Η θέα του λιμανιού, μόλις το καράβι έπιασε Σάμη, δεν ήταν για
καντάδες, έτσι που έμοιαζε να βγαίνει
από τα βάθη της δεκαετίας του εβδομήντα. Έφτασε όμως μια διαδρομή φιόρα και
τζατζαμίνια, ένα τεταρτάκι δρόμος, για να βουτήξει το μάτι μας στην επτανησιακή
μπελέτσα. Προορισμός μας η Αγία Ευφημία, τέρμα χωριού. Μια τέλεια προοπτική για
να μελετήσουμε ινκόγκνιτο το θάγμα αυτής της θάλασσας της διάφανης σαν ζελεδάκι
στιγμής. Από το δωμάτιό μας μπορούσαμε να χορτάσουμε ανατολές και φεγγάρια και γέλια
εγγλέζικα από τα γειτονάκια που έκαναν αφίξεις ξημερώματα μετά από
μπυροκατάνυξη. Στον αυλόγυρο μπουγαρίνια, στον κήπο ροδακινιές και δέκα σκαλάκια κάτω από τα
πόδια μας η θάλασσα να γυαλίζει κρύσταλλα. Στο ενδιάμεσο, η Παραδεισένια ακτή, για μπακαλιάρους και αγριολάχανα.
Σα να λέμε, μπορούσαμε να καρφωθούμε σ΄ εκείνη την γωνιά του νησιού και να τραβάμε
ξενύχτια στην αυλή με μπαρτσολέτες μέχρι τελικής πτώσης. Ή να μετράμε τα
κουνάβια που κατέβαιναν αργά το βράδυ τον μαντρότοιχο για την παραλία. Ή να
κάνουμε αλαμπρατσέτα την περατζάδα μέχρι το χωριό και πίσω με την θάλασσα πλάι
μας στα ασήμια. Ασπέτα όμως κι η Κεφαλονιά είναι μεγάλη και μάτια να έχεις να
βλέπεις. Να λοιπόν τι μάζεψα από το κεφαλλονίτικο καλοκαίρι στην ωραία
Επτάνησο.
--Βαρκάδα στην Μελισσάνη. Για να βγούμε στη νεραϊδοσπηλιά περάσαμε ένα
υγρό τούνελ και μεσημέρι γεμάτο, βρεθήκαμε στο σημείο που το φως του ήλιου βουτάει
από την οροφή. Κατεβαίνει από ένα μεγάλο άνοιγμα, τρυπάει το νερό και αφήνει τη
βάρκα μετέωρη. Ήταν να κρεπάρει κανείς από την ομορφιά. Η βόλτα πήγαινε ψιθυριστά
και μόνο το κουπί έκανε έναν ξερό θόρυβο όταν ακουμπούσε το πλεούμενο για την στροφή.
Ήταν το μυσταγωγικό του πράγματος που δεν επέτρεπε αλαλαγμούς. Έτσι περιπλεύσαμε το τυρκουάζ με τα πορτοκαλί μας σωσίβια, με τα φλας μας να φρικάρουν τις ξωτικές και τον βαρκάρη να κάνει τον δραγουμάνο με μεγάλη φιλοτιμία.
--Απογεματάκι στα Δεντρινάτα. Στο χωριό του σιορ Γεράσιμου ανεβήκαμε για
το τρατάρισμα που μας είχε υποσχεθεί από μέρες. Ο λιγόλογος κεφαλλονίτης, ιδιοκτήτης
της πανσιόν, συνήθιζε να κατεβαίνει το σούρουπο στην αυλή για να ποτίσει τις γλάστρες. Όμως, όσο μετρημένη ήταν η κουβέντα του άλλο τόσο ήταν πλούσιο το κτήμα του. Είχε απ΄ όλα,
ελιά γηραλέα, συκιά, βασιλικά, τραπέζι με λουλουδένιο τραπεζομάντηλο, ξύλινο
πορτόνι και θέα στο βουνό. Είχε και μια
ρετσέτα για σπιτικό λιμοντσέλο από έναν Ιταλό, φίλο του σπιτιού, την οποία
αφήνω εδώ για τους μερακλήδες: Παίρνετε
τις φλούδες από 8 λεμόνια και τις ρίχνετε σε γυάλινο βάζο με 1 λίτρο αλκοόλ 95
βαθμών, 1 λίτρο ζεστό όχι βραστό νερό και 800 γραμμάρια ζάχαρη. Το αφήνετε
10-15 μέρες όπως είναι και έχετε 2-3 μπουκάλια πιοτό.
