Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Τζουμέρκα. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Τζουμέρκα. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τετάρτη 18 Απριλίου 2018

* ΗΠΕΙΡΟΣ *









Η άνοιξη δίνει παράσταση στην Ήπειρο με φόντο τα χιονισμένα Τζουμέρκα. Φεύγοντας από την Αθήνα, έχω στο μυαλό μου ότι ο καιρός δεν ταιριάζει με τα λευκά σεντόνια στα βουνά, αλλά η σκέψη μου δεν βρίσκει έδαφος εδώ. Το χιόνι θέλει ακόμα για να λιώσει στις κορυφογραμμές όμως η φύση στο οροπέδιο δεν βρίσκει την ώρα να ξαναγεννηθεί στους αγρούς.


Πρώτη μέρα στα πόδια του δικού μας Έβερεστ, το αυτοκίνητο περικυκλωμένο από την οροσειρά μοιάζει παιχνιδάκι για κούρντισμα, τόσο επιβλητικό είναι το τοπίο. Τα πλατώματα πρασινίζουν και δαμασκηνιές ξεφυτρώνουν ολάνθιστες παντού. Στον κάθετο βράχο, ψηλά, το μάτι μας πιάνει το μοναστηράκι της Κηπίνας. Πώς χτίστηκε εδώ αυτή η αετοφωλιά είναι ένα ερώτημα, η πέτρα τρυπάει το εκκλησάκι ή μήπως ο μοναχός έκανε ειρήνη με τον γκρεμό. Περνώντας την εξώπορτα ανεβαίνουμε τα σκαλιά και περνάμε ένα ξύλινο γεφυράκι για να βρεθούμε στα κελιά. Σα να το έχουν εγκαταλείψει είναι το μέρος αλλά τα κεντητά κόκκινα χράμια είναι στρωμένα και καναδυό κεριά καίνε στο μανουάλι. Μάλλον η αποχή από τα εγκόσμια έχει το νόημά της σε αυτόν τον μικρόκοσμο.




Στην έξοδο κάτι χαλάκια με κίτρινα αγριολούλουδα επαναφέρουν τη χαρά της ζωής μετά το αυστηρό μάτι της μονής και συνεχίζουμε για τους Καλαρρύτες. Εδώ όλα είναι γκρίζα, είναι παντού η πέτρα η ηπειρώτικη και είναι θαύμα να τη βλέπεις πώς ταιριάζει με την ανθισμένη αμυγδαλιά. Στην Άκανθο ο Ναπολέων έχει τσίπουρο, φασόλια γίγαντες με χόρτα και ιστορίες για την παρέα. Εγώ πάλι που δεν είμαι για εξομολογήσεις, ρίχνω μια ματιά ένα γύρω στο μαγαζί. Μπακάλικο παμπάλαιο, μαγέρικο γεμάτο ράφια με λιχουδιές, στους τοίχους φωτογραφίες της ζωής στο χωριό και τα ξύλα βαμμένα στο χρώμα της μέντας. Στο πρώτο τσίπουρο μού έρχονται στο μυαλό οι αγελάδες που συναντήσαμε στο δρόμο, ισχνές κι εδώ πάνω, στο δεύτερο επανεκτιμώ τους γίγαντες με χόρτα. Στο τρίτο, ας χιονίζει και ας βρέχει. 





Τώρα βέβαια η βροχή δεν είναι καλή παρέα για να πάρουμε τα σοκάκια του χωριού οπότε μας μένει ο δρόμος της επιστροφής. Ο Άραχθος μας ακολουθεί με το βουητό του, γαργαλάει τις πέτρες και περνάει κάτω από το γεφύρι της Πολιτσάς κοντά στο Αμπελοχώρι με το ωραίο πετρόχτιστο πλατεάκι. Στο Στέκι του χωριού, μας περιμένει η μαντεμένια σόμπα που πυρώνει για το τσάι του βουνού και ζεσταίνει και το κοκαλάκι μας γιατί με τη δύση του ήλιου η θερμοκρασία παίρνει την κατιούσα.


