Τετάρτη 7 Δεκεμβρίου 2022

* ΤΟ ΔΕΝΤΡΟ ΤΩΝ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΩΝ ΚΑΙ ΤΑ ΠΑΙΔΙΚΑ ΜΟΥ ΠΑΙΧΝΙΔΙΑ *



Υπάρχει μια παιδική χαρά στα Χριστούγεννα που αν δεν έχει χάσει κανείς το τελευταίο ίχνος της αθώας του καρδιάς, έχει αυξημένες πιθανότητες να την γιορτάζει κόντρα στον καιρό. Όχι ότι είναι εύκολη δουλειά, όταν απέχεις μερικές δεκαετίες από το πρώτο σου δέντρο, αλλά εκεί που δεν το περιμένεις το βλέπεις μπροστά σου. Και τι δέντρο! Την λίθινη εποχή, στα μέσα της δεκαετίας του εβδομήντα, το έλατο, δεν ήταν ακόμα εδάφους, γι αυτό στο σπίτι μας το στήναμε πάνω σε ένα μικρό έπιπλο. Για την χαρά του χιονιού, που ούτε να το δούμε τότε στην τροπική ζώνη των δυτικών προαστίων, ξοδεύαμε ένα ολόκληρο πακέτο βαμβάκι που το απλώναμε στα κλαδιά, από την κορυφή ως τη βάση. Ήταν ίσως μια επίκληση στην βασίλισσα του χιονιού μήπως ευαρεστηθεί να μας ασπρίσει τις ταράτσες με καμιά νιφάδα.

Στα πόδια του δέντρου τοποθετούσαμε την φάτνη, χάρτινη σε τρεις διαστάσεις, σε πρώτο πλάνο τα ζωντανά, πιο πίσω το θείο βρέφος και στο βάθος ο αχυρώνας. Από πάνω φεγγοβολούσαν τα χρωματιστά φαναράκια που αναβόσβηναν σε αργό τέμπο μέσα στην παγωμένη σαλοτραπεζαρία. Το ιερό αυτό δωμάτιο συνηθιζόταν να ανοίγει μόνο για τις τρεις τέσσερις μεγάλες γιορτές του χρόνου. Τις υπόλοιπες μέρες η πόρτα έκλεινε ερμητικά και άφηνε το σερβάν με το τραπέζι και τις βαριές δερμάτινες καρέκλες να εξυφαίνουν τις δικές τους συνωμοσίες. Είναι να απορεί κανείς με αυτήν την φαεινή ιδέα να θυσιάζεις ένα ολόκληρο σπίτι για να δεξιώνεσαι συγγενείς λες και ζούσαμε στην βικτωριανή εποχή αλλά με σόμπα πετρελαίου αντί για τζάκι. 

Για να ξαναμπώ όμως σε γιορτινό κλίμα, τα Χριστούγεννα όταν άναβε το δέντρο μπροστά από τις τραβηγμένες κουρτίνες, άλλαζε όψη το δωμάτιο σαν τον Εμπενήζερ μετά τα τρία φαντάσματα. Και όχι μόνο αυτό, αλλά ο τόπος μύριζε φρέσκο βούτυρο και καβουρδισμένο αμύγδαλο. Δεν είναι βέβαια κανένα μεγάλο μυστήριο αυτό καθώς ξέραμε, ότι στην τραπεζαρία φυλασσόταν η μεγάλη πιατέλα με τους κουραμπιέδες, για να μην έχουμε πρόσβαση σ΄ αυτήν εμείς οι σεσημασμένες γλυκαντζούδες της οικογένειας.

Όλα γίνονταν μαγικά καθώς έπεφτε το σκοτάδι και το γλυκό φως άναβε και έσβηνε σε μια ακολουθία που με γέμιζε μεγάλη χαρά. Έβγαινα μάλιστα στην αυλή μόλις βράδιαζε για να πιάσω το συναίσθημα και από άλλη γωνία, συνήθεια που κρατάω ακόμα, εντελώς μεταξύ μας. Όλα τα παράθυρα της γειτονιάς κάπως έτσι έφεγγαν και μια βόλτα στα δρομάκια ήταν σα να είχα βγάλει εισιτήριο για το πολικό εξπρές. Δεν είχαν σηκωθεί ακόμα και οι όροφοι και με λίγη καλπάζουσα φαντασία μπορούσε να νιώσει κανείς την μυσταγωγία. Μπορεί να μην υπήρχαν μπαλκόνια για λαμπάκια αλλά ευτυχώς δεν είχε γεννηθεί ακόμα και αυτός ο μαρτυρικός Αηβασίλης που ανεβαίνει χρόνια τώρα την ανεμόσκαλα σαν τον Σίσυφο. Όλο παλεύει για το μπισκότο του και το ποτήρι με το γάλα αλλά τον κρατάει όμηρο ο κατασκευαστής. Λευτεριά στον Άγιο, χριστιανοί.

