Τρίτη 9 Αυγούστου 2022

* ΠΟΡΟΣ 2 *




Από τον Γαλατά ο Πόρος φαίνεται τόσο κοντά που βουτάς το ένα πόδι στην θάλασσα και με το άλλο βγαίνεις στο νησί. Πατάς στεριά, κάνεις νόημα για λεμονάδα στο καφενείο και ταυτοχρόνως προσπαθείς να καταλάβεις πώς δούλεψε η διακτίνηση. Μόνο δέκα λεπτά χρειάζεται το φέρι για να ανεβάσει τον καταπέλτη, να σφυρίξει και να μπει στο λιμάνι. Μετά, αρχίζει αυτή η ωραία βουή από κόσμο και τροχοφόρα που πιάνουν στεριά και έχω την αίσθηση ότι ακούω στον αέρα να πλανάται ένα Φτου ξελευτερία. Πάντα το παθαίνω αυτό όταν βγαίνω από το καράβι και είναι η θάλασσα που το κάνει. Όχι γιατί με τρομάζει το πέλαγος, το αντίθετο, απλώς μου δίνει μια γερή σπρωξιά να το σκάσω από του διαβόλου τις έννοιες. 

Φτάνουμε λοιπόν στην προκυμαία και διαλέγουμε την πορεία αριστερά δηλαδή προς το Κανάλι. Εδώ ο δρόμος θα χωρίσει. Από τη μία μεριά πάει στο Νεώριο και από την άλλη, ίσια μπροστά η ανηφόρα στο Ασκέλι με τη θάλασσα στα δεξιά. Το ψαροχώρι είναι χτισμένο αμφιθεατρικά και το μπαλκόνι μας βλέπει από ψηλά. Έτσι μπορούμε  να παίρνουμε μάτι ένα Μαλτέζικο κότερο, κατευθείαν βγαλμένο από την δεκαετία του ’50, δηλαδή της κομψότητας και όχι από αυτά τα φαραωνικά με τρεις ορόφους και ελικοδρόμια. 

Αλλά βέβαια καμία θέα δεν μπορεί να συγκριθεί με την πανσέληνο και ειδικά εκείνη που αναδύεται από το νερό. Το βράδυ έχουμε αυτήν την καταπληκτική ευκαιρία καθώς παίρνουμε θέση στο Κανάλι για να δούμε την ανατολή του φεγγαριού. Είμαστε λοιπόν στημένοι μαζί με άλλους ρομαντικούς και παλεύουμε με τα κινητά να πιάσουμε το φαινόμενο. Από την άλλη το μουνλάιτ γελάει μαζί μας και συνεχίζει τη δουλειά που ξέρει. Φως από πορτοκάλια στην αρχή και όσο πιο ψηλά τόσο πιο πολύ ασήμι. 

Το επόμενο πρωί, στον ουρανό παίρνει τη θέση του ο ήλιος και μας προτείνει βόλτα στο Μοναστήρι της Ζωοδόχου Πηγής. Το μόνο που χρειάζεται είναι να διασχίσουμε έναν αρωματικό πευκώνα για να φτάσουμε στο πλάτωμα λίγο πριν τον περίβολο. Εδώ, το Μελίστακτο, ένα μικρό καφενεδάκι, σερβίρει γλυκά του κουταλιού, βυσσινάδες και άλλα δροσιστικά. Θα το έλεγα μέρος για ησυχία αλλά τα μηχανάκια που έχουν μια περιέργεια από τη φύση τους, θέλουν να βλέπουν τι παίζει και από αυτή τη μεριά του νησιού. Ανεβαίνουν, μαρσάρουν και κατεβαίνουν. Σίγουρα θα αλώναν και την αυλή του μοναστηριού αν ο καλόγερος που μοιράζει μαντήλια για γυμνούς ώμους γυναικών δεν ήταν ολωσδιόλου αντίθετος. 

Στα πόδια της μονής βρίσκεται η παραλία, οργανωμένη με τέσσερις σειρές ξαπλώστρες επάνω στο κύμα για μην κουράζεται ο λουόμενος να περπατάει άσκοπα στην αμμουδιά. Υπάρχει όμως κι ένα κομμάτι για τον κατατρεγμένο φυσιολάτρη που δεν έχει την επιθυμία να συνωστιστεί με το υπόλοιπο νησί για να βλέπει πλάτες αντί για τον Αργοσαρωνικό. Ένα ερειπωμένο κτίριο, μια μικρή προβλήτα και μια ανθισμένη δάφνη ξανασυνθέτουν το μέρος. Όσο για το νερό, είναι γυαλί, καθαρό, εύκολο.

