Κυριακή 30 Ιουλίου 2023

* ΚΑΛΟΚΑΙΡΙΟΥ ΣΥΝΕΧΕΙΑ *






Λίγο πριν μπει ο Αύγουστος, η πόλη ζεματάει, εγώ τρώω καρπούζι στο χωράφι του παιδικού μου καλοκαιριού στην Πελοπόννησο και πιάνω την ιστορία από κει που την άφησα.

Τα μεσημέρια της υποχρεωτικής σιέστας λοιπόν. Την ώρα που στην αυλή οι μύγες έκαναν πτήσεις πάνω από το πλαστικό τραπεζομάντηλο, εμείς δεν έπρεπε να βγάζουμε κιχ μέσα από τα σεντόνια μας που τα ανεβάζαμε πάνω από το κεφάλι για να πνίγουν τους ψιθύρους μας. Ήταν καταναγκαστικό έργο ο μεσημεριάτικος ύπνος που άρεσε τόσο στους μεγάλους ώστε να πιστεύουν ότι είχαμε το ίδιο γούστο. Αλλά τώρα που το σκέφτομαι, μάλλον μας υπέβαλλαν σε αυτή τη δοκιμασία για να κάνουν διάλειμμα από το παιδικό μας περαδώθε που βούιζε σαν μέλισσα γύρω από το δικό τους καλοκαίρι. Ίσως ο μόνος τρόπος να έρθουμε σε συμβιβασμό με αυτή τη χαμένη ώρα θα ήταν να την περνούσαμε στην τραγάτα που υψωνόταν στην αυλή του μικρού θείου δίπλα στο σπίτι της γιαγιάς. Η τραγάτα ήταν ένας αυτοσχέδιος πύργος από καλαμιές με στέγαστρο για τον ήλιο, στην οποία ο αδελφός της μαμάς ανέβαινε από μια ξύλινη σκάλα. Από κει πάνω βίγλιζε τα χωράφια του όταν δεν κοιμόταν τα μεσημέρια, ενώ τη νύχτα χωρίς αμφιβολία ήταν πιο κοντά στα αστέρια από μας.

Στο μεταξύ κατέφτανε το απόγευμα, που οι μεγάλοι ήταν πια ξεκούραστοι, και τότε όλος ο θίασος φορτωνόταν στην καρότσα του τρακτέρ και ξεκινούσαμε για τη θάλασσα. Για να φτάσουμε στην ακτή έπρεπε να διασχίσουμε το δαιδαλώδες πευκοδάσος της Στροφυλιάς που αντιστέκεται μέχρι σήμερα και απέχει από τη Νέα Μανολάδα, το χωριό δηλαδή, κοντά τρία χιλιόμετρα.

Πάντα είχα την απορία πώς ο μικρός θείος δεν μπερδευόταν με τόσες διακλαδώσεις και κορμούς που φύτρωναν ξαφνικά στο δρόμο μας. Όταν φτάναμε στην παραλία κατασκονισμένοι και αναμαλλιασμένοι μας περίμενε μια ρηχή διάφανη θάλασσα αν βέβαια βγάλουμε από την εικόνα τα φύκια στην ακτή. Τα φύκια κολλούσαν με επιμονή στα πόδια μας και χρειαζόταν να στεγνώσουν για να διώξουμε από πάνω μας αυτές τις ενοχλητικές σερπαντίνες.

Τα πεύκα πλησίαζαν τη θάλασσα και αποκάλυπταν ένα μικρόκοσμο από οικογένειες που παραθέριζαν με στρατιωτικές σκηνές και όλη τους την οικοσκευή ενώ στην άκρη της παραλίας υπήρχε κι ένα εγκαταλειμμένο παλιό ξενοδοχείο, απομεινάρι των ιαματικών λουτρών της περιοχής, που μάζευε στα διαμπερή δωμάτια με τα πορτοπαράθυρα ξηλωμένα, κατοίκους από τα διπλανά χωριά. Ήταν ένα πολύχρωμο σκηνικό αυτό με τα μπανιερά κρεμασμένα σε μπουγαδόσκοινα και τις πετσέτες θαλάσσης απλωμένες στις ασπρισμένες μάντρες. Έμοιαζε με Κυκλαδονήσι πριν το σαρώσει ο τουρισμός, αυτό το χάλασμα που όταν φθινοπώριαζε επέστρεφε στη μοναχική ζωή με τα παράθυρά του να χάσκουν σαν ανοιχτά στόματα περιμένοντας μια φιλική κουβέντα. Η  εγκατάλειψη αυτή μου έφερνε πάντα μια ανατριχίλα καθώς σκεφτόμουνα πως το ξενοδοχείο ήταν σπίτι για τους πνιγμένους από χρόνια συγχωριανούς που ίσως έβγαιναν τα βράδια από το νερό για να στεγνώσουν τα ρούχα τους και να τινάξουν από πάνω τους την αγωνία να σωθούν.