Αυτός ο Άγιος λοιπόν από την Καισαρεία, υπήρξε μυθικό πρόσωπο για μας και ακόμα είναι όσο του το επιτρέπουν οι συνθήκες. Διότι πρέπει να κρατάμε το μυστικό, δεν αποκαθηλώνουμε έτσι το παραμύθι, έχει κι αυτό την χρήση του. Φτιάχνει κόσμους να μπούμε, να κρυφτούμε, να ενθουσιαστούμε, και γιατί όχι να μη βγούμε, είναι δικαίωμα μεγάλο αυτό για να το στερηθεί κανείς.

Η αλήθεια βέβαια είναι ότι είχα μισοκαταλάβει πως το σαλονάκι που αγάπησα, το είχε φέρει ο μπαμπάς αλλά δεν έκανα και πολλές ερωτήσεις, ήθελα να κρατήσω την αμφιβολία. Είχα αποφασίσει ότι βρέξει χιονίσει, το έλκηθρο θα ερχόταν την παραμονή της πρωτοχρονιάς κι οι καλικάντζαροι να καθόντουσαν στα αβγά τους. Για την περίσταση φούσκωνα και το πλαστικό ελάφι μου, μέγα γκάτζετ της εποχής, και το έβαζα δίπλα στο δέντρο να ρίχνει σήματα στον Ρούντολφ μην χάσει το ουρανοδρόμιο.

Το σαλονάκι λοιπόν πέρασε στην σφαίρα του μύθου όπως κάθε αγαπημένο παιχνίδι που ανακαλύπτουμε μετά από χρόνια στο πατάρι. Μάλλον καημός θα ήταν τελικά γιατί δεν είχαμε ποτέ καναπέ και τραπεζάκι όπως τα άλλα σπίτια. Μόνη της η σόμπα έπιανε ένα δωμάτιο και τα είπαμε, κανείς δεν τολμούσε να τα βάλει με την σαλοτραπεζαρία. Έτσι τοποθετούσα κι εγώ τα έπιπλα μου σε ψυχαναγκαστικό στυλ και σκηνοθετούσα τσάγια, σκηνογραφούσα πιατάκια και φλυντζάνια και καλλιεργούσα από τότε την κλίση μου στην καφεποσία. 

Είχα βέβαια και τις κούκλες μου, όλα κι όλα, αλλά γρήγορα ανακάλυψα ότι δεν είχαν και κανένα μεγάλο ενδιαφέρον. Ξεκινούσα την αποσυναρμολόγηση για να το πω κομψά, με σκοπό να δω τον μηχανισμό της ανθρώπινης φύσης, και στο τέλος μου έμενε ένας πλαστικός κορμός, χέρια πόδια εκτός και πάλι δεν έβρισκα τίποτα. Αν είχα όμως εκείνο το αεροπλανάκι που είχε έρθει από την Αμερική για τον αγαπημένο μου εξάδελφο, ανήμερα Χριστούγεννα,  θα το είχα ατσάκιστο. Αυτό λοιπόν το έργο τέχνης κρεμόταν από το ταβάνι, μετά έβαζες μπροστά την μπαταρία και έκανε γύρους στον αέρα. Απογειωνόταν αυτό και μαζί η ταξιδιωτική μου φαντασία. Με μπαταρία δούλευαν και εκείνα τα μαϊμουδάκια που είχε φέρει ο θείος από την Γερμανία, τα κούρδιζες και χτυπούσαν τα πιατίνια που είχαν δεμένα στις παλάμες τους σαν τρελά. Κάποια Χριστούγεννα, έφερε κι ο μπαμπάς στο σπίτι μια μικρή χρυσή καμπάνα με κορδόνι, το τραβούσες και έπαιζε τα κάλαντα. Επανάσταση. Γενικά ό, τι είχε κουρδιστήρι είχε άλλο κύρος, έμπαινε ο σταματημένος κόσμος μου σε κίνηση.

Ωστόσο τα παιχνίδια δεν ήταν παντός καιρού, ήταν δώρα για την Πρωτοχρονιά, τις ονομαστικές γιορτές και για τις αμυγδαλές που έβγαλα στην πρώτη δημοτικού. Κι επειδή οι αμυγδαλές βγήκαν μια και για πάντα και το όνομά μου δεν κόλλαγε με τα θρησκευτικά, είχα τα θάρρη μου σε αυτές τις μαγικές μέρες του Δεκέμβρη. Ήταν οι μέρες με τις κόκκινες κορδέλες και τα κουτιά με το χρυσό περιτύλιγμα που δεν ήξερα τι έκρυβαν, που δεν μου το φώναζε η ντουντούκα του πολυκαταστήματος λες και υπήρχε περίπτωση να ξεχαστώ και να περάσουν οι γιορτές από δίπλα μου.

Μα έτσι κι αλλιώς αυτό δεν μπορεί να γίνει. Τώρα τα Χριστούγεννα περνάνε από πάνω μας σαν οδοστρωτήρας και όλο λέω να ανοίξω το μηχανισμό να δω πού το πάει, όμως πού να τολμήσω να προβώ σε αποσυναρμολόγηση. Έχω ένα παιδί μέσα στην καρδιά μου που περιμένει κάθε χρόνο να βγει στο μπαλκόνι για να δει τα λαμπάκια να φέγγουν στο σαλονάκι του.