--Φισκάρδο. Σουλατσάροντας σε αυτό
το άντρο του κοσμοπολιτισμού, θέλησα να γυρίσω πίσω στην δεκαετία του ΄50 για
να την δω αυθεντικά. Ψαρόβαρκες στο νερό, σπιτάκια χρωματιστά με τα σκούρα κουφωμένα
για τον ήλιο και καμιά παραδοσιακή φορεσιά να βολτάρει στα σοκάκια. Ακόμα όμως και με τα ιστιοπλοϊκά στριμωγμένα στο λιμανάκι και τις ψαροταβέρνες να
λυμαίνονται την προκυμαία, το Φισκάρδο είναι μια τζόγια όλο χρώμα. Κεραμοσκεπές,
πορτοκαλιές προσόψεις και γαλάζια παραθυρόφυλλα. Είναι η Κεφαλονιά πριν τον μεγάλο σεισμό, ποιητική και αμορόζα.
--Εκδρομή στον Αίνο. Βουνό και θάλασσα το νησί και γιατί να μην ανεβούμε
και τον εθνικό δρυμό. Τώρα βέβαια, ποιός μουρλός παίρνει τα όρη, καλοκαιριάτικα
στην Επτάνησο. Θέλαμε όμως να πικάρουμε την πανταχού παρούσα θάλασσα του Ιονίου
αλλά και να αναπνεύσουμε τον ζωογόνο αέρα του υψόμετρου. Και πήραμε το
ελατόδασος από την αρχή με το μονοπάτι, και μας έπιασε τη μύτη μια μυρωδιά
αναμμένου τζακιού ανακατεμένη με φρέσκο οξυγόνο, ας ήταν Ιούλιος μήνας,
μεσοκαλόκαιρο. Ωραία η σκιά των δέντρων, απεχθείς οι κεραίες. Αλλά όσο πιο πολύ πεζοπορούσαμε στα άδυτα, όλα ησύχαζαν και πού να ακουστούν εδώ πάνω οι ιαχές των
παραθεριστών. Μόνο κάτι παπαδίτσες πετούμενες , ένα κινητό, ανάθεμα, και κρατς
τα ξερόκλαδα. Από την βουνοκορφή, απέραντο γαλάζιο και στο βάθος η Πελοπόννησος.
--Μπάνιο στον Μύρτο. Να βλέπεις την ακτή από ψηλά είναι ακόμα πιο
εντυπωσιακό από το να κάθεσαι στη ρίζα
του γκρεμού. Μια φέτα πράσινο πεπόνι που κολυμπάει στην θάλασσα. Παραλία φαμόζα
με εκείνο το ψιλό άσπρο βοτσαλάκι που μ΄ ένα τίναγμα ξεκολλάει από τις πατούσες, όχι σαν την άμμο που
απλώνεται παντού σαν πληγή του φαραώ. Α προπό, στον Μύρτο πηγαίναμε με την
άδεια του μετεωρολογικού. Όταν υπήρχε υποψία για κανένα αεράκι, σήμαινε οπισθοχώρηση.
Η παραλία είναι ανοιχτή και με ένα σύνηθες μποφόρ, η θάλασσα φωνάζει για αγιούτο.
Σηκώνει χαβανέζικο κύμα ενώ εμείς είχαμε σκοπό τις απλωτές.
--Κι επειδή οι διασημότητες τις έχουν κάτι τέτοιες αβαρίες, βρήκαμε μια
θάλασσα δικιά μας, με ελιές για τον ήλιο και μια μικρή ξύλινη προβλήτα για
ξαπλώστρα. Γιαγάνα, με νερό γυαλί γαλαζοπράσινο και τζίτζικες να τερετίζουνε ολημερίς
χωρίς αναπαμό. Ποιος βαριέται σε τούτη την ακτή. Βέβαια για να φτάσουμε ως εδώ κατάπιαμε
έναν χωματόδρομο αλλά για να φας μύγδαλα
πρέπει να τα σπάσεις. Πιάσαμε και μια ισκιωμένη γωνιά και θέλοντας και μη
ασκηθήκαμε πάνω στις κροκάλες της παραλίας. Όπως είναι γνωστό, η φύση είναι ανηλεής και
δεν τα στιμάρει κάτι τέτοια.
Κάπως έτσι, βοτσαλάκι - παραλία κύλησαν οι μέρες στο νησί ώσπου σφύριξε το
παπόρο και μας πέρασε απέναντι, με μια ρίζα μπουγαρίνι παραμάσχαλα, δώρο του σιορ
Γεράσιμου για τα επερχόμενα καλοκαίρια.
Χαρά Γιαννοπούλου