Εμείς πάντως στα βαθιά δεν μπαίναμε γιατί η μαμά δεν ήξερε καλό κολύμπι και τρόμαζε με το παραμικρό. Φορούσε πάντα ένα σκουφί θαλάσσης με ανάγλυφες μαργαρίτες για να μη βρέχει τα μαλλιά της και δεν σήκωνε κουβέντα όταν αρνιόμασταν να φορέσουμε κι εμείς τα δικά μας. Ήταν μεγάλο βάσανο για κείνη να χρειάζεται να λούσει και τα μαλλιά μας εκτός από το μπάνιο που μας έκανε κάτω από τη βρύση στην αυλή. Με τόσους περιορισμούς δεν την αγαπήσαμε τη θάλασσα, μέχρι που ήρθε στην οικογένεια η μικρή μας αδελφή. Σαν γεννημένη στο νερό, βουτούσε από τις βάρκες και δεν έβγαινε στη στεριά παρά μόνο όταν το ασπράδι των ματιών της γινόταν κόκκινο. Ξανοιχτήκαμε τότε κι εμείς, μας είχε κάνει κολυμβήτριες και ο μπαμπάς κι έτσι απομακρυνόμαστε από τις ηλικιωμένες γυναίκες που άραζαν στα ρηχά με τις μαύρες κομπινεζόν και τα ψάθινα καπέλα τους για να ασκήσουν την τέχνη τους στο κοινωνικό σχόλιο.

Αν όμως με τη θάλασσα δεν τα είχαμε τόσο καλά, με τη στεριά τα πράγματα ήταν διαφορετικά. Με το σούρουπο περνούσαμε τις γραμμές για να αγοράσουμε παγωτό από το μοναδικό περίπτερο του χωριού ενώ στην αυλή της γιαγιάς μαζευόταν σιγά σιγά η γυναικοπαρέα. Έκανε γκλιγκ το ζεμπερέκι της πόρτας και έμπαινε η κουστωδία, η Σοφία η δασκάλα, το πρώτο κορίτσι στο προσφυγοχώρι που πήγε στο γυμνάσιο, η Κατίνα που ο άντρας της ήταν καπετάνιος και σε μια άλλη ζωή ίσως σταρ του σινεμά, η Γιώτα η μοδίστρα και η Βγένω από απέναντι, η ωραία τσιγγάνα με τις μακριές κοτσίδες που τις τύλιγε στεφάνι γύρω από το κεφάλι της. Την είχε κλέψει ο άντρας της, ένας ψηλός, ξανθός ντόπιος, γιατί δεν του έδιναν συγκατάθεση για το γάμο. Αυτή η γυναίκα είχε μια ευγενική φυσιογνωμία κόντρα στα σκληρά πρόσωπα που έβλεπα τριγύρω και καθόταν συνήθως με τα πόδια ανοιχτά κάτω από το μακρύ φουστάνι. Με τη ζέστη έλυνε το μαντήλι της και τότε αποκαλύπτονταν τα κορακάτα μαλλιά της κάνοντας τη μαμά να απορεί που στην ηλικία της δεν είχε ούτε μια άσπρη τρίχα, ενώ η καημένη η μάνα μας είχε ξεκινήσει τις βαφές από τα τριάντα. Σε αυτές τις μαζώξεις πολλά λέγονταν με ψιθύρους γιατί ήμασταν κι εμείς παραδίπλα ενώ το παραμικρό είχε τη σημασία του. Τα κρωξίματα των πουλιών, τα όνειρα και καμιά άστοχη κουβέντα που τις έκανε να φτύνουν δεξιά και αριστερά στον αέρα, έδιναν ένα μυστηριακό τόνο σε αυτό το νυχτερινό καθαρτήριο.