 

 

Χαρά Γιαννοπούλου

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 


Τρίτη 9 Αυγούστου 2022

* ΠΟΡΟΣ 2 *




Από τον Γαλατά ο Πόρος φαίνεται τόσο κοντά που βουτάς το ένα πόδι στην θάλασσα και με το άλλο βγαίνεις στο νησί. Πατάς στεριά, κάνεις νόημα για λεμονάδα στο καφενείο και ταυτοχρόνως προσπαθείς να καταλάβεις πώς δούλεψε η διακτίνηση. Μόνο δέκα λεπτά χρειάζεται το φέρι για να ανεβάσει τον καταπέλτη, να σφυρίξει και να μπει στο λιμάνι. Μετά, αρχίζει αυτή η ωραία βουή από κόσμο και τροχοφόρα που πιάνουν στεριά και έχω την αίσθηση ότι ακούω στον αέρα να πλανάται ένα Φτου ξελευτερία. Πάντα το παθαίνω αυτό όταν βγαίνω από το καράβι και είναι η θάλασσα που το κάνει. Όχι γιατί με τρομάζει το πέλαγος, το αντίθετο, απλώς μου δίνει μια γερή σπρωξιά να το σκάσω από του διαβόλου τις έννοιες. 

Φτάνουμε λοιπόν στην προκυμαία και διαλέγουμε την πορεία αριστερά δηλαδή προς το Κανάλι. Εδώ ο δρόμος θα χωρίσει. Από τη μία μεριά πάει στο Νεώριο και από την άλλη, ίσια μπροστά η ανηφόρα στο Ασκέλι με τη θάλασσα στα δεξιά. Το ψαροχώρι είναι χτισμένο αμφιθεατρικά και το μπαλκόνι μας βλέπει από ψηλά. Έτσι μπορούμε  να παίρνουμε μάτι ένα Μαλτέζικο κότερο, κατευθείαν βγαλμένο από την δεκαετία του ’50, δηλαδή της κομψότητας και όχι από αυτά τα φαραωνικά με τρεις ορόφους και ελικοδρόμια. 

Αλλά βέβαια καμία θέα δεν μπορεί να συγκριθεί με την πανσέληνο και ειδικά εκείνη που αναδύεται από το νερό. Το βράδυ έχουμε αυτήν την καταπληκτική ευκαιρία καθώς παίρνουμε θέση στο Κανάλι για να δούμε την ανατολή του φεγγαριού. Είμαστε λοιπόν στημένοι μαζί με άλλους ρομαντικούς και παλεύουμε με τα κινητά να πιάσουμε το φαινόμενο. Από την άλλη το μουνλάιτ γελάει μαζί μας και συνεχίζει τη δουλειά που ξέρει. Φως από πορτοκάλια στην αρχή και όσο πιο ψηλά τόσο πιο πολύ ασήμι. 

Το επόμενο πρωί, στον ουρανό παίρνει τη θέση του ο ήλιος και μας προτείνει βόλτα στο Μοναστήρι της Ζωοδόχου Πηγής. Το μόνο που χρειάζεται είναι να διασχίσουμε έναν αρωματικό πευκώνα για να φτάσουμε στο πλάτωμα λίγο πριν τον περίβολο. Εδώ, το Μελίστακτο, ένα μικρό καφενεδάκι, σερβίρει γλυκά του κουταλιού, βυσσινάδες και άλλα δροσιστικά. Θα το έλεγα μέρος για ησυχία αλλά τα μηχανάκια που έχουν μια περιέργεια από τη φύση τους, θέλουν να βλέπουν τι παίζει και από αυτή τη μεριά του νησιού. Ανεβαίνουν, μαρσάρουν και κατεβαίνουν. Σίγουρα θα αλώναν και την αυλή του μοναστηριού αν ο καλόγερος που μοιράζει μαντήλια για γυμνούς ώμους γυναικών δεν ήταν ολωσδιόλου αντίθετος. 

Στα πόδια της μονής βρίσκεται η παραλία, οργανωμένη με τέσσερις σειρές ξαπλώστρες επάνω στο κύμα για μην κουράζεται ο λουόμενος να περπατάει άσκοπα στην αμμουδιά. Υπάρχει όμως κι ένα κομμάτι για τον κατατρεγμένο φυσιολάτρη που δεν έχει την επιθυμία να συνωστιστεί με το υπόλοιπο νησί για να βλέπει πλάτες αντί για τον Αργοσαρωνικό. Ένα ερειπωμένο κτίριο, μια μικρή προβλήτα και μια ανθισμένη δάφνη ξανασυνθέτουν το μέρος. Όσο για το νερό, είναι γυαλί, καθαρό, εύκολο.