Πρέπει να σημειώσω εδώ ότι το Μοναστήρι το έχει δοξάσει και ο Σεφέρης στα ημερολόγιά του αλλά το έμβλημα του νησιού είναι το Ρολόι. Βρίσκεται στο Καστέλι, στον ψηλότερο βράχο και βλέπει το νησί από άκρη σε άκρη. Χοντρά συρματόσκοινα κρατάνε την πέτρα γιατί έχει τη φθορά της αλλά εντάξει μερικούς τουρίστες και καναδυό παγκάκια τα σηκώνει χωρίς δυσκολία.



Κάτω στην πόλη, το πλήθος μετακινείται από τα στενά στην παραλία και τούμπαλιν, από την πλατεία του Συντριβανιού ως την εκκλησία του Ευαγγελισμού. Ο Πόρος φεγγοβολάει, μυρίζει αντιηλιακό και ψάρι στο τηγάνι. Τα ιστιοπλοϊκά λικνίζονται στην προκυμαία και οι λάντζες πάνε κι έρχονται στο Γαλατά. Το σινέ Ντιάνα παίζει το Έγκλημα στο Νείλο, το παγωτό καϊμάκι είναι μούρλια και οι Γάλλοι στο πίσω κάθισμα γελάνε με το μουστάκι του Πουαρώ. Στο μεταξύ, πίσω στο μπαλκόνι μας ο βραδινός φλοίσβος δεν έχει καμία τύχη μπροστά στην λαϊκή βραδιά της παρακείμενης  ταβέρνας.




Το επόμενο πρωί μας περιμένουν νέες εξορμήσεις. Μπάνιο στην Βαγιονιά, στα βόρεια του νησιού. Ίσως τα καθαρότερα νερά κι επειδή δεν είναι οργανωμένη παραλία, ο ντόπιος μας λέει απαξιωτικά “Ξαναγυρίσαμε στη δεκαετία του εβδομήντα”. Και είναι μια ήττα αυτή για τον τουρισμό διότι ο γιαλός εδώ έχει αφεθεί έρμαιο στα ψάρια και στα σκίνα. Ούτε νεροτσουλήθρες, ούτε μπιτς μπαρ. Βλέπουμε τα κλαδιά ενός δέντρου να γλείφουν τη θάλασσα, μια βάρκα είναι δεμένη στην ξύλινη προβλήτα και οι τζίτζικες λαλάνε συναυλία. Αν είναι δυνατόν, ποιός ζητάει τέτοια πράγματα το καλοκαίρι. 




Σε ολωσδιόλου άλλο σύμπαν ζει το Λιμανάκι της Αγάπης. Αυτό το κολπάκι που δοξάστηκε από το Δημήτρη Χορν, διότι Μια ζωή την έχουμε, τώρα κοντεύει να πάθει ασφυξία από την πολυκοσμία που στριμώχνεται στις ξαπλώστρες, αχρείαστες όσο τίποτα εδώ. Για το νερό δεν υπάρχουν λόγια αλλά θα πω μερικά. Η θάλασσα είναι απροσδιόριστης σύστασης και το μόνο σίγουρο είναι ότι τα τελευταία ψάρια που κολύμπησαν έχουν γίνει αντικείμενο μελέτης από τους βιολόγους. Το πλήθος βουτάει ανυποψίαστο ή υποψιασμένο σε αυτό το υγρό και δεν λείπει και ο σπορτίφ τύπος με τη σανίδα που σηκώνεται στον αέρα και μετά σκάει με φόρα στην επιφάνεια, κόβοντας τη χολή σε ό, τι ζωντανό έχει απομείνει κάτω από αυτήν την αμφιλεγόμενη θολούρα.

Ούτε λόγος για βουτιά στο Λιμανάκι της Αγάπης αλλά το τελειωτικό χτύπημα μας περιμένει παρακάτω στο Ρωσικό Ναύσταθμο. Εδώ το εμβάπτισμα στην ανάπτυξη είναι ολοκληρωτικό. Καθώς το αυτοκίνητο κατεβαίνει το δρομάκι, βλέπω να ξεφυτρώνει μέσα από τα πεύκα μια γιγάντια νεροτσουλήθρα, καθισμένη με όλο της το πλαστικό πάνω στη θάλασσα. Οι λουόμενοι που σε άλλη περίπτωση θα άπλωναν το μάτι τους στον ορίζοντα, τώρα έχουν το ένα τρίτο γιατί τα υπόλοιπα δύο τα έχει πάρει το τέρας του Λοχνές. Ίσως μια ξύλινη προβλήτα για βουτιές θα ήταν αρκετή για τον παιδόκοσμο, που ξέρει να χαίρεται με το παραμικρό. Ίσως ακόμη θα σεβόταν και τα ερείπια από τις παλιές αποθήκες του σταθμού αλλά η ζώνη προστασίας που έχει οριστεί είναι μόνο εκατό μέτρα από τα κτίρια. Από εκεί και ύστερα το θέμα είναι ελεύθερο.



