Τετάρτη 9 Αυγούστου 2023

* ΑΓΚΙΣΤΡΙ *



 

Αν κάτι με συναρπάζει όταν το καράβι αφήνει τον Πειραιά και βγαίνει στα ανοιχτά είναι το μπλε της θάλασσας, το βαθύ το ατέλειωτο, αλλά φύγαμε με φωτιές από την Αθήνα και ο καπνός κάθισε πάνω από την Αίγινα κάνοντας το τοπίο απόκοσμο. Πνιγηρός αέρας τύλιξε το πλοίο και μοιάζαμε να ταξιδεύουμε καρφί για τη χώρα του πουθενά.

Ίδια ατμόσφαιρα και στο λιμάνι της Σκάλας διότι Αίγινα-Αγκίστρι δεν είναι παραπάνω από δέκα λεπτά απόσταση. Μόλις μεσημέριασε μάλιστα, απλώθηκε στην παραλία ένα κίτρινο, όχι από το καλό το φωτεινό, και το καλοκαίρι αμέσως άλλαξε σύσταση. Αλλά τι στο καλό, όταν περιμένεις έναν ολόκληρο χρόνο τις διακοπές, κάνεις καρδιά και μια επίκληση στον Αίολο να το γυρίσει αλλιώς και να μη συνδαυλίζει τη φωτιά, τουλάχιστον αυτός.

Στο Μεγαλοχώρι που είχαμε κατάλυμα, ο ήλιος έδυσε με ένα γκρίζο σκούφο στο κεφάλι του αλλά η γυναίκα που μας έφερε τη σαρδέλα στην ταβέρνα, μπαϊλντισμένη από την αφόρητη ζέστη, μας είπε ότι μάλλον πάει για καθάρισμα ο καιρός. Έτσι κι έγινε, το επόμενο πρωί η θάλασσα έβγαλε από πάνω της τη στάχτη, πλύθηκαν οι αυλές και τα χρώματα ξαναβρήκαν την αίγλη τους.




Πρωινό ξύπνημα στις διακοπές. Το ζήτημα με έχει απασχολήσει κατά καιρούς κι έχω καταλήξει ότι Καινούρια αυγή, Καινούρια ζωή, που λέει και το τραγούδι. Το ηλιοβασίλεμα είναι υπερεκτιμημένο.



Στη διαδρομή από το τέρμα του οικισμού στο λιμανάκι απόλαυσα μια καθόλα συναρπαστική επικοινωνία με το κύμα, το περαστικό καΐκι και τα τζιτζίκια της περιοχής. Μόνο με την ανατολή αυτά. Μετά ανηφόρισα στο χωριό για προμήθειες. 




Παρότι το είχαμε επισκεφτεί το προηγούμενο βράδυ και ομολογώ ότι μου άρεσε πολύ, στο πρώτο φως της μέρας το αγάπησα. Το Μεγαλοχώρι είναι η πρωτεύουσα του νησιού, ένας δαιδαλώδης οικισμός, γεμάτος σοκάκια με ασβεστωμένα πλινθόκτιστα σπίτια με μπλε παράθυρα, άλλα ερειπωμένα και άλλα ζωντανά. Το πρωί μάλιστα που μόνο ο φούρνος είναι ανοιχτός για να βγάζει ψωμιά, ο ήλιος έχει μια αιδημοσύνη που αφήνει διακριτικά μπαλώματα από ώχρα στους τοίχους, προς μεγάλη μου χαρά γιατί δεν μου προκύπτουν εύκολα τέτοια φαινόμενα στην πόλη.


Αγόρασα ένα καρβέλι και έκανα μια περιήγηση στα στενά γύρω από την Ζωοδόχο Πηγή. Το χωριό στο κέντρο του είναι φροντισμένο, με λιθόστρωτο με γεωμετρικά σχέδια εδώ κι εκεί και φαίνεται ότι δεν υπάρχει πρόθεση να γίνει άγρια εκμετάλλευση της περιοχής. Ακόμα και λίγο πιο έξω που ανοίγει ο τόπος, και τα σπίτια είναι καινούρια με μεγάλους κήπους και θέα, η βόλτα δεν κρύβει δυσάρεστες εκπλήξεις.


Το επόμενο απόγευμα μάλιστα που βγήκαμε από το χωριό, στα μισά της παραλιακής περαντζάδας για τη Σκάλα, στρίβοντας δεξιά και ανηφορικά βρεθήκαμε και σε έναν άλλο ωραίο οικισμό στην πλαγιά, το Μετόχι. Για το Μετόχι ο εξοχικός δρόμος ανεβαίνει μέσα από πεύκα και βελάσματα από κατσίκια. Δεν επιτρέπονται αυτοκίνητα εδώ πάνω, οπότε Εμπρός καλά μου πόδια και όσο πλησιάζαμε στην είσοδο τόσο πιο κάθετος γινόταν ο ανήφορος.


