Δευτέρα 24 Αυγούστου 2020

* ΤΗΝΟΣ *







Μη σου τύχει αέρας στις Κυκλάδες. Σου παίρνει το σκαλπ και την ταυτότητα μαζί και γίνεσαι δρομέας κοντινών αποστάσεων. Έτσι και στην Τήνο. Δεν είναι η παρθενική μου εμφάνιση στο νησί βέβαια. Όταν ήμουν παιδάκι του δημοτικού, το προσκύνημα στην Παναγία ήταν καθιερωμένο και τάμα να μην είχες. Τι θυμάμαι από την εκδρομή; Τον αέρα. Είχαμε κοιμηθεί βράδυ στρωματσάδα στον περίβολο και ο άνεμος σφύριζε μέσα από τις καμάρες και σήκωνε κουβέρτες και προσκέφαλα. Τρόμος. Τώρα όμως τα έχω κάνει τα μίλια μου στο Αιγαίο με όλους τους καιρούς και θα μπορούσα να πω ότι με τον Αίολο τα έχουμε βρει, αλλά δεν θα το πω. Οι ντόπιοι από την άλλη, δεν πάει να ανακατώνεται το σύμπαν και να σφαλιαρίζει η άμμος, Έχει αεράκι σήμερα, λένε, και απορούν με την απορία μας.



Η φύση βγάζει την αγριάδα της στην Εξωμεριά. Το ξεροβούνι είναι χαρακωμένο από τις ξερολιθιές, από πάνω καίει αλύπητα ο ήλιος και στη θάλασσα χοροπηδάνε προβατάκια. Μπαίνουν και τα αρμυρίκια στην ιστορία και να τι γίνεται: Συναντιούνται αίφνης ένα γλυκό πράσινο, το βαθύ μπλε και ο χρυσός βράχος και όλα μαζί τα λούζει το υπέροχο αιγαιοπελαγίτικο φως, έτσι που τίποτα δεν μπορεί να συναγωνιστεί την ομορφιά του τοπίου. Σε αυτή την κατάνυξη όλα παίρνουν μέρος, και το κύμα και το βαπόρι και τα κατσίκια στην πλαγιά και δίχως άλλη χρεία γίνεσαι αμετάκλητα λάτρης.

Έτσι και στη Ρόχαρη, τα ίδια χρώματα στέκονται απέναντι στον Πλανήτη κι ας μην είναι η παραλία τόσο φιλόξενη όταν πιάνουν μποφόρια. Αυτή είναι η στιγμή που η θερμοκρασία φεύγει από το πλαίσιο του Ιούλη και δεν είναι για κολύμπι, με τα δικά μας γούστα βέβαια. 





Για να μην χάσουμε όμως το μπάνιο, αν και δεν μας κατατρύχει τέτοια εμμονή στις διακοπές, η Ζίνα που ξέρει τα κατατόπια, μας στέλνει στην Αγία Θάλασσα που κατά μία έννοια είναι υπήνεμα. Εδώ βρίσκεται και το ξωκλήσι του Άη Νικόλα, ασβεστωμένο με μικρό περίβολο, χτισμένο πάνω σε βραχάκια κατάσπαρτα από βιολετί αμάραντους. Από την πίσω μεριά, ξεκινάει μονοπάτι που βγάζει στο Καβαλουρκό, παραλία που για να πας, χρειάζεται να είσαι αρματωμένος με μακρυμάνικα πουκάμισα και μακριά παντελόνια. Αυτό γιατί ο ήλιος τσιμπάει γερά όπου βρει γυμνό δερματάκι. Η παγίδα στα μέρη τούτα είναι αυτή, κρυώνεις και ζητάς λιακάδα να ζεσταθείς και όταν τη βρίσκεις καίγεσαι, θες βεράντα, θες βόλτα, θες μπάνιο, δε γλυτώνεις.