Το χωριό όμως έμελλε να αποκτήσει και ευρωπαϊκό αέρα με την εμφάνιση των Ολλανδών. Οι Ολλανδέζοι, όπως τους αποκαλούσαν οι συγχωριανοί, ήταν μια οικογένεια με δύο παιδιά, ο Τζώρτζης, ένας βίκινγκ, με ξανθό μουστάκι και το πιο γλυκό χαμόγελο που είχα δει, η Μάρια, μια ψηλή, ηλιοκαμένη γυναίκα, τα δυο τους παιδιά, μεγαλύτερα και ομορφότερα από μας και ο θηριώδης μαλλιαρός σκύλος τους ο Άρης. Είχαν έρθει στην Πελοπόννησο με προτροπή ενός φίλου τους από το χωριό που είχε διατελέσει κάτι χρόνια ναυτικός. Το βανάκι τους ήταν στημένο στο διπλανό οικόπεδο και είχαν πιάσει φιλίες με όλους, πιο πολύ όμως με τον μικρό θείο που είχε κάνει ένα φεγγάρι στη Βραζιλία. Μέχρι μάλιστα να θυμηθεί τα κουτσοαγγλικά του προσπαθούσε να μάθει το όνομα του Τζώρτζη βουτώντας ψωμί μέσα στο ποτήρι με το κρασί για να αναπαραστήσει το μυστήριο της βάφτισης.

Οι Ολλανδοί ήταν σαν πλάσματα εξωτικά σε αυτή τη γωνιά της γης που όλοι ήταν μαυριδεροί από την ολοήμερη δουλειά στα χωράφια και οι παλάμες τους ήταν πράσινες από τη συγκομιδή της ντομάτας. Αυτοί ήταν φρέσκιοι και ροδοκόκκινοι από τον ήλιο και τα παιδιά τους είχαν κάτι ωραία ξανθά μαλλιά, αεράτα, όχι σαν τους καστανούς θύσανους που είχαμε εμείς στο κεφάλι και τα φριχτά κουρέματα που μας υπέβαλλαν οι κομμώτριες της εποχής.

Τα βράδια τους άρεσε να τα περνούν στην μοναδική ταβέρνα του χωριού με την μεγάλη μουριά, την ασβεστωμένη πίστα και το τζουκ μποξ. Εκεί ο Τζώρτζης συνήθιζε να παραγγέλνει σουβλάκια για τον Άρη, σκανδαλίζοντας τους χωρικούς που θεωρούσαν ιεροσυλία να χαραμίζει κανείς τέτοια λιχουδιά για ένα σκύλο. Του έβαζαν τις φωνές μισοαστεία μισοσοβαρά κι εκείνος γελούσε με τα κάτασπρα δόντια του κι ενώ δεν καταλάβαινε τη γλώσσα ήξερε ότι το χωριό ήταν αντίθετο σε τέτοιες συνήθειες αλλά ταυτόχρονα τον αγαπούσε κιόλας. Σε τέτοια μέρη τα ζώα ήταν μόνο για τη δουλειά και την παραγωγή και τα φρόντιζαν επειδή ήταν χρήσιμα. Σκληρή ζωή, σκληροί άνθρωποι.

Εκτός από το βαν τους οι Ολλανδοί είχαν και φωτογραφική μηχανή και μας έβγαζαν συχνά φωτογραφίες. Τις εμφάνιζαν σε μεγάλο μέγεθος και μας τις ταχυδρομούσαν, ασπρόμαυρες, ολοζώντανες σχεδόν κι ας μην μπορούσε να δει κανείς ότι το φουστάνι της μαμάς ήταν πράσινο με κίτρινες μαργαρίτες και το δικό μου ροζ. Και η γιαγιά ήταν ασπρόμαυρη με τα γυαλιά της, το ένα θαμπό για τον καταρράκτη, και τα ξαδέλφια μου, γελούσαν κι αυτά ασπρόμαυρα με τα ξυρισμένα τους κεφάλια και η μεγάλη μου αδελφή πάντα με το ντροπαλό της βλέμμα και ο αδελφός της μαμάς, κάτισχνος με το τσιγάρο στο χέρι και τα μάτια μισόκλειστα από την αντηλιά.

