κάτι από τον Πειραιά χρειάστηκε για να πιάσουμε Αίγινα. Στην υποδοχή, ωραία νεοκλασική οικία πωλείται, διώροφη, υπερήλικας με σφραγίδα διατηρητέου. Το νησί μόλις μας συστήθηκε. Το καταρρέον αρχοντικό του Κωνσταντίνου Βογιατζή, εμπόριο σπόγγων, είναι κυρίαρχο στις καρτ ποστάλ μαζί με τα κανάτια και τις  άμαξες.

Ο Φοίβος κατεβάζει τον καταπέλτη την ώρα που πάει να σουρουπώσει. Ο ήλιος κόβεται λωρίδες από τα κατάρτια στην προκυμαία και η σιέστα έχει τελειώσει προ πολλού. Στην περαντζάδα παίρνει το μάτι μας τα πλωτά μανάβικα, ροδάκινα και πεπόνια αργίτικα σε καφάσια στερεωμένα στις πλώρες των καϊκιών. Από πάνω ομπρέλα κίτρινη, η μανάβισσα φουλ ροζ, σε πράσινο τα ζαρζαβατικά, δαμάσκηνα ο ορίζοντας. Oυράνιο τόξο με το καλό, οι διακοπές.





Με την πλάτη στη δύση παίρνουμε κατεύθυνση προς Μαραθώνα. Και ναι, διασχίζουμε με το απαιτούμενο δέος  τον πρώτο αμαξιτό δρόμο της χώρας. Η Αίγινα υπήρξε πρωτεύουσα επί Καποδίστρια και όσο να είναι, τα μεγαλεία δεν της έλειψαν. Στη στροφή με το τριανταφυλλί σπίτι, περασμένες εννιά, προβάλλει φωτισμένο το Σινέ Ακρογιάλι. Απέναντι η θάλασσα. Συνεχίζουμε παράλληλα με το λυκόφως για τη Βροχεία, το ψαροχώρι μας, για να βγάλουμε από πάνω μας τη μυρωδιά της πόλης.


Το επόμενο πρωί θα διαπιστώσουμε ότι σε αυτή τη μεριά του νησιού, και όχι μόνο δηλαδή, το καλοκαίρι βγαίνει στο χρώμα της φιστικιάς. Να ξυπνάς με θέα τον φιστικεώνα και να κατεβαίνεις στο λιμανάκι σε πλήρη μοναξιά είναι μια φιλόδοξη ιδέα για διακοπές. Δίπλα στη βρύση να αλλάζει πλευρό η κανελιά γάτα, ενώ η ασημένια να εγκαταλείπει το σκαλοπάτι για κανένα χάδι.

Αφήνουμε την κατάσταση ζεν, για μπάνιο στην Αιγινήτισσα. Ένας μικρός κόλπος με μια σειρά πανύψηλους ευκάλυπτους από πάνω του. Γραφικός αλλά ούτε κόκκος άμμου δεν φαίνεται που να μην έχει καταπατηθεί από την ήμαρτον ξαπλώστρα με τις ρόδες, αυτή που ρολάρει τον λουόμενο καρφί στο νερό. Οπισθοχώρηση στο Μαραθώνα. Εδώ τα τραπέζια-καθίσματα έχουν κάνει κατοχή στην ακτή για να μη βρίσκει η θάλασσα πού να απλώσει το κύμα της. Για καλή μας τύχη όμως, πάντα μένει ένα κομμάτι παραλίας ανεκμετάλλευτο, βορά στα αρμυρίκια, τα βότσαλα και τα ψαράκια που λυμαίνονται αυτά τα διάφανα νερά.

Το απόγεμα στην πόλη, ανακαλύπτουμε τα παλιά καφενεία. Στα ενδότερα, ο μικρός σφουγγαρίζει το μωσαϊκό ενώ απέξω πάει κι έρχεται με ελαφρύ καλπασμό,  σημαιοστολισμένος ο ντορής. Είναι καφετής και ψαρός και μαύρος και το αμαξάκι του έχει καλογυαλισμένους τροχούς  και είναι γαλάζιοι και κόκκινοι και κατάλευκοι. Ο ήχος από τα πέταλα, το ντιν ντιν που αντηχεί στην προκυμαία, έρχονται από άλλον αιώνα όμως τώρα η ματιά είναι διαφορετική. Κρύβει μια ενοχή η χαρά να βλέπουμε τα μόνιππα να ανεβοκατεβαίνουν το δρόμο. 





Το πρωί της επομένης, τα βλέπουμε σταθμευμένα απέναντι από το νεοκλασικό στο λιμάνι. Κάτω από το στέγαστρο, τα άλογα μασουλάνε το σανό τους υπό το ζυγό, καλυμμένα  με την πολύχρωμη κουβέρτα τους. Η θερμοκρασία έχει κάνει απότομη βουτιά και χρειάζονται  ένα ζεστό σκέπασμα. 






