Με το ηλιοβασίλεμα, πέφτει ο αέρας και βρισκόμαστε στον Πύργο, το κεφαλοχώρι του νησιού. Εδώ είναι ο τόπος που γεννήθηκε ο μεγάλος Χαλεπάς. Ο καλλιτέχνης αγάπησε το μάρμαρο και το πλήρωσε αυτό αλλά κέρδισε μια θέση στην αιωνιότητα. Μπορώ να πω με βεβαιότητα ότι την αιωνιότητα την έχει στο τσεπάκι του, από άλλο μετερίζι, και το πλατάνι στην κεντρική πλατεία του χωριού. Ο ίσκιος του πιάνει σχεδόν όλο το πλατεάκι και από κάτω σερβίρονται ούζα, το αχνίζον γαλακτομπούρεκο του παππού και προτάσεις για μπάνιο στην Απηγανιά κι ας έχει περπάτημα. Ο Πύργος δεν είναι για μια φορά όταν μένεις στον Πάνορμο. Τον κάνεις στέκι και για ένα λόγο παραπάνω. Την γραφικότητά του δεν την ταράζουν τα στίφη των τουριστών φέτος, οπότε είναι η ευκαιρία μας.


Μια και είπαμε όμως για πλατάνι, τα Υστέρνια έχουν κι αυτά το δικό τους στην πλατεία. Τώρα βέβαια, μη φανταστείτε τίποτα ευμεγέθες. Μια σταλιά είναι το μέρος αλλά τι μπαλκόνι, και το απολαμβάνεις κάπως έτσι: Παραγγέλνεις τον καφέ σου στο Μαγιού, που συνοδεύεται από μίνι υποβρύχιο μαστίχα και μετά μετράς τα νησιά απέναντι. Πρώτη η Σύρος, μετά η Κύθνος, η Τζια, η Παροναξία και βάλε. Όσο απλώνεται το πέλαγος ανεβαίνει και η στάθμη του νερού εντός μας. Ορίζοντας, δηλαδή απλοχεριά. Αυτό.

                                                                                            


Μετά τα Υστέρνια, πόσο ωραίο όνομα, παίρνει την σειρά της η Καρδιανή. Εδώ πάνω φαίνεται καθαρά ότι ήταν ο φόβος του πειρατή που έχτισε αυτό το στολιδάκι με τις καμάρες, τα στενοσόκκακα και τις κρυφές γωνιές. Στην είσοδο του χωριού στέκεται η Παναγία Κιουρά με το περίτεχνο καμπαναριό της. Στη βόλτα, μου τραβάει την προσοχή μια ασπρόμαυρη φωτογραφία στον ασπρισμένο τοίχο, με μια μάζωξη αντρών που κουβεντιάζουν στην πλατεία. Ανεβοκατεβαίνοντας σκαλιά ανακαλύπτουμε παντού τέτοιες φωτογραφίες, σε τοίχους και δίπλα σε εξώπορτες. Παρέες, γέλια, μπανιερά, παππούδες και πανηγύρια. Όπως φαίνεται κάποιος φωτογράφος αγάπησε το χωριό, τι πιο φυσικό, και το στόλισε με τη νοσταλγία του.                                                                                  

                                                                          

Η Δήμητρα μάς έχει λούζα και μαραθοκεφτέδες για μεσημεριανό. Μας εξηγεί ότι το νησί είναι γεμάτο περιστεριώνες γιατί τα πιτσούνια έθρεφαν παλιά τους Τηνιακούς που χρησιμοποιούσαν και το λίπασμα για τα κηπευτικά τους. Πρώτοι έχτισαν αυτά τα έργα τέχνης οι Ενετοί όταν ήρθαν εδώ γιατί τους άρεσε ο μεζές και έβγαζαν και από τις εξαγωγές. Έτσι η Τήνος είναι γεμάτη από αυτά τα σπίτια των πουλιών που τα βλέπουμε παντού στην εξοχή να συμπληρώνουν την τριγύρω ομορφιά.