Όμως τι ομορφιά και τι ησυχία εδώ πάνω. Σα να έχει αποσυρθεί το νησί στα ιδιαίτερα διαμερίσματά του ξεφορτιμένο από την ντε και καλά κοινωνικότητα της Σκάλας. Εδώ κι εκεί βλέπαμε κανένα φωτισμένο παράθυρο, τα περισσότερα με θέα στη θάλασσα, κι επειδή μας έτυχε το λυκόφως, μας ακολούθησε αυτή η εξαίσια ροδογάλανη γραμμή του ορίζοντα μέχρι την κατηφόρα της επιστροφής. Για την κατεβασιά αυτή έχω να πω ότι δεν είναι να την παίρνει κανείς αψήφιστα γιατί η κλίση είναι μεγάλη και θέλει επαγρύπνηση.


Το Αγκίστρι όμως φημίζεται για τη θάλασσά του και μετά από το γρήγορο μπάνιο της πρώτης μέρας στο παραλιάκι του χωριού με τα αρμυρίκια, που πολύ ωραία μας τα είπε, σειρά είχε η Δραγονέρα. Ξεκινάω από το όνομα που πολύ μου άρεσε αλλά και το μέρος δεν πάει πίσω. Η απόσταση από το Μεγαλοχώρι είναι καναδυό χιλιόμετρα, που γιατί να μην την κάνεις με τα πόδια, όπως οι τουρίστες, όμως στους σαράντα Κελσίου που δεν αντέχω ούτε το δέρμα μου, κιότεψα. Όπως κι αν έχει, κατεβήκαμε έναν ωραίο αρωματικό πευκώνα και αίφνης πρόβαλλαν στον ορίζοντα κάτι γαλαζοπράσινα νερά Καραϊβικής που συνδυαστικά με τα δέντρα έβγαιναν κατευθείαν από την Αντίμπ του Μονέ.

Ξαπλώστρες και ομπρέλες πιάνουν ένα κομμάτι της ακτής μόνο, αλλά το κρεβατάκι το γλείφει το νερό λες και ο λουόμενος δεν μπορεί να περπατήσει ολίγα βήματα παραπάνω για να βουτήξει. Τι είναι ετούτο πάλι να πατικώνουμε τη θάλασσα με τα έπιπλά μας. Γι αυτούς όμως, μαζί κι εμείς, που ο ίσκιος του πεύκου τους λέει κάτι, η παραλία είναι υπερπλήρης αυτής της ομορφιάς. Με αυτή τη σκέψη ξαπλώθηκε η ψάθα στις πευκοβελόνες κι από πάνω εμείς πιάσαμε να χαζεύουμε μια τη θάλασσα και μια το πυροσβεστικό που περιπολούσε το δασάκι, ενώ μέσα από το νερό μπορούσαμε να δούμε τον πευκώνα να σκύβει το σγουρομάλλικο κεφάλι του πάνω από τον κολπίσκο. 


Η Δραγονέρα έγινε φίλη μας, όμως με την Απόνησο υπήρξε ένας διχασμός. Το νησί είναι ιδιόκτητο και έχει είσοδο, πληρώνεις δηλαδή για να μπεις, καθώς ο κάτοχος έχει βρει αυτόν τον τρόπο για να συμπληρώνει το εισόδημά του. 



Τα ταξιδιωτικά σάιτς αποθεώνουν την Απόνησο, οπότε δώσαμε το τίμημα και μετά είχαμε να επιλέξουμε, την πάνω μεριά απέναντι στη Δορούσα, να πηδάμε για βουτιές ή το κολπάκι που είχε σκαλάκια και το περπατούσες μέχρι να βουτήξεις. Ύστερα έπρεπε να διαλέξουμε ξαπλώστρα, την παραδοσιακή που δεν έχει πέραση και δεν χρεώνεται παραπάνω ή το κρεβατάκι που είναι έξτρα, για να μην πω για τα ψάθινα ιγκλού και τα σεπαρέ με τα καλαμένια στόρια. Τελικά είπαμε να τον χορέψουμε τον χορό με τις λιγότερες απώλειες, αλλά πολύ παραφορτώνεται τελευταία το ελληνικό καλοκαίρι και δεν αγκομαχούν μόνο οι παραλίες αλλά και τα βραχάκια.




Και όμως το νησάκι θα ήταν μαγικό αν αφαιρούσε κανείς όλα τα τούτα και τα κείνα, μαζί και την πλαστική κατασκευή μέσα στο νερό με τις αιώρες και τις γιγάντιες κουλούρες. Αλλά μια και δεν είναι δημόσιο αγαθό το μέρος, τα λόγια είναι για να λείπουν, ή ίσως και όχι. Τα νερά πάντως είναι εθιστικά, άμα μπεις δεν βγαίνεις και αν απομακρυνθείς από την ακτή αρκετά, η ακοή σου γίνεται επιλεκτική, ακούς μόνο τη θάλασσα. Και δεν είναι λίγο αυτό, είναι το παν.


Όμως και η παραθαλάσσια διαδρομή μέχρι τη Σκάλα δεν είναι λίγη. Με τη δύση του ήλιου είναι μια ωραία βόλτα που κάνει αρχή από το Μεγαλοχώρι και βλέπει τα Διαπόρια νησιά, τις φιγούρες τους δηλαδή. Είναι ο Άγιος Θωμάς, ο Άγιος Ιωάννης, η Κλειδού, το Τραγονήσι, η Ψηλή, το Μολάδι, η Πρασού, η Πλατιά και το Σταχτερό και είναι μόνο για βάρκα. Μετά συνεχίζει, έχοντας απέναντι τις διάφανες γραμμές της Αίγινας.