Και κάπως έτσι περνούσαμε στην μετά εποχή, όταν κατέβαινε ο μπαμπάς στο χωριό να κάνει κι αυτός διακοπές. Τώρα πηγαίναμε για μπάνιο οικογενειακώς με το φορτηγό και μπαίναμε στη θάλασσα κάτω από το αυστηρό του βλέμμα που γύριζε σαν περισκόπιο όλη την παραλία. Μισή ώρα το απόγευμα ήταν ο ανώτερος χρόνος παραμονής και ύστερα γραμμή για το χωριό. Δεν ήταν μέρες κοινωνικοποίησης τότε, αλλά για καλή μας τύχη την ίδια εποχή κατέβαιναν και οι Αθηναίοι συγγενείς για να ξεκαλοκαιριάσουν. Έτσι ο μπαμπάς έπαιρνε το βαρύ του βλέμμα από τις ασχολίες μας και περνούσε τη μέρα του στο καφενείο αγορεύοντας και αναλύοντας την πολιτική κατάσταση.

Κανονίζονταν όμως και εκδρομές στις γύρω περιοχές, στην Ολυμπία που η θεία Ν δεν έβλεπε τίποτα άλλο παρά μόνο αγκωνάρια, στην Κυλλήνη για να βουτήξουμε στην ιαματική λάσπη, στο Δυρό που η θεία Μ τρόμαζε κάθε φορά που η βάρκα ακουμπούσε τα τοιχώματα, στην Πάτρα για να δούμε το Ρολόι, στα τοπικά πανηγύρια με το ψητό στη λαδόκολλα και τα ηχεία στο τέρμα. Ήμασταν τότε μια ανάμικτη παρέα μικροί και μεγάλοι, είχαμε τόσα να δούμε και τόσα χιλιόμετρα να διανύσουμε και τόσα να πούμε που το βλέμμα του μπαμπά δεν έπεφτε πάνω μας και απολαμβάναμε να είμαστε αόρατες.

Για το τέλος αφήνω μια από τις μεγαλύτερες χαρές του καλοκαιριού που παραμένει ακόμα ζωντανή χωρίς να έχει εποχή. Στο κεφαλοχώρι της περιοχής υπήρχε ο τόπος των ονείρων, το πρακτορείο τύπου. Ίσως επειδή στον μπαμπά άρεσε το διάβασμα, δεν μου χαλούσε χατίρι όταν του ζητούσα να περάσουμε από κει. Μου άρεσε η μυρωδιά του χαρτιού όταν έμπαινα μέσα να διαλέξω περιοδικά και βιβλία τσέπης από τις στοίβες που είχαν γεμίσει το πάτωμα. Μετά έπαιρνα το θησαυρό μου πίσω στο χωριό και διάβαζα με οικονομία για να μην τελειώσει γρήγορα. Πρόσεχα να μην τσαλακώνω τα εξώφυλλα και μαζί με την μεγάλη μου αδελφή βάζαμε χρώμα στις ασπρόμαυρες σελίδες από τα κόμικς.

Η φαντασία μου με πήγαινε μακριά τότε αλλά και τώρα δουλεύει ακόμα, κάνει διαδρομές μέσα σε αυτό το ζεστό καλοκαίρι που μας δίνει θάλασσες και γεμάτα φεγγάρια και έρωτες με αντάλλαγμα την επιβίωσή του. Θέλει κι αυτό ένα χεράκι για να διατηρήσει τον μύθο του..


Χαρά Γιαννοπούλου









Κυριακή 16 Ιουλίου 2023

* Η ΑΡΧΗ ΤΟΥ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙΟΥ *




Ιούλιος 2023 με την Αθήνα στο πορτοκαλί αποφασίζω να πάω λίγο πίσω, τι λίγο δηλαδή, και να γράψω για τα αλλοτινά καλοκαίρια μου, τα παιδικά, όχι για τις συγκρίσεις αλλά γιατί η ιστορία θέλει να ειπωθεί.

Τα καλοκαίρια αυτά λοιπόν άρχιζαν και τέλειωναν στο χωριό και ήταν γυναικεία υπόθεση, τον πρώτο μήνα τουλάχιστον. Μετά ερχόταν ο μπαμπάς. Μέχρι να γίνει όμως αυτό, την γιορτάζαμε κάθε μέρα την ελευθερία μας, όση μας επιτρεπόταν δηλαδή, μακριά από απαγορεύσεις και ατελέσφορα κυνηγητά σχολικών επιδόσεων.