Κι επειδή ο τόπος δεν είναι μόνο για μάρμαρα και καΐκια έρχεται και η ώρα της Μέσα Μεριάς. Ελιές και αμπέλια έχει εδώ γιατί ο αέρας είναι φίλα προσκείμενος. Ακόμα και οι βράχοι στο Βωλάξ είναι στρογγυλεμένοι σαν μπάλες, σπαρμένες στα χωράφια από το χέρι του Κρόνου. Και μπαίνουν και στις αυλές και κανείς δεν έχει σκοπό να τις εμποδίσει γιατί δίνουν στήριγμα στα αναρριχώμενα και από γιασεμιά άλλο τίποτα εδώ. Σεληνιακός ο χαρακτήρας του χωριού θα έλεγα αλλά μια στιγμή. Βλέπω ποιήματα να ξεφυτρώνουν σε πορτόφυλλα, σε μάντρες και σε τοίχους. Γκάτσος, Καβάφης και Σολωμός για όλους και όποιος κι αν είναι ο εμπνευστής, του την πιστώνουμε την ιδέα. Ποτέ κανείς δεν βγήκε χαμένος διαβάζοντας ποίηση χωρίς να ανοίγει βιβλίο.



                                                                                                                                                                                

 



Πιο κάτω, στην Αγάπη, υπάρχει απόλυτη ησυχία, δηλαδή όχι ακριβώς, γιατί ένα ζευγάρι περιστέρια φλυαρεί ενώ πίνει νερό από το διπλανό ρυάκι. Το χωριό πνίγεται στις πικροδάφνες και τα δέντρα είναι πανύψηλα και είναι αυτή μια τέλεια αντίθεση με το τοπίο στην Έξω Μεριά. Η Καρμέλα, φέρνοντας το τηνιακό λουκάνικο μας λέει ότι η Αγάπη είναι το δεύτερο μέρος στον κόσμο με αυτό το όνομα. Στο μεταξύ έχει μεγάλη επιθυμία να μας δείξει την καθολική εκκλησία, καθολική και η ίδια, αλλά ο εσπερινός αργεί, οπότε μας αποχαιρετάει με ένα λιμοντσέλο από το δικό της, φτιαγμένο με ρακή.




Στη συνέχεια μικρή στάση στον Τριπόταμο, ένα λιλιπούτειο μεσαιωνικό χωριό. Εδώ όλα μπερδεύονται σοφά, άγνωστο ποιανού είναι η αυλή, σε ποιο σπίτι ανήκει η εξώπορτα, πού οδηγούν τα σκαλάκια Από καμάρα σε καμάρα, μας ψάχνει ο Μπαρμπαρόσα. Είναι τόσες οι γωνιές και τα κρυφά περάσματα που ούτε τα χρυσά που κουδουνίζουν δεν θα πιάνει το αυτί του και τι θα βρει για να κουρσέψει. Δεν ξέρω μήπως εξαιτίας του είναι όλοι μανταλωμένοι στα σπίτια τους. Ακούγεται βέβαια κουβεντολόι πίσω από τους τοίχους και είναι σίγουρο ότι η κατσαρόλα τσιγαρίζει το κρεμμύδι αλλά μέχρι εκεί φτάνει η πληροφορία.  





Βγαίνοντας  από αυτή τη διάσταση, αποφασίζουμε μια επίσκεψη στη Χώρα. Δεν φημίζεται για τη γραφικότητά της γιατί με το που έγινε το νησί τοπ θρησκευτικός προορισμός, άρχισαν να ξεφυτρώνουν τα ξενοδοχεία.. Κτίρια αισθητικής δεκαετίας του '70 και καφετέριες παντού είναι μια εικόνα που δεν πάει στο Αιγαίο. Το λιμάνι, η Παναγία, η ανηφόρα με το κόκκινο χαλί είναι μια άλλη πραγματικότητα από αυτή της ενδοχώρας. Υπάρχει όμως αυτό το υπέροχο βοτσαλωτό στον περίβολο του ναού και τα λιβάνια είναι σε τόσο μεγάλη ποικιλία που αν είσαι οπαδός όπως εγώ, σε τραβάνε από τη μύτη όλα αυτά τα τριαντάφυλλα, οι βιολέτες, οι γαζίες και τα γιασεμιά.