Πρέπει να σημειώσω εδώ ότι το Μοναστήρι το έχει δοξάσει και ο Σεφέρης στα ημερολόγιά του αλλά το έμβλημα του νησιού είναι το Ρολόι. Βρίσκεται στο Καστέλι, στον ψηλότερο βράχο και βλέπει το νησί από άκρη σε άκρη. Χοντρά συρματόσκοινα κρατάνε την πέτρα γιατί έχει τη φθορά της αλλά εντάξει μερικούς τουρίστες και καναδυό παγκάκια τα σηκώνει χωρίς δυσκολία.



Κάτω στην πόλη, το πλήθος μετακινείται από τα στενά στην παραλία και τούμπαλιν, από την πλατεία του Συντριβανιού ως την εκκλησία του Ευαγγελισμού. Ο Πόρος φεγγοβολάει, μυρίζει αντιηλιακό και ψάρι στο τηγάνι. Τα ιστιοπλοϊκά λικνίζονται στην προκυμαία και οι λάντζες πάνε κι έρχονται στο Γαλατά. Το σινέ Ντιάνα παίζει το Έγκλημα στο Νείλο, το παγωτό καϊμάκι είναι μούρλια και οι Γάλλοι στο πίσω κάθισμα γελάνε με το μουστάκι του Πουαρώ. Στο μεταξύ, πίσω στο μπαλκόνι μας ο βραδινός φλοίσβος δεν έχει καμία τύχη μπροστά στην λαϊκή βραδιά της παρακείμενης  ταβέρνας.




Το επόμενο πρωί μας περιμένουν νέες εξορμήσεις. Μπάνιο στην Βαγιονιά, στα βόρεια του νησιού. Ίσως τα καθαρότερα νερά κι επειδή δεν είναι οργανωμένη παραλία, ο ντόπιος μας λέει απαξιωτικά “Ξαναγυρίσαμε στη δεκαετία του εβδομήντα”. Και είναι μια ήττα αυτή για τον τουρισμό διότι ο γιαλός εδώ έχει αφεθεί έρμαιο στα ψάρια και στα σκίνα. Ούτε νεροτσουλήθρες, ούτε μπιτς μπαρ. Βλέπουμε τα κλαδιά ενός δέντρου να γλείφουν τη θάλασσα, μια βάρκα είναι δεμένη στην ξύλινη προβλήτα και οι τζίτζικες λαλάνε συναυλία. Αν είναι δυνατόν, ποιός ζητάει τέτοια πράγματα το καλοκαίρι. 




Σε ολωσδιόλου άλλο σύμπαν ζει το Λιμανάκι της Αγάπης. Αυτό το κολπάκι που δοξάστηκε από το Δημήτρη Χορν, διότι Μια ζωή την έχουμε, τώρα κοντεύει να πάθει ασφυξία από την πολυκοσμία που στριμώχνεται στις ξαπλώστρες, αχρείαστες όσο τίποτα εδώ. Για το νερό δεν υπάρχουν λόγια αλλά θα πω μερικά. Η θάλασσα είναι απροσδιόριστης σύστασης και το μόνο σίγουρο είναι ότι τα τελευταία ψάρια που κολύμπησαν έχουν γίνει αντικείμενο μελέτης από τους βιολόγους. Το πλήθος βουτάει ανυποψίαστο ή υποψιασμένο σε αυτό το υγρό και δεν λείπει και ο σπορτίφ τύπος με τη σανίδα που σηκώνεται στον αέρα και μετά σκάει με φόρα στην επιφάνεια, κόβοντας τη χολή σε ό, τι ζωντανό έχει απομείνει κάτω από αυτήν την αμφιλεγόμενη θολούρα.

Ούτε λόγος για βουτιά στο Λιμανάκι της Αγάπης αλλά το τελειωτικό χτύπημα μας περιμένει παρακάτω στο Ρωσικό Ναύσταθμο. Εδώ το εμβάπτισμα στην ανάπτυξη είναι ολοκληρωτικό. Καθώς το αυτοκίνητο κατεβαίνει το δρομάκι, βλέπω να ξεφυτρώνει μέσα από τα πεύκα μια γιγάντια νεροτσουλήθρα, καθισμένη με όλο της το πλαστικό πάνω στη θάλασσα. Οι λουόμενοι που σε άλλη περίπτωση θα άπλωναν το μάτι τους στον ορίζοντα, τώρα έχουν το ένα τρίτο γιατί τα υπόλοιπα δύο τα έχει πάρει το τέρας του Λοχνές. Ίσως μια ξύλινη προβλήτα για βουτιές θα ήταν αρκετή για τον παιδόκοσμο, που ξέρει να χαίρεται με το παραμικρό. Ίσως ακόμη θα σεβόταν και τα ερείπια από τις παλιές αποθήκες του σταθμού αλλά η ζώνη προστασίας που έχει οριστεί είναι μόνο εκατό μέτρα από τα κτίρια. Από εκεί και ύστερα το θέμα είναι ελεύθερο.