Οι διακοπές ξεκινούσαν από το σταθμό του τρένου για Πελοπόννησο. Ο μπαμπάς φόρτωνε τα πράγματά μας στο βαγόνι και ύστερα ξεκινούσε την ζωή του εργένη που σίγουρα απολάμβανε πιο πολύ, ως γνήσιος μοναχικός τύπος που είναι. Η αμαξοστοιχία, λέξη με γνήσια αίγλη τότε, ξεκινούσε αργά το απόγευμα και έφτανε στο χωριό αργά το βράδυ όταν όλοι ήταν στα κρεβάτια τους. Σε αυτή τη μακριά διαδρομή, εκτός από το φόβητρο της Κακιάς Σκάλας, που ήταν να σε πιάνει τρόμος στη θέα του γκρεμού, που έκλεινα τα μάτια και βουτούσα στο κενό, είχαμε πάντα μια μεγάλη προσμονή. Ίσως σε κάθε σταθμό ή μόνο στο Αίγιο, δεν μπορώ να θυμηθώ, πλησίαζαν τα παράθυρά μας μικροπωλητές με κάτι μεγάλους ταβλάδες φορτωμένους σειρές λαχταριστά καλαμάκια. Δεν χρειαζόταν να κατεβούμε από το τρένο. Αρκούσε να βγάλουμε από το τζάμι την παλάμη με τα ψιλά και ύστερα να κρατήσουμε με άκρα συγκίνηση αυτό τον αχνιστό θησαυρό με το ψωμάκι καρφωμένο στη μύτη από το ξυλάκι. Αυτή η υπέροχη τσίκνα ξεπερνούσε σε μεγαλείο όλα τα αρώματα της εξοχής και έφτιαχνε και το στομάχι μας μια και το συνεχές τουκ τουκ αναποδογύριζε διαρκώς τα σωθικά μας.

Καθώς το τρένο περνούσε από τα χωριά και ο εισπράκτορας αράδιαζε ονόματα για αποβίβαση, το σκοτάδι που έπεφτε έδειχνε την ώρα να ανάψουν τα φώτα στα βαγόνια. Εμείς, με τις φάτσες κολλημένες στο τζάμι, προσπαθούσαμε μάταια να ξεχωρίσουμε κάτι σε αυτό το απόλυτο εξοχικό έρεβος. Από μέσα δεν μπορούσαμε να φανταστούμε πόσο εντυπωσιακό θέαμα ήμασταν για τους χωρικούς που έβλεπαν τα πορτρέτα μας να ταξιδεύουν με τα φωτεινά τους κάδρα πάνω στις ράγες. Τις επόμενες μέρες θα βρισκόμασταν στη δική τους θέση και θα περιμέναμε το σφύριγμα του τρένου για να τρέξουμε στις γραμμές. Τότε θα κουνούσαμε τα χέρια και θα κάναμε φασαρία για να μας δουν οι επιβάτες και να μας αντιχαιρετήσουν πριν χαθούν μέσα στη νύχτα.

Το σπίτι του παππού ήταν σχεδόν δίπλα στις γραμμές και κάθε που περνούσε το τρένο τα θεμέλια τραντάζονταν δίνοντας μας μια νέα αφορμή για διασκέδαση. Ήταν πλινθόκτιστο, προπολεμικό και είχε τα απαραίτητα δωμάτια, μια κρεβατοκάμαρα, ένα κουζινάκι και το μπάνιο στην αυλή, όπως συνηθιζόταν στα χωριά, για ανάγκες που δεν περιλάμβαναν αφρόλουτρα και χασομέρια. Στην κρεβατοκάμαρα ήταν τοποθετημένα αντικριστά δύο μεγάλα σιδερένια κρεβάτια, το ένα για να κοιμάται ο παππούς με τη γιαγιά και το άλλο για τη μαμά και την αδελφή της, τη θεία Μπουμπουλίνα. Στον ενδιάμεσο χώρο από τα δύο κρεβάτια ήταν στημένα τέσσερα ράντζα για την μεγάλη μου αδελφή και μένα και τα ξαδέλφια μας τα αγόρια. Το βράδυ τα ανοίγαμε και το πρωί τα μαζεύαμε.