Η επιστροφή στη Ρόχαρη που είναι η βάση μας, προχωρημένο βράδυ, μας ξαναδίνει τη θέση μας στο σύμπαν.



Ο Πλανήτης γίνεται μια φιγούρα στο σκοτάδι που πέφτει.  Το στερέωμα ανάβει το φως του να φανεί ο αστερισμός. Και τότε, στο βάθος διακρίνουμε με γυμνό μάτι τον κομήτη να διαγράφει τροχιά με το δικό του χρονόμετρο. Και μας πιάνει ένας τρελός ενθουσιασμός που γινόμαστε μάρτυρες στο ταξίδι του. Εδώ. Στην Τήνο.



Χαρά Γιαννοπούλου




















Παρασκευή 5 Ιουνίου 2020

* ΛΕΥΚΑΔΑ *





Και μόνο το όνομα, Λευκάδα, μου έφερνε πάντα στο νου μια μπουγάδα με ασπρόρουχα, απλωμένη στο φως του ήλιου, να κάνει το πέρα δώθε στον αέρα του Ιονίου. Το νησί όμως, το όνομα το πήρε από τον φάρο που στέκει στη νοτιότερη άκρη του, τον Λευκάτα. Το ακρωτήρι βλέπει Κεφαλονιά και Ιθάκη και ο βράχος του είναι κάθετος, επιβλητικός. Τραβάει ο γκρεμός όποιον πλησιάζει γι΄ αυτό, το μέρος υπήρξε βατήρας για αγάπες χωρίς ανταπόκριση, ούτε κοκαλάκι από εκεί πάνω. Δέος. Εγώ όμως είδα ένα ζευγάρι να ανεβοκατεβαίνει τα σκαλιά του φάρου παίζοντας ψευτοκρυφτό, έτσι για την υστεροφημία του τοπίου.


Προτού πιάσουμε όμως την εσχατιά, πενήντα χιλιόμετρα από την πόλη ο κάβος, είχαμε κάνει το οπωσδήποτε πέρασμα από το Πόρτο Κατσίκι. Κι εδώ βράχος, κάθετη κατεβασιά στη θάλασσα κι από κάτω ομπρέλες παραλίας στοιχισμένες. Το βοτσαλάκι μυρμηγκιάζει τις πατούσες και βάφει το νερό τυρκουάζ . Το κύμα μαστιγώνει πλάτες σπρώχνοντας τον κολυμβητή στην ακτή. Ώρα που βρήκες να έρθεις  ξένε, μονολογεί, κάτσε να φύγει ο Αύγουστος, να αδειάσει ο γιαλός να έχουμε κουβέντες να λέμε. Και κάπως έτσι έρχομαι στο ζήτημα της προσέγγισης. Δεκάδες σκαλιά κατεβήκαμε για την παραλία και γιατί όχι, δεν θα τα βάλουμε με τη μορφολογία του εδάφους. Όμως πρώτα παλέψαμε γενναία για μία θέση στο πάρκινγκ. Ενώ αν ήμασταν αίγες, κανείς δεν θα μας ζητούσε πάσο για την ακροθαλασσιά. Και εδώ είναι το οξύμωρο του πράγματος, μόνο το καλοκαίρι δεν μπορείς να χαρείς το μέρος. Κοσμοπλημμύρα.




Η Λευκάδα δεν θέλει καράβι για να πας. Περνάς με το αυτοκίνητο από την Αιτωλοακαρνανία και γλιτώνεις τα ναύλα. Κι επειδή το πλοίο είναι δύσκολο στοίχημα στις διακοπές, το νησί βουλιάζει από κόσμο το καλοκαίρι. Την πόλη το βράδυ, τη βρήκαμε μέσα στα φώτα, το πλήθος να τραμπαλίζεται  σαν κύμα και η βουή να σκεπάζει τις κουβέντες μας.  Στην περαντζάδα όμως, παραλιακά , όσο πιο πολύ ξεμακραίναμε τόσο πιο πολύ ανασαίναμε. Δύση του ήλιου εδώ και κάτι βάρκες ξεθωριασμένες από το αλάτι. Ξέμπαρκες.