Η περαντζάδα τώρα, ξεκινάει με το φλοίσβο και καταλήγει στην κοσμοπολίτικη πλευρά του νησιού που τα έχει όλα αν ο στόχος είναι να κάνεις έναν περισπασμό στην ησυχία και γιατί όχι. Φώτα και μαγαζιά κατά μήκος του δρόμου έχει εδώ και πολυκοσμία γιατί το Αγκίστρι όλοι το καλοβλέπουν πια, φτηνά τα ακτοπλοϊκά και η θάλασσα σμαράγδι.  


Το μυαλό μου όλο και ξεστρατίζει στην αυριανή επιστροφή αλλά καθώς αφήνουμε την βουή του λιμανιού για το χωριό, μερικά σκαλιά πάνω από το δωμάτιο, στην ταράτσα του ενοικιαζόμενου, έχουμε ακόμα μια ευκαιρία για το δικό μας καλοκαίρι παρέα με όλα τα πλάσματα της νύχτας που στην απόλυτη ησυχία έχουν επιτέλους φωνή.


Χαρά Γιαννοπούλου

 







Κυριακή 30 Ιουλίου 2023

* ΚΑΛΟΚΑΙΡΙΟΥ ΣΥΝΕΧΕΙΑ *






Λίγο πριν μπει ο Αύγουστος, η πόλη ζεματάει, εγώ τρώω καρπούζι στο χωράφι του παιδικού μου καλοκαιριού στην Πελοπόννησο και πιάνω την ιστορία από κει που την άφησα.

Τα μεσημέρια της υποχρεωτικής σιέστας λοιπόν. Την ώρα που στην αυλή οι μύγες έκαναν πτήσεις πάνω από το πλαστικό τραπεζομάντηλο, εμείς δεν έπρεπε να βγάζουμε κιχ μέσα από τα σεντόνια μας που τα ανεβάζαμε πάνω από το κεφάλι για να πνίγουν τους ψιθύρους μας. Ήταν καταναγκαστικό έργο ο μεσημεριάτικος ύπνος που άρεσε τόσο στους μεγάλους ώστε να πιστεύουν ότι είχαμε το ίδιο γούστο. Αλλά τώρα που το σκέφτομαι, μάλλον μας υπέβαλλαν σε αυτή τη δοκιμασία για να κάνουν διάλειμμα από το παιδικό μας περαδώθε που βούιζε σαν μέλισσα γύρω από το δικό τους καλοκαίρι. Ίσως ο μόνος τρόπος να έρθουμε σε συμβιβασμό με αυτή τη χαμένη ώρα θα ήταν να την περνούσαμε στην τραγάτα που υψωνόταν στην αυλή του μικρού θείου δίπλα στο σπίτι της γιαγιάς. Η τραγάτα ήταν ένας αυτοσχέδιος πύργος από καλαμιές με στέγαστρο για τον ήλιο, στην οποία ο αδελφός της μαμάς ανέβαινε από μια ξύλινη σκάλα. Από κει πάνω βίγλιζε τα χωράφια του όταν δεν κοιμόταν τα μεσημέρια, ενώ τη νύχτα χωρίς αμφιβολία ήταν πιο κοντά στα αστέρια από μας.

Στο μεταξύ κατέφτανε το απόγευμα, που οι μεγάλοι ήταν πια ξεκούραστοι, και τότε όλος ο θίασος φορτωνόταν στην καρότσα του τρακτέρ και ξεκινούσαμε για τη θάλασσα. Για να φτάσουμε στην ακτή έπρεπε να διασχίσουμε το δαιδαλώδες πευκοδάσος της Στροφυλιάς που αντιστέκεται μέχρι σήμερα και απέχει από τη Νέα Μανολάδα, το χωριό δηλαδή, κοντά τρία χιλιόμετρα.

Πάντα είχα την απορία πώς ο μικρός θείος δεν μπερδευόταν με τόσες διακλαδώσεις και κορμούς που φύτρωναν ξαφνικά στο δρόμο μας. Όταν φτάναμε στην παραλία κατασκονισμένοι και αναμαλλιασμένοι μας περίμενε μια ρηχή διάφανη θάλασσα αν βέβαια βγάλουμε από την εικόνα τα φύκια στην ακτή. Τα φύκια κολλούσαν με επιμονή στα πόδια μας και χρειαζόταν να στεγνώσουν για να διώξουμε από πάνω μας αυτές τις ενοχλητικές σερπαντίνες.