Ήταν μεγάλη απόλαυση να είμαστε όλοι μαζεμένοι σε ένα δωμάτιο. Αυτό το κοινόβιο έμοιαζε με τα μικροσκοπικά χωριά των Ινδιάνων που έβλεπα στα εικονογραφημένα. Όσο λιγότερος ο χώρος τόσο περισσότερη η καρδιά. Κάτω από τα σεντονένια μας αντίσκηνα βλέπαμε την μισοαναμμένη λάμπα πετρελαίου να φωτίζει αμυδρά τη νύχτα και μας έπαιρνε ο ύπνος με τα κουτσομπολιά της μέρας να κάνουν πτήσεις πάνω από τα κεφάλια μας.

Ο παππούς, που μετά από ένα ατύχημα, τα είχε χάσει, όπως έλεγαν όλοι, συνήθιζε να σηκώνεται μέσα στο σκοτάδι για να πάει στο καφενείο. Τον παίρναμε χαμπάρι όταν είχε καταφέρει να ανάψει το φως σημαδεύοντας στα σκοτεινά με την άκρη της μαγκούρας του το μπουτόν. Αδιευκρίνιστο πώς, κατάφερνε πάντα να βρίσκει το στόχο χωρίς σχεδόν να βλέπει. Τότε η θεία μου σηκωνόταν για να του θυμίσει ότι δεν είχε ξημερώσει ακόμα κι εκείνος μετά από μια μικρή διαπραγμάτευση το έπαιρνε απόφαση και επέστρεφε ηττημένος στο κρεβάτι του. Στο μεταξύ η μυρωδιά του καθαρού πετρελαίου διαχεόταν σε όλο το δωμάτιο και κρατούσε μέχρι να φέξει, προς μεγάλη μου χαρά.

Έτσι εθιζόμουνα με όλους τους νόμους στο καθαρό πετρέλαιο, όμως δεν μπορώ να πω το ίδιο και για την υγρασία που πότιζε τον μεγάλο μπουφέ και όλο το περιεχόμενό του στο διάδρομο.

Ο μπουφές ήταν ένα τρομερό έπιπλο από σκούρο καφέ ξύλο με έναν παλιό καθρέφτη που είχε χάσει με τον καιρό τη γυαλάδα του και έκρυβε ανάμεσα στα διάφορα, το ψωμί, τα λουκούμια, τον καφέ και τη ζάχαρη. Αυτά τα τελευταία μαζί με τον παστουρμά που ο παππούς αγαπούσε γιατί είχε έρθει με την ανταλλαγή από ένα χωριό έξω από την Κωνσταντινούπολη, ήταν το πεσκέσι μας από την Αθήνα. Όταν ανοίγαμε λοιπόν το ξύλινο πορτάκι του μπουφέ ξεχυνόταν από μέσα μια βαριά μυρωδιά πολυκαιρισμένου καφέ μπερδεμένου με οινόπνευμα που με τίποτα δεν μπορούσα να συνηθίσω. Για να ολοκληρώνεται μάλιστα η καταστροφή, το ψωμί που είχε αγοραστεί φρεσκοψημένο το πρωί, κατέληγε μια μαραμένη φρατζόλα που είχε γυρίσει στις άκρες, σαν παπούτσι που το ξέβρασε η θάλασσα.

Η γιαγιά, που το όνομά της πήραμε τρεις ξαδέλφες στη σειρά, ήταν η δεύτερη γυναίκα του παππού. Κυκλοφορούσε πάντα αρματωμένη με χοντρές κάλτσες και μακριά μανίκια μέσα στο κατακαλόκαιρο και φορούσε το τσεμπέρι της μπροστά από το μέτωπο για να της κρύβει τον ήλιο. Όταν πήγαινε στο χωράφι ενίσχυε την ηλιοπροστασία με ένα ψαθί για να μην την πιάνει η παραμικρή ακτίνα..