Ευτυχώς μια στάση στη βίλα Γαλήνη μας επαναφέρει στις ομορφιές του Πόρου. Τα σπίτια πεισμώνουν εύκολα σαν τα γυμνώσεις , έγραψε ο Σεφέρης, έτσι κι εδώ, στέκεται πεισμωμένη η τερρακότα, το ίδιο και τα πράσινα παραθυρόφυλλα, τα γεράνια είναι φροντισμένα και τα πεύκα καθαρισμένα. Απέναντι ο Ναύσταθμος χαίρεται το απογευματινό φως όπως και όλες οι κεραμοσκεπές της πόλης.


Γενικά το νησί λατρεύει την ώρα πριν τη δύση του ήλιου και ένας από τους τρόπους να το λατρέψουμε κι εμείς είναι η πεζοπορία στον Φάρο Ντάνα. Έξι χιλιόμετρα από την πόλη είναι η απόσταση. Μετά την ασφαλτόστρωση και κάτι αίγες που μας χαζεύουν παίρνουμε το μονοπάτι μέχρι την ερημική αμμουδιά του Γερολίμανου. Μετά η διαδρομή γίνεται με τη θάλασσα να χάσκει κάτω από τις πατούσες μας που ασκούνται με μεγάλη επιτυχία στο βράχο. Κι εκεί που αδημονούμε παίρνοντας συνέχεια στροφές αλλά ακόμα, στον τρίτο κάβο, ξεμυτάει η λάμπα. Ανεβαίνουμε τα σκαλάκια και φτάνουμε σε πλάτωμα με μια υπέροχη θέα που την απογειώνουν η μανία του τζίτζικα και μια περαστική βάρκα με τη μηχανή της. Ό, τι και να γράψω  δεν θα έχει σταγόνα υπερβολής. Είναι από εδώ μια στιγμή και απέναντι της η αιωνιότητα. Πάντα αγαπούσα τον μοναχικό βίο των φάρων που τους δίνει μια περηφάνια, μπορεί να είναι και η ευθύνη, αλλά αυτή η αγέρωχη παρουσία τους είναι για μένα συγκινητική.


Και αφού πιάσαμε τις εσχατιές, μας μένει κι ένα μονοπάτι ακόμα. Είναι ο λόφος που πηγαίνει στο εκκλησάκι των Αγίων Αναργύρων. Αυτή η εκδρομή είναι για πρωινές ώρες γιατί όσο ανεβαίνει ο ήλιος δυσκολεύει την ανηφόρα. Ο ταχυδρόμος που συναντάμε τυχαία δεν μας έχει ικανούς για τέτοια αλλά μας δίνει οδηγίες για τον Μύλο και από κει ο δρόμος πάει μόνος του. Ξεκινάμε τις κλίμακες, δεν υπάρχουν οδοί εδώ στα στενάκια, μόνο σκαλιά, πιάνουμε από Σαγκάλ μέχρι Χόρτον, όλη την καλλιτεχνική παροικία δηλαδή που αγάπησε το νησί. Φτάνοντας στο ξωκλήσι μέσα από πεύκα και χαμηλή βλάστηση, βλέπουμε όλο τον Γαλατά και την Κοιμωμένη. Η θάλασσα αστράφτει, οι ασβεστωμένοι τοίχοι λαμποκοπούν, η δροσιά είναι υπέροχη. Μαγικά. 





Είναι ό, τι πρέπει για το καράβι της επιστροφής που έτσι κι αλλιώς έχει μια δυσκολία. Άντε να βρεις φάρους και λοφίσκους και Ρολόγια στην πόλη. Νωρίς το πρωί τραβάμε το χρόνο για να χάσουμε το πλοίο. Το φέρι κάνει απόπλου κάθε μισή ώρα. Ο καταπέλτης θα ανέβει και θα κατέβει τουλάχιστον δυο φορές μέχρι να πάρουμε την απόφαση να περάσουμε την θάλασσα και να πατήσουμε την απέναντι στεριά.

Από το πλοίο μοιάζει να είναι ο Πόρος αυτός που ταξιδεύει με ένα κόκκινο σημάδι στην κουπαστή κι εμείς κολλημένοι στην προκυμαία απομακρυνόμαστε αλλά μόνο μέχρι την επόμενη φορά.. 


Χαρά Γιαννοπούλου

















 






Τρίτη 5 Απριλίου 2022

* ΤΑΞΙΔΙ ΣΤΟ ΠΑΣΧΑ ΤΗΣ ΕΦΗΒΕΙΑΣ ΜΟΥ *


 

Καμιά φορά, με τον καινούριο Απρίλη, με πιάνει μια αναθύμηση της πασχαλιάτικης εφηβείας μου, όχι νοσταλγία, μακριά από μένα τα γλυκόπικρα. Είμαι βέβαιη ότι αυτό το ξεφανέρωμα είναι δουλειά της Άνοιξης  Αυτή η εποχή με τραβάει συνέχεια από το μανίκι, που και να κάνω πως την αγνοώ, δεν μου το επιτρέπει. Η αλήθεια βέβαια είναι ότι δεν θέλω κιόλας γιατί ως γνήσιο κορίτσι του Μάη, είμαι ταγμένη σ΄ αυτήν.