Τα πεύκα πλησίαζαν τη θάλασσα και αποκάλυπταν ένα μικρόκοσμο από οικογένειες που παραθέριζαν με στρατιωτικές σκηνές και όλη τους την οικοσκευή ενώ στην άκρη της παραλίας υπήρχε κι ένα εγκαταλειμμένο παλιό ξενοδοχείο, απομεινάρι των ιαματικών λουτρών της περιοχής, που μάζευε στα διαμπερή δωμάτια με τα πορτοπαράθυρα ξηλωμένα, κατοίκους από τα διπλανά χωριά. Ήταν ένα πολύχρωμο σκηνικό αυτό με τα μπανιερά κρεμασμένα σε μπουγαδόσκοινα και τις πετσέτες θαλάσσης απλωμένες στις ασπρισμένες μάντρες. Έμοιαζε με Κυκλαδονήσι πριν το σαρώσει ο τουρισμός, αυτό το χάλασμα που όταν φθινοπώριαζε επέστρεφε στη μοναχική ζωή με τα παράθυρά του να χάσκουν σαν ανοιχτά στόματα περιμένοντας μια φιλική κουβέντα. Η  εγκατάλειψη αυτή μου έφερνε πάντα μια ανατριχίλα καθώς σκεφτόμουνα πως το ξενοδοχείο ήταν σπίτι για τους πνιγμένους από χρόνια συγχωριανούς που ίσως έβγαιναν τα βράδια από το νερό για να στεγνώσουν τα ρούχα τους και να τινάξουν από πάνω τους την αγωνία να σωθούν.

Εμείς πάντως στα βαθιά δεν μπαίναμε γιατί η μαμά δεν ήξερε καλό κολύμπι και τρόμαζε με το παραμικρό. Φορούσε πάντα ένα σκουφί θαλάσσης με ανάγλυφες μαργαρίτες για να μη βρέχει τα μαλλιά της και δεν σήκωνε κουβέντα όταν αρνιόμασταν να φορέσουμε κι εμείς τα δικά μας. Ήταν μεγάλο βάσανο για κείνη να χρειάζεται να λούσει και τα μαλλιά μας εκτός από το μπάνιο που μας έκανε κάτω από τη βρύση στην αυλή. Με τόσους περιορισμούς δεν την αγαπήσαμε τη θάλασσα, μέχρι που ήρθε στην οικογένεια η μικρή μας αδελφή. Σαν γεννημένη στο νερό, βουτούσε από τις βάρκες και δεν έβγαινε στη στεριά παρά μόνο όταν το ασπράδι των ματιών της γινόταν κόκκινο. Ξανοιχτήκαμε τότε κι εμείς, μας είχε κάνει κολυμβήτριες και ο μπαμπάς κι έτσι απομακρυνόμαστε από τις ηλικιωμένες γυναίκες που άραζαν στα ρηχά με τις μαύρες κομπινεζόν και τα ψάθινα καπέλα τους για να ασκήσουν την τέχνη τους στο κοινωνικό σχόλιο.

Αν όμως με τη θάλασσα δεν τα είχαμε τόσο καλά, με τη στεριά τα πράγματα ήταν διαφορετικά. Με το σούρουπο περνούσαμε τις γραμμές για να αγοράσουμε παγωτό από το μοναδικό περίπτερο του χωριού ενώ στην αυλή της γιαγιάς μαζευόταν σιγά σιγά η γυναικοπαρέα. Έκανε γκλιγκ το ζεμπερέκι της πόρτας και έμπαινε η κουστωδία, η Σοφία η δασκάλα, το πρώτο κορίτσι στο προσφυγοχώρι που πήγε στο γυμνάσιο, η Κατίνα που ο άντρας της ήταν καπετάνιος και σε μια άλλη ζωή ίσως σταρ του σινεμά, η Γιώτα η μοδίστρα και η Βγένω από απέναντι, η ωραία τσιγγάνα με τις μακριές κοτσίδες που τις τύλιγε στεφάνι γύρω από το κεφάλι της. Την είχε κλέψει ο άντρας της, ένας ψηλός, ξανθός ντόπιος, γιατί δεν του έδιναν συγκατάθεση για το γάμο. Αυτή η γυναίκα είχε μια ευγενική φυσιογνωμία κόντρα στα σκληρά πρόσωπα που έβλεπα τριγύρω και καθόταν συνήθως με τα πόδια ανοιχτά κάτω από το μακρύ φουστάνι. Με τη ζέστη έλυνε το μαντήλι της και τότε αποκαλύπτονταν τα κορακάτα μαλλιά της κάνοντας τη μαμά να απορεί που στην ηλικία της δεν είχε ούτε μια άσπρη τρίχα, ενώ η καημένη η μάνα μας είχε ξεκινήσει τις βαφές από τα τριάντα. Σε αυτές τις μαζώξεις πολλά λέγονταν με ψιθύρους γιατί ήμασταν κι εμείς παραδίπλα ενώ το παραμικρό είχε τη σημασία του. Τα κρωξίματα των πουλιών, τα όνειρα και καμιά άστοχη κουβέντα που τις έκανε να φτύνουν δεξιά και αριστερά στον αέρα, έδιναν ένα μυστηριακό τόνο σε αυτό το νυχτερινό καθαρτήριο.