Η μαμά έλεγε πως δεν ήταν καλή μαγείρισσα γιατί συνήθιζε να ανακατεύει συνέχεια το φαγητό μέχρι που γινόταν χυλός. Είχε όμως μεγάλη έφεση στο να ψωνίζει με δόσεις από τον πλανόδιο έμπορο που ερχόταν στο χωριό μια φορά την εβδομάδα. Μαζευόμασταν τότε γύρω από την ανοιχτή βαλίτσα του και η γιαγιά μας έβαζε να διαλέξουμε χαριτωμένα βρακάκια και καμβάδες για το κέντημα των διακοπών. Αγόραζε και σεντόνια για την προίκα μας, διότι σπίτι χωρίς σεντόνια δεν ανοίγεις, και στοίβαζε πατάτες από το χωράφι στην αποθήκη για να τις μοιράσει στις κόρες της στην επιστροφή τους στην Αθήνα. Μετά ακολουθούσαν τα συνήθη παράπονα της μαμάς ότι την έριξε στη μοιρασιά, η γιαγιά προσπαθούσε να δικαιολογηθεί και μπαίναμε σε εμφυλιοπολεμικό κλίμα. Αυτά όμως ήταν για να σκοτώνουν οι μεγάλοι τον καιρό τους. Εμείς είχαμε τσεπώσει τα δωράκια μας και έξω από αυτό θα περνούσε πολύς καιρός μέχρι να εντρυφήσουμε στην μυστηριώδη σχέση μάνας –κόρης, από την μεριά της μάνας βέβαια.

Η δική μου σχέση με τη μαμά περνούσε κύματα κάθε πρωί όταν έπρεπε να πιω το γάλα μου, για το οποίο είχε φροντίσει η κατσίκα της γειτόνισσας. Ομολογώ ότι υπήρχε τότε μια αγνότητα στην τροφική αλυσίδα αλλά καθόλου δεν με απασχολούσε αυτό βλέποντας το γάλα να σκάει με το βράσιμο σε μια φριχτή πέτσα που ήταν τόσο αποτρεπτική όσο και μια κουταλιά ποτάσα. Η μαμά για να κατευνάσει τη δυστυχία μου ή για να γλιτώσει τη γκρίνια μου έσπαγε τη γεύση με μια κουταλιά κακάο που έδινε ένα ωραίο καφέ ο λε χρώμα σε αυτό το υγρό αλλά δεν άλλαζε τα αισθήματά μου γι΄ αυτό. Και καθώς μου έρχονταν αναγούλες και δάκρυα στα μάτια, το σπίτι αγνοώντας το βάσανό μου συνέχιζε την ρουτίνα της μέρας.

Η θάλασσα απείχε τρία χιλιόμετρα από το χωριό και οι μόνοι που διέθεταν μέσο για κει ήταν οι θείοι μας, ο μικρός και ο μεγάλος. Το μέσο ήταν το τρακτέρ με την καρότσα του και καθώς το πρωί ήταν απασχολημένο στα χωράφια, το μπάνιο έμενε για το απόγευμα. Για να μην βαριόμαστε όμως όλη μέρα, γιατί είχε και το κέντημα τα όριά του, καμιά φορά ακολουθούσαμε κι εμείς στο χωράφι για να παίρνουμε και μια ιδέα από βαριές δουλειές, μια και στην πόλη είχαμε εξασκηθεί στη μαλθακότητα. Όχι ότι μας έβαζαν να κάνουμε τίποτα τρομερό, έτσι άψητοι που ήμασταν από τη ζωή στην πόλη, μόνο βόλτες κόβαμε στα λασπωμένα από τις ποτιστικές αυλάκια και μπαίναμε κάτω από το νερό που τιναζόταν με πίεση για τα κηπευτικά.

Όταν δεν παίζαμε με τα νερά, φορτώναμε καρπούζια στην καρότσα αλλά τις περισσότερες φορές δεν τα άντεχαν τα παιδικά μας χέρια. Τότε έσκαγαν μεγαλοπρεπώς στα πόδια μας κάνοντας μας να γελάμε συνωμοτικά. Ύστερα, για να μην πάνε χαμένα, βουτούσαμε το μούτρο μας στην ροδαλή σάρκα σαν διψασμένα βαμπίρ και τρώγαμε με την ψυχή μας. Μετά το καρπουζόλουτρο, το χωράφι έμοιαζε με εμπόλεμη ζώνη. Τις φλούδες τις κρατούσαμε για τις κότες και τα κατσίκια.

 

Συνεχίζεται…