Για να πάρω όμως το πράγμα από την αρχή, τού Πάσχα προηγείται πάντα η εβδομάδα των Παθών, που δεν την λες ακριβώς έτσι όταν είσαι μαθήτρια και το σχολείο κλείνει για το δεκαπενθήμερο. Το πιάνεις σαν γιορτή, μέχρι να ανακαλύψεις ότι πάντα υπάρχουν τρόποι να συμμετέχεις κι εσύ στο Θείο δράμα όπως όλοι.

Από την Κυριακή των Βαΐων κιόλας, μετά τα ωσαννά, μπαίναμε στην Μεγάλη Δευτέρα με την τηλεόραση σε ρυθμό σιωπηλού οδυρμού με απανωτές δόσεις κλασικής μουσικής. Κάτι δεκαετίες πριν, συνηθιζόταν την θλίψη του μεγαλοβδόμαδου να την βιώνει η ελληνική κοινωνία με Μπαχ. Πέρασαν πολλά χρόνια για να καταλάβω ότι ο μουσουργός είχε πέσει θύμα της κουλτούρας που είχε αποφασίσει ότι το είδος είναι μόνο για τις στενοχώριες.

Ασπρόμαυρα έπαιζε τότε η τηλεόραση, μαύρο είχε γίνει και το μάτι μας από τη νηστεία. Και δεν μιλάμε για την σημερινή τύπου μάστερσεφ με γάλα καρύδας  στο ρυζόγαλο και καλαμαράκια στο τηγάνι. Ζούσαμε καθαρή στέρηση, με γκουρμέ παρέκκλιση τις τηγανητές πατάτες με τα χόρτα. Το πρωινό είχε τσάι με ελιές και ψωμί, το μεσημεριανό όσπρια με ψωμί, και το βραδινό ψωμί και στραγάλια για σνακ. 

Αυτή η προσομείωση μοναχισμού ωστόσο, δεχόταν επίθεση εκ των έσω καθώς η μαμά στο πικ του μεγαλοβδόμαδου έφτιαχνε κουλούρια και τσουρέκια. Το σπίτι μύριζε φρέσκο βούτυρο και οι λαμαρίνες με τα κουλούρια μας είχαν περικυκλωμένους.

Όμως, να τα λέμε κι αυτά, δεν δοκιμάζαμε τίποτα, για τέτοια εγκράτεια μιλάμε, αλλά τα τσουρέκια δεν χρειάζονταν δάγκωμα για να αντιληφθούμε την κατάπτωσή τους. Ξεφουρνίζονταν βαριά σαν πέτρα, κάνοντας την μαμά να σκάει από στενοχώρια, μέχρι την στιγμή που τα έστελνε στο πυρ και ξανάπιανε τον αγώνα με καινούριο πάθος. Και επειδή ο επιμένων νικά, νενίκησε και η μαμά κι από τότε πια απολαμβάναμε τις μαστίχες και τα κακουλέ, χωρίς κόπο, καθότι το τσουρέκι είναι μεγάλο πρότζεκτ και δεν θέλαμε να της στερήσουμε την πατέντα.

Εκτός όμως από τη νηστεία υπήρχε και η προσευχή. Ο μπαμπάς, ερασιτέχνης ψάλτης και θεματοφύλακας αξιών, επέβαλλε να δίνουμε παρουσία στην εκκλησία της ενορίας κάθε βράδυ. Αυτό σήμαινε δίωρη και βάλε, ορθοστασία  και με τη σύνοψη στο χέρι για να καταλαβαίνουμε και τον ρου των γεγονότων. Η σύνοψη ήταν ένα μικρό βιβλιαράκι με όλα τα τροπάρια και τους ψαλμούς της Μεγάλης Εβδομάδας που χρησίμευε και σαν χρονόμετρο αφού ξέραμε σε ποια πρόταση έκλεινε η ακολουθία. Εκείνη την εποχή ό, τι είχε εξώφυλλο και γράμματα στις σελίδες με τραβούσε σαν μαγνήτης κι έτσι η σύνοψη έγινε το αγαπημένο μου γκάτζετ που οδήγησε τελικά  στην αδυναμία μου στα βιβλία τσέπης.

Στο μεταξύ η Μεγάλη Τρίτη έμπαινε με τις δέκα Παρθένες, πέντε σωστές και πέντε μωρές. Αυτές οι δεύτερες δεν είχαν λάδι για τα λυχνάρια τους κι εμείς για τις φακές μας. Αυτό, γιατί ξημέρωνε η Μεγάλη Τετάρτη, ζοφερή και νερόβραστη, όμως ευτυχώς είχαμε τα θάρρη μας στην Μεγάλη Πέμπτη.