Το χωριό όμως έμελλε να αποκτήσει και ευρωπαϊκό αέρα με την εμφάνιση των Ολλανδών. Οι Ολλανδέζοι, όπως τους αποκαλούσαν οι συγχωριανοί, ήταν μια οικογένεια με δύο παιδιά, ο Τζώρτζης, ένας βίκινγκ, με ξανθό μουστάκι και το πιο γλυκό χαμόγελο που είχα δει, η Μάρια, μια ψηλή, ηλιοκαμένη γυναίκα, τα δυο τους παιδιά, μεγαλύτερα και ομορφότερα από μας και ο θηριώδης μαλλιαρός σκύλος τους ο Άρης. Είχαν έρθει στην Πελοπόννησο με προτροπή ενός φίλου τους από το χωριό που είχε διατελέσει κάτι χρόνια ναυτικός. Το βανάκι τους ήταν στημένο στο διπλανό οικόπεδο και είχαν πιάσει φιλίες με όλους, πιο πολύ όμως με τον μικρό θείο που είχε κάνει ένα φεγγάρι στη Βραζιλία. Μέχρι μάλιστα να θυμηθεί τα κουτσοαγγλικά του προσπαθούσε να μάθει το όνομα του Τζώρτζη βουτώντας ψωμί μέσα στο ποτήρι με το κρασί για να αναπαραστήσει το μυστήριο της βάφτισης.

Οι Ολλανδοί ήταν σαν πλάσματα εξωτικά σε αυτή τη γωνιά της γης που όλοι ήταν μαυριδεροί από την ολοήμερη δουλειά στα χωράφια και οι παλάμες τους ήταν πράσινες από τη συγκομιδή της ντομάτας. Αυτοί ήταν φρέσκιοι και ροδοκόκκινοι από τον ήλιο και τα παιδιά τους είχαν κάτι ωραία ξανθά μαλλιά, αεράτα, όχι σαν τους καστανούς θύσανους που είχαμε εμείς στο κεφάλι και τα φριχτά κουρέματα που μας υπέβαλλαν οι κομμώτριες της εποχής.

Τα βράδια τους άρεσε να τα περνούν στην μοναδική ταβέρνα του χωριού με την μεγάλη μουριά, την ασβεστωμένη πίστα και το τζουκ μποξ. Εκεί ο Τζώρτζης συνήθιζε να παραγγέλνει σουβλάκια για τον Άρη, σκανδαλίζοντας τους χωρικούς που θεωρούσαν ιεροσυλία να χαραμίζει κανείς τέτοια λιχουδιά για ένα σκύλο. Του έβαζαν τις φωνές μισοαστεία μισοσοβαρά κι εκείνος γελούσε με τα κάτασπρα δόντια του κι ενώ δεν καταλάβαινε τη γλώσσα ήξερε ότι το χωριό ήταν αντίθετο σε τέτοιες συνήθειες αλλά ταυτόχρονα τον αγαπούσε κιόλας. Σε τέτοια μέρη τα ζώα ήταν μόνο για τη δουλειά και την παραγωγή και τα φρόντιζαν επειδή ήταν χρήσιμα. Σκληρή ζωή, σκληροί άνθρωποι.

Εκτός από το βαν τους οι Ολλανδοί είχαν και φωτογραφική μηχανή και μας έβγαζαν συχνά φωτογραφίες. Τις εμφάνιζαν σε μεγάλο μέγεθος και μας τις ταχυδρομούσαν, ασπρόμαυρες, ολοζώντανες σχεδόν κι ας μην μπορούσε να δει κανείς ότι το φουστάνι της μαμάς ήταν πράσινο με κίτρινες μαργαρίτες και το δικό μου ροζ. Και η γιαγιά ήταν ασπρόμαυρη με τα γυαλιά της, το ένα θαμπό για τον καταρράκτη, και τα ξαδέλφια μου, γελούσαν κι αυτά ασπρόμαυρα με τα ξυρισμένα τους κεφάλια και η μεγάλη μου αδελφή πάντα με το ντροπαλό της βλέμμα και ο αδελφός της μαμάς, κάτισχνος με το τσιγάρο στο χέρι και τα μάτια μισόκλειστα από την αντηλιά.

Και κάπως έτσι περνούσαμε στην μετά εποχή, όταν κατέβαινε ο μπαμπάς στο χωριό να κάνει κι αυτός διακοπές. Τώρα πηγαίναμε για μπάνιο οικογενειακώς με το φορτηγό και μπαίναμε στη θάλασσα κάτω από το αυστηρό του βλέμμα που γύριζε σαν περισκόπιο όλη την παραλία. Μισή ώρα το απόγευμα ήταν ο ανώτερος χρόνος παραμονής και ύστερα γραμμή για το χωριό. Δεν ήταν μέρες κοινωνικοποίησης τότε, αλλά για καλή μας τύχη την ίδια εποχή κατέβαιναν και οι Αθηναίοι συγγενείς για να ξεκαλοκαιριάσουν. Έτσι ο μπαμπάς έπαιρνε το βαρύ του βλέμμα από τις ασχολίες μας και περνούσε τη μέρα του στο καφενείο αγορεύοντας και αναλύοντας την πολιτική κατάσταση.