Ιδού λοιπόν, το μεσοκαλόκαιρο βγάζει πρόσωπο φθινοπώρου, και δεν είναι για κακό αφού το ζητάνε οι φιστικιές, μας είπε ο κεραμοποιός στον Μεσαγρό. Χώρια που, με τον ήλιο μισοκρυμμένο, η Αφαία είναι πιο εύκολη να την περπατήσουμε. Αφαία θα πει άφαντη, όπως το ηλιοβασίλεμα δηλαδή, καθώς ο αρχαιολογικός χώρος κλείνει τις πόρτες νωρίς το απόγεμα, δηλαδή μεσημέρι. Μας μένουν όμως η μυρωδιά του πευκώνα καθώς ανεβαίνουμε το λόφο και αυτές οι υπέροχες καθαρές γραμμές των αρχαιοελληνικών ναών.



Επιστρέφουμε μέσα από τα εξοχικά δρομάκια του Μεσαγρού, σε μια διαδρομή μαγευτική. Πόσες αποχρώσεις του πράσινου, πόσα αρώματα και θροΐσματα φύλλων και μάντρες φορτωμένες με γιασεμί και δάφνες. Και πάνω που η φύση μεγαλουργεί στην απλότητά της, βρισκόμαστε μπροστά στο φαραωνικό ναό του Άγιου Νεκτάριου, όλα του στον υπερθετικό βαθμό. Γύρευε τι θα σκεφτόταν ο επονομαζόμενος προστάτης των φτωχών αν έβλεπε αυτό το ογκώδες οικοδόμημα, ολυμπιακών διαστάσεων.

Ευτυχώς  λίγο πριν τον Άγιο, κάνουμε ένα πέρασμα από την Παληαχώρα. Το μεσαιωνικό χωριό με τις μισογκρεμισμένες βυζαντινές εκκλησιές ανηφορίζει το βουνό μέσα από γαϊδουράγκαθα και κυπαρίσσια. Στην είσοδο, χτυπάει βάρδια η Πυροσβεστική. Έχει συννεφόκαμα και το μονοπάτι ανεβαίνει κάθετο. 



Ξεκινάμε από την Παναγία του Γιαννούλη, περνάμε από τον Άγιο Γεώργιο τον Καθολικό και φτάνουμε ψηλά στον Διονύσιο της Επισκοπής. 
Από εδώ βιγλίζουμε τη θάλασσα όπως έκανε άλλωστε και η σκοπιά της εποχής, αφού το σημείο είναι στρατηγικό. Ο οικισμός ήταν επί τούτου ανεβασμένος εδώ πάνω, για το φόβο του πειρατή.

Το βραδάκι στην πόλη, οι ψιχάλες πέφτουν πασπαλιστές, έτσι που το Σινέ Άνεσις, μετράμε δεύτερο θερινό στο νησί,  αναγκάζεται να αναβάλλει την προβολή. Το πλακόστρωτο γυαλίζει και στην ανηφορίτσα για το πάρκινγκ στάζουν οι δάφνες. Γιατί όχι.


Όμως την επόμενη μέρα,  το καλοκαίρι επιστρέφει και ξαναπέφτουμε στις λιακάδες. Στην Πέρδικα, το καΐκι λύνει για τη Μονή. Μας περιμένουν τα παγόνια. Τα θηλυκά βολτάρουν ανάμεσα σε ξαπλώστρες και ομπρέλες και ο αρσενικός, πλουμιστός, κάτω από μια ελιά, κρώζει κατ΄ εξακολούθηση. 




Το πιθανότερο, μας λέει στα παγονικά να τα μαζεύουμε και σε άλλη παραλία. Κάνουμε μια γρήγορη εξερεύνηση στο νησάκι και πάνω στο κρατς της πευκοβελόνας βρισκόμαστε μπροστά στο παραδείσιο του πράγματος. 


Βραχάκια, νερά γαλαζοπράσινα κι από πάνω η σκιά των δέντρων. Και ύστερα,  ελάφια στο δασάκι, όχι αυθάδικα σαν τα παγόνια αλλά διστακτικά. Δεν ορμάνε στο ψωμάκι, σιγουρεύονται πρώτα μη σκάσει κανένα κινητό με κοντάρι και εμβολίσει την ησυχία τους.

Πίσω, στο λιμανάκι της Πέρδικας, μετά τα σκαλιά , μετράμε ταβερνάκια. Μια σειρά γλάστρες με βασιλικά κρύβουν πίσω από τα φυλλώματα  τον μυστηριώδη άνδρα με τη φουφού. Ψηλός, φρεσκοξυρισμένος, ψαρομάλλης με ασορτί μουστάκι και αφοσίωση στην τέχνη της θράκας. Έχει απιθώσει στη σχάρα ένα ψάρι δύο επί τρία και σε τακτά διαστήματα του αλλάζει μεριά. Μόλις είναι έτοιμο, το καπακώνει με μια πιατέλα, την αναποδογυρίζει και με αργές κινήσεις  πηγαίνει προς την κουζίνα. Επιστρέφει με νέο υλικό, χταπόδι τώρα. Αυτή η ιεροτελεστία γίνεται δυο τρεις φορές  ακόμα.  Στο τραπεζάκι δίπλα έχει  ένα ποτήρι ούζο και τα τσιγάρα του.

























Και το καλοκαίρι συνεχίζεται..


Χαρά Γιαννοπούλου