Αντίθετα, στο φως της μέρας, η πόλη ερημώνει. Γυαλίζει στον ήλιο το πλακόστρωτο της πλατείας δίπλα στον Άγιο Μηνά. Εδώ, στα στενά, οι λαμαρινένιες προσόψεις των παλιών σπιτιών, μας τραβάνε την προσοχή.  Αυτή η προσθήκη της ανάγκης σίγουρα έχει να κάνει με το θείο Εγκέλαδο και την κληρονομιά του στα Επτάνησα.



Απόγεμα στην Κουζούντελη. Ο περαστικός μάς λέει απορημένος « τι πάτε να κάνετε  εκεί, η ζωή είναι στην παραλία». Καθόλου παράξενο, ο μόνιμος κάτοικος είναι χορτασμένος από ελιές και πλατάνια και θέλει το χαβά της πόλης, φασαρία και πηγαινέλα. Ήσυχη γωνιά είναι η Κουζούντελη, λίγο έξω από τη Χώρα προς τον Ενετικό Ελαιώνα. Χλόη κάτω, φυλλωσιές από πάνω. Στο παραδοσιακό καφενείο, στο διπλανό τραπεζάκι, ο Σικελιανός γράφει «το κύμα είναι σαν κρούσταλλο κι ο άμμος δεν αχνίζει, και λαγαρός κι ασάλευτος ο αγέρας του ελαιώνα». Στην ποίηση επάνω, το παιδί μας φέρνει γλυκό βύσσινο, καφέ και σουμάδα με παξιμάδι γλυκάνισου. Κατάσταση Λευκάδα.

Την επόμενη μέρα, το Νυδρί , στον όρμο του Βλυχού, μας άφησε άφωνους με την «έντονη τουριστική αξιοποίηση», στην οποία έχει υποβληθεί. Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένας ψαράδικος οικισμός  με τα Πριγκηπονήσια απέναντι για θέα. Μετά ήρθε ο Ωνάσης και εφοπλιστικά σκεπτόμενος, αγόρασε το Σκορπιό. Ο μεγιστάνας έστησε το εξοχικό για να ξαλεγράρει από τα βαπόρια και να κάνει βεγγέρες με τους φίλους του. Έτσι το Νυδρί, με ταχύτητα αστραπή, το κατάπιε η ανάπτυξη. Το δάσος με τις πινακίδες, ωστόσο, δεν είναι του γούστου μας, έτσι συνεχίσαμε ως το Γένι, ένα καταπράσινο παραδεισάκι, που μέσα από ένα στενό μονοπάτι μας έβγαλε στο εκκλησάκι της Αγίας Κυριακής. Απέναντι φαίνεται η Μαδουρή, μέλος των Πριγκηπονήσων και αυτή, πευκόφυτη, με εμπροσθοφυλακή το αρχοντικό της οικογένειας Βαλαωρίτη. Η οικογένεια Βαλαωρίτη είναι και η ιδιοκτήτρια του νησιού. Από τους Βενετσιάνους η προίκα. Το τοπίο φτάνει στο τέρμα της την κάλμα, περνώντας από την παραλία στο Δεσίμι, με μια μπελέτσα δύση, κλασική Ιονίου.



Το βραδάκι, καθώς ξεκινήσαμε να εστιάζουμε στο έναστρο του ουρανού, ένα τυχαίο τηλεφώνημα φίλου μάς έστειλε στα Χαραδιάτικα για φρυγαδέλια. Στην ανηφόρα για το χωριό, πίσσα σκοτάδι αλλά στην πλατεία έγινε φως. Η ταβέρνα φίρμα, γεμάτη κόσμο πολύ και μιλημένο γιατί τα καλά είναι μυστικά.