Κανονίζονταν όμως και εκδρομές στις γύρω περιοχές, στην Ολυμπία που η θεία Ν δεν έβλεπε τίποτα άλλο παρά μόνο αγκωνάρια, στην Κυλλήνη για να βουτήξουμε στην ιαματική λάσπη, στο Δυρό που η θεία Μ τρόμαζε κάθε φορά που η βάρκα ακουμπούσε τα τοιχώματα, στην Πάτρα για να δούμε το Ρολόι, στα τοπικά πανηγύρια με το ψητό στη λαδόκολλα και τα ηχεία στο τέρμα. Ήμασταν τότε μια ανάμικτη παρέα μικροί και μεγάλοι, είχαμε τόσα να δούμε και τόσα χιλιόμετρα να διανύσουμε και τόσα να πούμε που το βλέμμα του μπαμπά δεν έπεφτε πάνω μας και απολαμβάναμε να είμαστε αόρατες.

Για το τέλος αφήνω μια από τις μεγαλύτερες χαρές του καλοκαιριού που παραμένει ακόμα ζωντανή χωρίς να έχει εποχή. Στο κεφαλοχώρι της περιοχής υπήρχε ο τόπος των ονείρων, το πρακτορείο τύπου. Ίσως επειδή στον μπαμπά άρεσε το διάβασμα, δεν μου χαλούσε χατίρι όταν του ζητούσα να περάσουμε από κει. Μου άρεσε η μυρωδιά του χαρτιού όταν έμπαινα μέσα να διαλέξω περιοδικά και βιβλία τσέπης από τις στοίβες που είχαν γεμίσει το πάτωμα. Μετά έπαιρνα το θησαυρό μου πίσω στο χωριό και διάβαζα με οικονομία για να μην τελειώσει γρήγορα. Πρόσεχα να μην τσαλακώνω τα εξώφυλλα και μαζί με την μεγάλη μου αδελφή βάζαμε χρώμα στις ασπρόμαυρες σελίδες από τα κόμικς.

Η φαντασία μου με πήγαινε μακριά τότε αλλά και τώρα δουλεύει ακόμα, κάνει διαδρομές μέσα σε αυτό το ζεστό καλοκαίρι που μας δίνει θάλασσες και γεμάτα φεγγάρια και έρωτες με αντάλλαγμα την επιβίωσή του. Θέλει κι αυτό ένα χεράκι για να διατηρήσει τον μύθο του..


Χαρά Γιαννοπούλου









Κυριακή 16 Ιουλίου 2023

* Η ΑΡΧΗ ΤΟΥ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙΟΥ *




Ιούλιος 2023 με την Αθήνα στο πορτοκαλί αποφασίζω να πάω λίγο πίσω, τι λίγο δηλαδή, και να γράψω για τα αλλοτινά καλοκαίρια μου, τα παιδικά, όχι για τις συγκρίσεις αλλά γιατί η ιστορία θέλει να ειπωθεί.

Τα καλοκαίρια αυτά λοιπόν άρχιζαν και τέλειωναν στο χωριό και ήταν γυναικεία υπόθεση, τον πρώτο μήνα τουλάχιστον. Μετά ερχόταν ο μπαμπάς. Μέχρι να γίνει όμως αυτό, την γιορτάζαμε κάθε μέρα την ελευθερία μας, όση μας επιτρεπόταν δηλαδή, μακριά από απαγορεύσεις και ατελέσφορα κυνηγητά σχολικών επιδόσεων.

Οι διακοπές ξεκινούσαν από το σταθμό του τρένου για Πελοπόννησο. Ο μπαμπάς φόρτωνε τα πράγματά μας στο βαγόνι και ύστερα ξεκινούσε την ζωή του εργένη που σίγουρα απολάμβανε πιο πολύ, ως γνήσιος μοναχικός τύπος που είναι. Η αμαξοστοιχία, λέξη με γνήσια αίγλη τότε, ξεκινούσε αργά το απόγευμα και έφτανε στο χωριό αργά το βράδυ όταν όλοι ήταν στα κρεβάτια τους. Σε αυτή τη μακριά διαδρομή, εκτός από το φόβητρο της Κακιάς Σκάλας, που ήταν να σε πιάνει τρόμος στη θέα του γκρεμού, που έκλεινα τα μάτια και βουτούσα στο κενό, είχαμε πάντα μια μεγάλη προσμονή. Ίσως σε κάθε σταθμό ή μόνο στο Αίγιο, δεν μπορώ να θυμηθώ, πλησίαζαν τα παράθυρά μας μικροπωλητές με κάτι μεγάλους ταβλάδες φορτωμένους σειρές λαχταριστά καλαμάκια. Δεν χρειαζόταν να κατεβούμε από το τρένο. Αρκούσε να βγάλουμε από το τζάμι την παλάμη με τα ψιλά και ύστερα να κρατήσουμε με άκρα συγκίνηση αυτό τον αχνιστό θησαυρό με το ψωμάκι καρφωμένο στη μύτη από το ξυλάκι. Αυτή η υπέροχη τσίκνα ξεπερνούσε σε μεγαλείο όλα τα αρώματα της εξοχής και έφτιαχνε και το στομάχι μας μια και το συνεχές τουκ τουκ αναποδογύριζε διαρκώς τα σωθικά μας.