Μέρα δεύτερη, ο τοπιογράφος θα δόξαζε την τέχνη του, στις όχθες του Βοϊδομάτη. Το όνομα σημαίνει πηγή του νερού, voda(νερό) και mati(πηγή), ξεχάστε δηλαδή τα βοοειδή και το βλέμμα τους. Έξω από την Κόνιτσα, στην Κλειδωνιά ακολουθούμε το μονοπάτι παράλληλα με το ποτάμι για να βγούμε στο γεφύρι. Τοξωτό, πέτρινο, χορταριασμένο, θαύμα το γεφύρι και τα πλατάνια του. Ανηφορίζουμε την πλάτη του, να σηκωθούμε λίγο ψηλότερα, γιατί αυτή είναι η αίσθηση, και στην κορυφή του τόξου βουτάμε κάτω, νοερά, το διευκρινίζω, μήπως μάθουμε τα μυστικά του νερού. Τι να σκεφτώ τώρα που το γάργαρο κρύσταλλο τα σκεπάζει όλα.

Μέρα δεύτερη, ο τοπιογράφος δοξάζει την τέχνη του, στις όχθες του Βοϊδομάτη. Το όνομα σημαίνει πηγή του νερού, voda(νερό) και mati(πηγή), ξεχάστε δηλαδή τα βοοειδή και το βλέμμα τους. Στην Κλειδωνιά, έξω από την Κόνιτσα, υπάρχει ένα μονοπάτι που πάει παράλληλα με το ποτάμι για να βγάλει στο γεφύρι. Έχοντας απολαύσει ψητή πέστροφα δίπλα στον αφρό, η βόλτα είναι ό, τι πρέπει για να συνειδητοποιήσουμε ότι μια ζωή την έχουμε κι αν δεν τη γλεντήσουμε. Το γεφύρι είναι θαύμα, τοξωτό, χορταριασμένο, ωδή στην πέτρα κι από κάτω γάργαρο νερό ορμάει στο βότσαλο. Ανηφορίζοντας την πλάτη του, νομίζω ότι θα πετάξουμε, ότι θα σηκωθούμε λίγο ψηλότερα αδελφέ, να δούμε πώς είναι, τι έχει η φύση να μας πει εδώ πάνω.



Και η φύση, κατά τη σοφία της μας οδήγησε ήσυχα ήσυχα στην όχθη, να αράξουμε στα χοντρά βότσαλα για να χαζέψουμε το πηγαινέλα του ποταμού, μήπως εξαγνιστούμε έτσι από τη σκόνη της πόλης. Πάνω κει να ΄σου και οι ράφτερς με τα κανό, παραγγέλματα και αλαλαγμοί αυτοί, αγώνες για την πιο μακρινή πετριά εμείς. Εμφανίζεται κι ένα άλογο γιατί τα ακτίβιτις περιλαμβάνουν και ιππασία και γινόμαστε όλοι παιδική χαρά.

Ο μικρός εξερευνητής ρωτάει την μαμά του αν το ποτάμι έχει κορκόδειλους κι εμείς ξαναζούμε τα παιδικά καλοκαίρια με τις μεγάλες απορίες. Κι ενώ ο Βοϊδομάτης, κατά τη συνήθειά του γουργουρίζει, καταλαβαίνω ότι το ποτάμι δεν κρύβει μυστικά, είναι αυτό που είναι, διάφανο, ορμητικό όταν έρχεται η ώρα και χρειάζεται μόνο να πηγαίνουμε με τα νερά του. Το πιστό του δρομολόγιο το τηρεί αιώνες τώρα και είναι και φιλικά προσκείμενο στα καγιάκ αν συνεργάζονται μαζί του.

Στην επιστροφή, μπερδεύονται όλα μαζί, νερά, πουλιά, δέντρα, μυρωδιές, ήχοι, γιατί η άνοιξη έτσι είναι, φουριόζα και πολύχρωμη κι ας έχει από πάνω της τη βλοσυρή γραμμή των Τζουμέρκων.


Χαρά Γιαννοπούλου