Βέβαια ο Άγιος Νικήτας της επόμενης μέρας δεν ήταν μυστικό όμως ο οικισμός έχει τη γραφικότητα την επτανησιακή. Είναι χαρακτηρισμένος παραδοσιακός, οπότε τα αυτοκίνητα μένουν απέξω . Μέσα είναι τα ταβερνάκια, οι πέργολες, το ρομάντζο και το λευκαδίτικο σαλαμάκι αέρος. Πυκνή βλάστηση βγάζει στο κολπάκι, τα νερά είναι ήσυχα και ο ορίζοντας ροζ. Απέναντι φαίνονται οι ηπειρώτικες ακτές. Η λεμονάδα ήρθε στο τραπέζι δροσερή, και πάνω στην περίσκεψη αποφασίστηκε η αυριανή εξόρμηση.


Καταρράκτες Δημοσάρη. Κοντά στο Νυδρί. Είκοσι λεπτά από το πάρκινγκ μέχρι τον μεγάλο καταρράκτη. Το νερό τρέχει, τα πλατανόφυλλα θροΐζουν και το μονοπάτι πάει παράλληλα με το ποτάμι. Είναι όμως και το ξύλινο γεφυράκι με τα σμιλεμένα βραχάκια από κάτω, που όσο και να μη θέλεις, την κρατάς την ανάσα. Είναι το τοπίο εντυπωσιακό και δικαιολογεί την απόσπαση προσοχής. Φτάνοντας στο τέλος της διαδρομής είδαμε το νερό να πέφτει από ψηλά σχηματίζοντας μια φυσική πισίνα που τραβούσε τους τουρίστες για βουτιές με επιφωνήματα ενθουσιασμού. Εμείς από την άλλη βάλαμε τα πόδια μας στο νερό, έτσι για να μετρήσουμε τάχα τη θερμοκρασία. Είμαστε του αλμυρού νερού κατά βάθος διότι εδώ δουλεύει καλύτερα η άνωση.





Τελικά το καλοκαίρι στη Λευκάδα μας βγήκε μικρό, όμως τα νερά είναι απέραντα, γαλάζια, αγριεμένα γιατί έτσι είναι η επτάνησος. Όλο ακρογιαλιές, δειλινά και λόγια στο στόμα του ποιητή « μ΄ αρέσει  η θάλασσα, γιατί μου μοιάζει κι ας έχη μέσα της κόσμο θεριά»





Χαρά Γιαννοπούλου










Τρίτη 21 Ιανουαρίου 2020

* ΓΑΛΑΞΙΔΙ - ΑΜΦΙΣΣΑ - ΑΡΑΧΟΒΑ *



Η θάλασσα είναι η συνθήκη στο ωραίο Γαλαξίδι. Το φωνάζει ο διάκοσμος της πόλης με τα καπετανόσπιτα, τις άγκυρες και τα αγάλματα των ναυτικών στις πλατείες. Η αρχοντιά αυτή απέχει δυόμιση ώρες αυτοκινητάδα από την Αθήνα. Μια αλέα με ευκάλυπτους μας οδηγεί στην πόλη αφού έχουμε προσπεράσει τα μεταλλεία που κοκκινίζουν την πλαγιά. Είναι Οκτώβρης, το νερό είναι λάδι και στους ασπρισμένους τοίχους κάθεται το φθινοπωρινό φως.



Καναδυό λεωφορεία κατεβάζουν επισκέπτες στην Πέρα Πάντα και τους βάζουν στο κάδρο, με τις βάρκες και τις πάπιες που τρώνε το ψωμί τους στην αποβάθρα. Υπάρχει μια διακριτικότητα στο σκηνικό, ίσως γιατί το πλήθος έχει παρασυρθεί από την κάλμα της θέας. Θα μπορούσε κανείς να ξοδέψει ένα ολόκληρο πρωινό με το μάτι κολλημένο στην αταραξία του τοπίου, χωρίς καμία τύψη. Όμως, καταφθάνοντος του μεσημεριού, η εισβολή της νέας παρτίδας εκδρομέων ξεσηκώνει τα πετούμενα που μαζεύονται γρήγορα γρήγορα στο σπίτι τους. Τα ψάρια παίρνουν τα μάτια τους για να αποφύγουν τα σάντουιτς που εκσφενδονίζονται από τη στεριά.