Καθώς το τρένο περνούσε από τα χωριά και ο εισπράκτορας αράδιαζε ονόματα για αποβίβαση, το σκοτάδι που έπεφτε έδειχνε την ώρα να ανάψουν τα φώτα στα βαγόνια. Εμείς, με τις φάτσες κολλημένες στο τζάμι, προσπαθούσαμε μάταια να ξεχωρίσουμε κάτι σε αυτό το απόλυτο εξοχικό έρεβος. Από μέσα δεν μπορούσαμε να φανταστούμε πόσο εντυπωσιακό θέαμα ήμασταν για τους χωρικούς που έβλεπαν τα πορτρέτα μας να ταξιδεύουν με τα φωτεινά τους κάδρα πάνω στις ράγες. Τις επόμενες μέρες θα βρισκόμασταν στη δική τους θέση και θα περιμέναμε το σφύριγμα του τρένου για να τρέξουμε στις γραμμές. Τότε θα κουνούσαμε τα χέρια και θα κάναμε φασαρία για να μας δουν οι επιβάτες και να μας αντιχαιρετήσουν πριν χαθούν μέσα στη νύχτα.

Το σπίτι του παππού ήταν σχεδόν δίπλα στις γραμμές και κάθε που περνούσε το τρένο τα θεμέλια τραντάζονταν δίνοντας μας μια νέα αφορμή για διασκέδαση. Ήταν πλινθόκτιστο, προπολεμικό και είχε τα απαραίτητα δωμάτια, μια κρεβατοκάμαρα, ένα κουζινάκι και το μπάνιο στην αυλή, όπως συνηθιζόταν στα χωριά, για ανάγκες που δεν περιλάμβαναν αφρόλουτρα και χασομέρια. Στην κρεβατοκάμαρα ήταν τοποθετημένα αντικριστά δύο μεγάλα σιδερένια κρεβάτια, το ένα για να κοιμάται ο παππούς με τη γιαγιά και το άλλο για τη μαμά και την αδελφή της, τη θεία Μπουμπουλίνα. Στον ενδιάμεσο χώρο από τα δύο κρεβάτια ήταν στημένα τέσσερα ράντζα για την μεγάλη μου αδελφή και μένα και τα ξαδέλφια μας τα αγόρια. Το βράδυ τα ανοίγαμε και το πρωί τα μαζεύαμε.

Ήταν μεγάλη απόλαυση να είμαστε όλοι μαζεμένοι σε ένα δωμάτιο. Αυτό το κοινόβιο έμοιαζε με τα μικροσκοπικά χωριά των Ινδιάνων που έβλεπα στα εικονογραφημένα. Όσο λιγότερος ο χώρος τόσο περισσότερη η καρδιά. Κάτω από τα σεντονένια μας αντίσκηνα βλέπαμε την μισοαναμμένη λάμπα πετρελαίου να φωτίζει αμυδρά τη νύχτα και μας έπαιρνε ο ύπνος με τα κουτσομπολιά της μέρας να κάνουν πτήσεις πάνω από τα κεφάλια μας.

Ο παππούς, που μετά από ένα ατύχημα, τα είχε χάσει, όπως έλεγαν όλοι, συνήθιζε να σηκώνεται μέσα στο σκοτάδι για να πάει στο καφενείο. Τον παίρναμε χαμπάρι όταν είχε καταφέρει να ανάψει το φως σημαδεύοντας στα σκοτεινά με την άκρη της μαγκούρας του το μπουτόν. Αδιευκρίνιστο πώς, κατάφερνε πάντα να βρίσκει το στόχο χωρίς σχεδόν να βλέπει. Τότε η θεία μου σηκωνόταν για να του θυμίσει ότι δεν είχε ξημερώσει ακόμα κι εκείνος μετά από μια μικρή διαπραγμάτευση το έπαιρνε απόφαση και επέστρεφε ηττημένος στο κρεβάτι του. Στο μεταξύ η μυρωδιά του καθαρού πετρελαίου διαχεόταν σε όλο το δωμάτιο και κρατούσε μέχρι να φέξει, προς μεγάλη μου χαρά.

Έτσι εθιζόμουνα με όλους τους νόμους στο καθαρό πετρέλαιο, όμως δεν μπορώ να πω το ίδιο και για την υγρασία που πότιζε τον μεγάλο μπουφέ και όλο το περιεχόμενό του στο διάδρομο.

Ο μπουφές ήταν ένα τρομερό έπιπλο από σκούρο καφέ ξύλο με έναν παλιό καθρέφτη που είχε χάσει με τον καιρό τη γυαλάδα του και έκρυβε ανάμεσα στα διάφορα, το ψωμί, τα λουκούμια, τον καφέ και τη ζάχαρη. Αυτά τα τελευταία μαζί με τον παστουρμά που ο παππούς αγαπούσε γιατί είχε έρθει με την ανταλλαγή από ένα χωριό έξω από την Κωνσταντινούπολη, ήταν το πεσκέσι μας από την Αθήνα. Όταν ανοίγαμε λοιπόν το ξύλινο πορτάκι του μπουφέ ξεχυνόταν από μέσα μια βαριά μυρωδιά πολυκαιρισμένου καφέ μπερδεμένου με οινόπνευμα που με τίποτα δεν μπορούσα να συνηθίσω. Για να ολοκληρώνεται μάλιστα η καταστροφή, το ψωμί που είχε αγοραστεί φρεσκοψημένο το πρωί, κατέληγε μια μαραμένη φρατζόλα που είχε γυρίσει στις άκρες, σαν παπούτσι που το ξέβρασε η θάλασσα.