Αυτή ήταν η μέρα της μετάληψης, την οποία ακολουθούσε παραδοσιακό γεύμα με ένα συνονθύλευμα από μπιζέλια, φασολάκια και κουκιά με μπόλικο λάδι στον φούρνο, μια τρομερή λιχουδιά σε σκοτωμένο πράσινο. Είναι γνωστό ότι στην πείνα η νοστιμιά έρχεται δεύτερη. Μια χαρά όμως μας έβγαζε τα δώδεκα ευαγγέλια και τη σταύρωση μαζί που ομολογώ ότι μου έκοβε το αίμα από το δημοτικό, που μας είχαν δείξει μια ταινία χωρίς σήμα καταλληλότητας.

Και κάπου εκεί στα μισά της εβδομάδας των Παθών, άλλαζε άρδην το σκηνικό και μπαίναμε σε ρυθμό Πάσχα στο χωριό. Πάει το ασπρόμαυρο, έκλεινε και ο Μπαχ το όργανο, έβαζα και την σύνοψη στο συρτάρι, καθότι στην εκκλησία του χωριού δεν είχε καμία χρησιμότητα. Εκεί, όπως ήταν το έθιμο, κοιτάζονταν όλοι μεταξύ τους για να δουν ποιος γέρασε πιο γρήγορα ενώ η τάξη δεκατέσσερα άνω τύρβαζε περί άλλων.

Αχάραγα λοιπόν κάναμε την ηρωική έξοδο, περνούσαμε τον Ισθμό και όταν πια διασχίζαμε τις γραμμές του τρένου που έκοβαν το χωριό στα δύο, αναγάλλιαζε το μέσα μας. Εκεί να δεις, χαμομήλια στους αγρούς, κατσικούλα να βόσκει, σκυλί να γαβγίζει και τριαντάφυλλα να μοσχοβολάνε. Αυτή ήταν η αυθεντική Μέρα της γης. Μυθικές διαστάσεις έπαιρνε η ζωή. Ανακαλύπταμε αβγά κρυμμένα στο χορτάρι, τα ποτιστικά βαρούσαν χτύπους στα χωράφια και το γάλα ερχόταν κατευθείαν από την αγελάδα για να πήξει το γιαούρτι της γιορτής.

Πάνω εκεί κατέφθανε και η Μεγάλη Παρασκευή με το Γλυκύ της έαρ, που πάντα με συγκινεί μαζί με τις πασχαλιές και τις βιολέτες που δεν έχω καλύτερη μυρωδιά . Ήταν όμως και η μέρα που κάναμε το ντεμπούτο μας  στο εκκλησίασμα. Περνούσαμε μια ελαφριά ιερά εξέταση, τύπου Τίνος είσαι και πώς είσαι και γιατί, αλλά ευτυχώς το δύσκολο έργο αναλάμβαναν η μαμά και οι θείες που ήταν εξοικειωμένες με το σπορ. Ήμασταν βέβαια και παιδιά της πόλης, τρομάζαμε δηλαδή με τις σφήκες και δεν ενθουσιαζόμασταν με τη σφαγή των αμνών και όσο να πεις δίναμε καλή τροφή στην τοπική κοινωνία.

Αλλά το Πάσχα είναι Άνοιξη και η Άνοιξη Πάσχα και πάντα υπάρχουν περισπασμοί. Η περιφορά του Επιταφίου ήταν ένας από αυτούς. Μετά τα εξαίσια τροπάρια που πάντα μου φέρνουν δάκρυα από την τόση ομορφιά, έβγαινε το κουβούκλιο από το ναό για να ξεκινήσει η πομπή. Το κρατούσαν στους ώμους τους οι νέοι του χωριού αλλάζοντας βάρδιες και κάπως έτσι αποκτούσε ένα πρόσθετο ενδιαφέρον η βραδιά. Κατά το προσφυγικό έθιμο, προσφυγικό το χωριό, ο Επιτάφιος σταματούσε κάθε δυο τρία σπίτια και πατούσε στο χαλί που είχε στρωθεί στον δρόμο, με το λιβανιστήρι από δίπλα και όλα τα φώτα αναμμένα. Ιεροτελεστία. Να είναι Άνοιξη, η νύχτα να μπερδεύει το λιβάνι με την άγρια μέντα, τα κεριά να ρίχνουν το σιγαλό τους φως κι από πάνω μας να φέγγουν τ΄ αστέρια. Δεν ζητούσα τίποτα άλλο. Βέβαια είχαμε και λίγη ψιλοκουβέντα στην περιφορά γιατί παντού ξεφύτρωναν γνωστοί, αλλάζαμε όμως και ματιές με συνομήλικους  χωρικούς διότι και ο έρως  θρησκεία είναι.

Και μετά ερχόταν το Μέγα Σάββατο, η μέρα της θυσίας των αρνιών. Μαζευόμασταν στο σπίτι του παππού για να παρακολουθήσουμε την διαδικασία που παραδόξως τότε μου προκαλούσε μόνο περιέργεια. Το έθιμο ήταν τόσο βαθιά ριζωμένο που έβλεπα όλα τα στάδια χωρίς το παραμικρό πισωπάτημα. Μόνο που δεν μπορούσα να καταλάβω πώς η θεία μου τάιζε το αρνάκι της με το μπιμπερό και είμαι σίγουρη ότι το είχε αγαπήσει στ΄ αλήθεια, αλλά δεν είχε στο μυαλό της την πιθανότητα να αποτρέψει την μοίρα του.