Αφήνουμε την παραλία για την ενδοχώρα. Περνώντας μπροστά από σκαλιστά πορτόνια, μετράμε ακρόπρωρα που ισορροπούν στην κόψη των μπαλκονιών. Είναι οι γυναίκες που, σκαλισμένες στην πλώρη των καραβιών, φύλαγαν τα ταξίδια των καπεταναίων, εμπροσθοφυλακή στο κύμα. 


Φοράνε το σκούρο μπλε φουστάνι τους κι έχουν τα μαλλιά μαζεμένα πίσω. Στο ένα τους χέρι κρατάνε το κέρας της Αμάλθειας, για να είναι πλούσιο το μπάρκο. Με το άλλο δείχνουν τη ρότα. Το Γαλαξίδι είναι γεμάτο από καλά κορίτσια που στολίζουν τα μπαλκόνια των αρχοντικών και γοργόνες ξέστηθες που βαστάνε τα υπόστεγα. 


Η πόλη όμως έχει και μάντρες φορτωμένες γιασεμιά και σκαλάκια για το αμφιθεατρικό του πράγματος και καρτ ποστάλ χαρακτήρα. 




Όμως η οχλοβοή στο λιμανάκι, μας σπρώχνει στην επόμενη στάση. Άμφισσα.



Άμφισσα

Στα Σάλωνα σφάζουν αρνιά, έλεγε το δημώδες τον καιρό που ο βεγκανισμός δεν υπήρχε ως κίνημα. Έτσι βάφτισαν την Άμφισσα οι Φράγκοι αλλά με το τέλος της επανάστασης ανακτήθηκε η αρχική ονομασία. Η κεντρική λεωφόρος όμως λέγεται Σαλώνων για να μην ξεχνάμε και από πού κρατάει η Μαρία η Πενταγιώτισσα, η δασκαλοπούλα.

Προτού να μπούμε στην πόλη, διασχίζουμε τον μεγαλύτερο ελαιώνα των Βαλκανίων, ένα εκατομμύριο ρίζες κοντά. Τα δέντρα, ασάλευτα εδώ και εκατονταετηρίδες, απλώνουν τα ασημόφυλλά τους, καρπίζουν τις ελιές Αμφίσσης και η ζωή συνεχίζεται.

Στην κεντρική πλατεία, μάς περιμένουν οι οπλαρχηγοί σε αγάλματα, πλατείες και δρόμους. Δεν έβγαλε και λίγους η περιοχή. Η Άμφισσα είναι σχεδόν έρημη. Όπως δείχνουν τα πράγματα, συνηθίζεται το μεσημέρι, οι αγωνιστές να κρύβουν το κουμπούρι και να τιμάνε τη σιέστα. Οι εναπομείναντες, πρόθυμοι κάτοικοι, μας δίνουν οδηγίες για να ανεβούμε στη Χάρμαινα. Η Χάρμαινα είναι η συνοικία με τα παλιά βυρσοδεψεία, ταμπάκικα επί το παραδοσιακόν.



Ανεβαίνοντας την ξύλινη φαρδιά σκάλα, βγαίνουμε σε μια γειτονιά μισοερειπωμένη, στρωμένη ξερά πλατανόφυλλα. Η βόλτα στα σοκάκια μάς βάζει σε κλίμα ανατριχίλας, με όλα αυτά τα εργαλεία εκδοράς που κρέμονται από τα ταβάνια των εργαστηρίων, σε κοινή θέα.