Ευτυχώς μια στάση στη βίλα Γαλήνη μας επαναφέρει στις ομορφιές του Πόρου. Τα σπίτια πεισμώνουν εύκολα σαν τα γυμνώσεις , έγραψε ο Σεφέρης, έτσι κι εδώ, στέκεται πεισμωμένη η τερρακότα, το ίδιο και τα πράσινα παραθυρόφυλλα, τα γεράνια είναι φροντισμένα και τα πεύκα καθαρισμένα. Απέναντι ο Ναύσταθμος χαίρεται το απογευματινό φως όπως και όλες οι κεραμοσκεπές της πόλης.


Γενικά το νησί λατρεύει την ώρα πριν τη δύση του ήλιου και ένας από τους τρόπους να το λατρέψουμε κι εμείς είναι η πεζοπορία στον Φάρο Ντάνα. Έξι χιλιόμετρα από την πόλη είναι η απόσταση. Μετά την ασφαλτόστρωση και κάτι αίγες που μας χαζεύουν παίρνουμε το μονοπάτι μέχρι την ερημική αμμουδιά του Γερολίμανου. Μετά η διαδρομή γίνεται με τη θάλασσα να χάσκει κάτω από τις πατούσες μας που ασκούνται με μεγάλη επιτυχία στο βράχο. Κι εκεί που αδημονούμε παίρνοντας συνέχεια στροφές αλλά ακόμα, στον τρίτο κάβο, ξεμυτάει η λάμπα. Ανεβαίνουμε τα σκαλάκια και φτάνουμε σε πλάτωμα με μια υπέροχη θέα που την απογειώνουν η μανία του τζίτζικα και μια περαστική βάρκα με τη μηχανή της. Ό, τι και να γράψω  δεν θα έχει σταγόνα υπερβολής. Είναι από εδώ μια στιγμή και απέναντι της η αιωνιότητα. Πάντα αγαπούσα τον μοναχικό βίο των φάρων που τους δίνει μια περηφάνια, μπορεί να είναι και η ευθύνη, αλλά αυτή η αγέρωχη παρουσία τους είναι για μένα συγκινητική.


Και αφού πιάσαμε τις εσχατιές, μας μένει κι ένα μονοπάτι ακόμα. Είναι ο λόφος που πηγαίνει στο εκκλησάκι των Αγίων Αναργύρων. Αυτή η εκδρομή είναι για πρωινές ώρες γιατί όσο ανεβαίνει ο ήλιος δυσκολεύει την ανηφόρα. Ο ταχυδρόμος που συναντάμε τυχαία δεν μας έχει ικανούς για τέτοια αλλά μας δίνει οδηγίες για τον Μύλο και από κει ο δρόμος πάει μόνος του. Ξεκινάμε τις κλίμακες, δεν υπάρχουν οδοί εδώ στα στενάκια, μόνο σκαλιά, πιάνουμε από Σαγκάλ μέχρι Χόρτον, όλη την καλλιτεχνική παροικία δηλαδή που αγάπησε το νησί. Φτάνοντας στο ξωκλήσι μέσα από πεύκα και χαμηλή βλάστηση, βλέπουμε όλο τον Γαλατά και την Κοιμωμένη. Η θάλασσα αστράφτει, οι ασβεστωμένοι τοίχοι λαμποκοπούν, η δροσιά είναι υπέροχη. Μαγικά. 





Είναι ό, τι πρέπει για το καράβι της επιστροφής που έτσι κι αλλιώς έχει μια δυσκολία. Άντε να βρεις φάρους και λοφίσκους και Ρολόγια στην πόλη. Νωρίς το πρωί τραβάμε το χρόνο για να χάσουμε το πλοίο. Το φέρι κάνει απόπλου κάθε μισή ώρα. Ο καταπέλτης θα ανέβει και θα κατέβει τουλάχιστον δυο φορές μέχρι να πάρουμε την απόφαση να περάσουμε την θάλασσα και να πατήσουμε την απέναντι στεριά.

Από το πλοίο μοιάζει να είναι ο Πόρος αυτός που ταξιδεύει με ένα κόκκινο σημάδι στην κουπαστή κι εμείς κολλημένοι στην προκυμαία απομακρυνόμαστε αλλά μόνο μέχρι την επόμενη φορά.. 


Χαρά Γιαννοπούλου