Η γιαγιά, που το όνομά της πήραμε τρεις ξαδέλφες στη σειρά, ήταν η δεύτερη γυναίκα του παππού. Κυκλοφορούσε πάντα αρματωμένη με χοντρές κάλτσες και μακριά μανίκια μέσα στο κατακαλόκαιρο και φορούσε το τσεμπέρι της μπροστά από το μέτωπο για να της κρύβει τον ήλιο. Όταν πήγαινε στο χωράφι ενίσχυε την ηλιοπροστασία με ένα ψαθί για να μην την πιάνει η παραμικρή ακτίνα..

Η μαμά έλεγε πως δεν ήταν καλή μαγείρισσα γιατί συνήθιζε να ανακατεύει συνέχεια το φαγητό μέχρι που γινόταν χυλός. Είχε όμως μεγάλη έφεση στο να ψωνίζει με δόσεις από τον πλανόδιο έμπορο που ερχόταν στο χωριό μια φορά την εβδομάδα. Μαζευόμασταν τότε γύρω από την ανοιχτή βαλίτσα του και η γιαγιά μας έβαζε να διαλέξουμε χαριτωμένα βρακάκια και καμβάδες για το κέντημα των διακοπών. Αγόραζε και σεντόνια για την προίκα μας, διότι σπίτι χωρίς σεντόνια δεν ανοίγεις, και στοίβαζε πατάτες από το χωράφι στην αποθήκη για να τις μοιράσει στις κόρες της στην επιστροφή τους στην Αθήνα. Μετά ακολουθούσαν τα συνήθη παράπονα της μαμάς ότι την έριξε στη μοιρασιά, η γιαγιά προσπαθούσε να δικαιολογηθεί και μπαίναμε σε εμφυλιοπολεμικό κλίμα. Αυτά όμως ήταν για να σκοτώνουν οι μεγάλοι τον καιρό τους. Εμείς είχαμε τσεπώσει τα δωράκια μας και έξω από αυτό θα περνούσε πολύς καιρός μέχρι να εντρυφήσουμε στην μυστηριώδη σχέση μάνας –κόρης, από την μεριά της μάνας βέβαια.

Η δική μου σχέση με τη μαμά περνούσε κύματα κάθε πρωί όταν έπρεπε να πιω το γάλα μου, για το οποίο είχε φροντίσει η κατσίκα της γειτόνισσας. Ομολογώ ότι υπήρχε τότε μια αγνότητα στην τροφική αλυσίδα αλλά καθόλου δεν με απασχολούσε αυτό βλέποντας το γάλα να σκάει με το βράσιμο σε μια φριχτή πέτσα που ήταν τόσο αποτρεπτική όσο και μια κουταλιά ποτάσα. Η μαμά για να κατευνάσει τη δυστυχία μου ή για να γλιτώσει τη γκρίνια μου έσπαγε τη γεύση με μια κουταλιά κακάο που έδινε ένα ωραίο καφέ ο λε χρώμα σε αυτό το υγρό αλλά δεν άλλαζε τα αισθήματά μου γι΄ αυτό. Και καθώς μου έρχονταν αναγούλες και δάκρυα στα μάτια, το σπίτι αγνοώντας το βάσανό μου συνέχιζε την ρουτίνα της μέρας.

Η θάλασσα απείχε τρία χιλιόμετρα από το χωριό και οι μόνοι που διέθεταν μέσο για κει ήταν οι θείοι μας, ο μικρός και ο μεγάλος. Το μέσο ήταν το τρακτέρ με την καρότσα του και καθώς το πρωί ήταν απασχολημένο στα χωράφια, το μπάνιο έμενε για το απόγευμα. Για να μην βαριόμαστε όμως όλη μέρα, γιατί είχε και το κέντημα τα όριά του, καμιά φορά ακολουθούσαμε κι εμείς στο χωράφι για να παίρνουμε και μια ιδέα από βαριές δουλειές, μια και στην πόλη είχαμε εξασκηθεί στη μαλθακότητα. Όχι ότι μας έβαζαν να κάνουμε τίποτα τρομερό, έτσι άψητοι που ήμασταν από τη ζωή στην πόλη, μόνο βόλτες κόβαμε στα λασπωμένα από τις ποτιστικές αυλάκια και μπαίναμε κάτω από το νερό που τιναζόταν με πίεση για τα κηπευτικά.

Όταν δεν παίζαμε με τα νερά, φορτώναμε καρπούζια στην καρότσα αλλά τις περισσότερες φορές δεν τα άντεχαν τα παιδικά μας χέρια. Τότε έσκαγαν μεγαλοπρεπώς στα πόδια μας κάνοντας μας να γελάμε συνωμοτικά. Ύστερα, για να μην πάνε χαμένα, βουτούσαμε το μούτρο μας στην ροδαλή σάρκα σαν διψασμένα βαμπίρ και τρώγαμε με την ψυχή μας. Μετά το καρπουζόλουτρο, το χωράφι έμοιαζε με εμπόλεμη ζώνη. Τις φλούδες τις κρατούσαμε για τις κότες και τα κατσίκια.

 

Συνεχίζεται…