Δυό τρία ταμπάκικα έχουν απομείνει, που δουλεύουν ακόμα, στέλνοντας μια μυρωδιά ζωικού λίπους στον αέρα ανάκατη με ζοφερές εικόνες από την κατεργασία του δέρματος. Το μέρος δεν είναι για ειδύλλια, με τις προβιές να στεγνώνουν στον ήλιο αλλά επειδή ο έρωτας ανθεί παντού, έτσι έγινε και σε αυτή τη συνοικία. Ο μύθος, που μπορεί να είναι και αλήθεια λέει πως ο Κωνσταντής, νεαρός βυρσοδέψης, αγάπησε σφόδρα τη Λενιώ, εργάτρια στις ελιές, με σκοπό το γάμο. Ο νέος έφευγε συχνά σε ταξίδια για να προωθεί τις πωλήσεις, όμως στη διάρκεια ενός από αυτά, η αγαπημένη του χτυπήθηκε από κεραυνό στη βρύση δίπλα. Η απώλεια ήταν τόσο βαριά για τον Κωνσταντή, που δεν την άντεξε και προχώρησε στο απονενοημένο, βουτώντας από το κάστρο. Όμως οι παπάδες δεν τις σηκώνουν αυτές τις πρωτοβουλίες κι έτσι άφησαν τον δυστυχή στην κακή του μοίρα. Στοίχειωσε ο νέος και ως στοιχειό αμφιβόλου ωραιότητας έπαιρνε τις ρούγες νυχτιάτικα και τρόμαζε τη γειτονιά. Ώσπου, μετά από χρόνια περιπλάνηση βρήκε την ησυχία της η ταλαιπωρημένη του ψυχή και όχι μόνο, αναβαθμίστηκε και σε αποκριάτικο έθιμο.

Όπως και να είναι, αυτές οι ιστορίες δεν είναι για να ευχαριστιέται κανείς το ψητό, χώρια που τα ζωντανά που άφησαν εδώ το δερματάκι τους, παίζουν μαζί μας κρυφτό κάνοντας μπου.


Αράχοβα




Καθώς βγαίνουμε από την Άμφισσα και παίρνουμε τον ανήφορο, το μάτι μας πέφτει στον Παρνασσό απέναντι. Η Αράχοβα είναι φυτεμένη στην πλαγιά. Εδώ τελειώνει το γαλαξιδιώτικο καλοκαίρι. Προτού όμως μπούμε στο χωριό, προλαβαίνουμε να θαυμάσουμε το ροδόχρουν απόγεμα στο ναό του Απόλλωνα, από τους Δελφούς. Εδώ τα λεωφορεία παραταγμένα, κατεβάζουν τον κόσμο που παίρνει το δρόμο της αρετής και της κακίας. Άλλοι πάνε κατά το ναό και άλλοι μπαίνουν στα μαγαζάκια.

Στην Αράχοβα, γεμίζει τον αέρα η μυρωδιά του καυσόξυλου. Τα τουριστικά έχουν σε κοινή θέα γούνες και πλεκτά ενώ στο βάθος, το ρολόι χώνει τη μύτη του στο ηλιοβασίλεμα. Η Αράχοβα γοητεύει όταν μονάζει. Τότε, ο καφές δίπλα στην παλιά βρύση, είναι ραχατλίδικος και ο μόνιμος κάτοικος δεν καπακώνεται από τον φαντεζί εκδρομέα. Ακούγεται το νερό να πέφτει στη γούρνα από το βουνό και αυτό είναι μια ωραία πραγματικότητα.

Η στάση εδώ είναι μικρής διάρκειας, διάλλειμα μιας μεγάλης διαδρομής, ως τον επαναπατρισμό στο άστυ.

Καθώς ανάβουν οι λάμπες και η θερμοκρασία πέφτει, ετοιμαζόμαστε για την επιστροφή. Έχουμε μαζί μας μέλι, τσάι του βουνού και το λυκόφως που κοντεύοντας στη Θήβα γίνεται σκοτάδι εθνικής οδού. 



Χαρά Γιαννοπούλου