Γενικά το Μεγάλο Σάββατο είχε ένα σωρό δουλειές που έπρεπε να γίνουν, έτσι που όλοι μαζεύονταν κατάκοποι νωρίς το βράδυ στα σπίτια τους, περιμένοντας την καμπάνα των έντεκα. Η μαμά έσπαγε τη νηστεία για να δοκιμάσει τη μαγειρίτσα στο αλάτι και κρυφογελούσε με την ενοχή της κι εγώ με την μεγάλη μου αδελφή βγάζαμε από τη ντουλάπα την ανοιξιάτικη κολεξιόν. Έξω έτσουζε η ξαστεριά κι εμείς ετοιμάζαμε βαμβακερά και λινά διότι καθόλου δεν μας πτοούσε η δροσιά του Απρίλη. Έτσι τουρτουρίζαμε κομψά έξω από τον Άη Γιώργη και κρατιόμασταν σφιχτά τρέμοντας από την ψύχρα, παρακαλώντας να χτυπήσει το ρολόι δώδεκα για να μας απαλλάξει από το βάσανό μας.

Ώσπου να έρθει όμως αυτή η ώρα, μέσα στο ναό είχε προλάβει να γίνει της κακομοίρας με το Άγιο φως, καθώς το εκκλησίασμα ορμούσε στο ιερό για να πάρει την πρωτιά, ενώ ο παπάς κραδαίνοντας τα κεριά, προσευχόταν να μην λαμπαδιάσει. Μετά, το ευσεβές πλήθος ξεχυνόταν στον περίβολο για την Ανάσταση. Ταυτοχρόνως, οι μπουρλοτιέρηδες του χωριού είχαν ακροβολιστεί στα πέριξ και περίμεναν το σύνθημα. Οι ηλικιωμένοι, σοφά σκεπτόμενοι, ήταν από νωρίς ταμπουρωμένοι μέσα στο ναό κι εμείς είχαμε πιάσει τις εξώπορτες για να φυλάμε τα νώτα μας. Στο Χριστός και πριν ακόμα το Ανέστη, είχε ανάψει το πρώτο μπαρούτι. Από δω να σκάνε δυναμίτες δίπλα στις γραμμές του τρένου, αποκεί να δίνονται τα φιλιά της αγάπης και παραπέρα να ανοίγονται ανθρωπιστικοί διάδρομοι.

Μέχρι να φτάσουμε σπίτι είχαμε μετρήσει καμιά εξάδα πατερημά και κάτι καντήλια κάθε φορά που κινδυνεύαμε να χάσει ο δυναμίτης τον δρόμο του και να σκάσει στα πόδια μας. Αξέχαστες εποχές.

Αυτή η διονυσιακή πανδαισία συνεχιζόταν και την Κυριακή του Πάσχα όταν  οι μεγάλοι έπαιζαν μπαλωθιές με πρωτοστατούσα την θεία μου την Μπουμπουλίνα. Η θεία μου λοιπόν σημάδευε στον αέρα την ξεκοκαλισμένη σπάλα του αρνιού αφού πρώτα είχαν διαβαστεί πάνω της τα μελλούμενα. Αυτός ο πρωτογονισμός που σήμερα θα με άφηνε κόκκαλο, τότε δεν μου έδινε ερωτηματικά. Ήταν η εποχή της νεανικής μας αφέλειας που δεν αμφισβητούσε τα παιχνίδια των ενηλίκων γιατί αυτά έτσι ήταν. Την ίδια ώρα γυρίζαμε την σούβλα με βάρδιες, περιχαρείς που μας είχαν δώσει την άδεια να λαβαίνουμε κι εμείς μέρος στο έθιμο. Κόσμος πήγαινε κι ερχόταν στην αυλή, το γλέντι άλλαζε από το ούζο στο κρασί, αβγά τσουγκρίζανε και πλανόδιοι τσιγγάνοι εμφανίζονταν με νταούλια την ώρα που σέρναμε το χορό.

Αργά το απόγεμα είχαν καταλαγιάσει όλα, τα πιάτα είχαν πλυθεί, τα τραπέζια είχαν τραβηχτεί στην άκρη και όλοι έκλεβαν λίγο ύπνο πριν μπει ο καφές στο μπρίκι. Κι ενώ καθόμασταν μαχμουρλούδες σε καναπέδες και καρέκλες, στον αέρα απλωνόταν μια γλυκιά γκρίνια, παραφάγαμε, παραήπιαμε, παραχορέψαμε.

Αλλά τώρα, που το γυρίζω στο μυαλό μου, μάλλον αυτό που μάς έφερνε ζάλη ήταν η Άνοιξη που δεν έχει έλεος όταν ψάχνει να αναγεννηθεί.


Χαρά Γιαννοπούλου