Πέμπτη 14 Μαρτίου 2019

* ΓΙΑΝΝΕΝΑ *




Το πρωινό ξύπνημα στην πόλη ξεκινάει με κάδρο στο παράθυρο τις χιονισμένες βουνοκορφές. Απρίλης θα πεις αλλά η μετεωρολογία εδώ έχει προβλέψει Άνοιξη με χειμωνιάτικες απολήξεις. Είναι Μεγαλοβδόμαδο στα μισά του και η μέρα λιάζεται απλωμένη σαν σταφίδα, γλυκιά σαν μελόπιτα και μακάρια σαν κοτσύφι. Οι φούρνοι της γειτονιάς νηστεύουν με σιροπιαστά και στις πλατείες παίζεται το Κάνε πέρα να περάσω, διότι τρέχει η ώρα και μαζί τα πλήθη για να προλάβουν τα γιορτινά κλισέ. Οι κουτσουπιές μάς στέλνουν σήματα ροζ και στα καφέ έχουν ανάψει οι σόμπες με μπόνους κάτι χρωματιστές φλοκατίτσες για να επιβεβαιώνεται πανηγυρικά το ρηθέν, Πασάς στα Γιάννενα. 




Πρώτη μας μέρα στην πόλη και η κυρά Φροσύνη χτυπάει την πόρτα, γεγονός που μας παραπέμπει σε παραλίμνια βόλτα. Ο θρύλος βέβαια της αρχόντισσας είναι για τους τουριστικούς οδηγούς πια αλλά όπως και να το κάνουμε τα μυστήρια αγαπάνε το βυθό ξεκινώντας πάντα από τις καλαμιές. Αλήθεια ή μύθος, απαγορευμένος έρως ή εκδίκηση ή και τα δύο, οι ψαρόβαρκες το αγνοούν και οι κύκνοι κρατάνε το στόμα τους κλειστό. Ωστόσο τα στοιχειά μπορεί να μη θυμούνται τι έτρεξε αλλά σίγουρα οι οικολογικές τους ανησυχίες φωνάζουν με τούτα τα θολοπράσινα νερά που έχουν για σπίτι.

Όμως τώρα είναι μεσημέρι και στην Παμβώτιδα τα φαντάσματα κάνουν τη σιέστα τους. Ο ήλιος μεσουρανεί και οι ταβέρνες ρίχνουν στο τηγάνι τα βατραχοπόδαρα. Για όσους όμως ανατριχιάζουν όπως εγώ, με τα βρεκεκέξ, υπάρχει η νοστιμότατη πέστροφα η οποία παρεμπιπτόντως δεν επιδίδεται σε ενοχλητικές φλυαρίες.



Στο μεταξύ καραβάκια στο μώλο, αμαξάκια στο δρόμο, ντριν τα κουδουνάκια, ανεβαίνουν τα ντεσιμπέλ και έρχεται η ώρα για φαεινές ιδέες. Ο φίλος μας που κάνει χρέη ξεναγού καθότι ιθαγενής, μας περνάει στην απέναντι πλευρά της λίμνης, στη Ντουραχάνη. Είμαστε και στα πρόθυρα της δύσης και το τοπίο μαγεύει. Τα πουλιά διαβαίνουν σκιές πετούμενες, τα καλάμια γίνονται τριαντάφυλλα, το νερό παύει τον ρου του και οι πάπιες γυροφέρνουν το ψωμί τους ενώ συντελείται ερήμην τους το θαύμα. Διότι άμα είσαι η ίδια η φύση, όλα είναι όπως πρέπει να είναι, δεν το αναλύεις το πράγμα. Το σίγουρο πάντως είναι ότι θα μπορούσα να επιδοθώ σε αλαλαγμούς χαράς με όλα τούτα αλλά η εικόνα δεν το χρειάζεται, είναι ήδη εκκωφαντική.






Τώρα, επειδή έχω μια ροπή στους θρύλους, να τους αφηγούμαι, όχι να τους ζω, Θεός φυλάξει, ανακάλυψα άλλη μια δοξασία σχετικά με την περιοχή. Πίσω λοιπόν στην εποχή των πασάδων, ο Ντουραχάν αγάς, ερχόμενος από την Πελοπόννησο, με βαρυχειμωνιά, πέρασε το ασκέρι του πάνω από την παγωμένη λίμνη μαζί με τα κανόνια του χωρίς να πάρει είδηση ότι το εγχείρημα γινόταν πάνω στο νερό. Κάτι ο καιρός, κάτι ο ναργιλές, δεν πήγε ο νους του παρά μόνο όταν έφτασε στην απέναντι όχθη. Με το που κατάλαβε ωστόσο ότι παραλίγο να γίνει  πλαγκτόν για τους κέφαλους, ανέκραξε «Θαύμα» κι έσπευσε να θεμελιώσει ένα μοναστήρι, όπως είχε μάθει ότι συνηθίζεται στη θρησκεία μας, από τον χριστιανό παππού του.





Δεύτερη μέρα στην πόλη, Μεγάλο Σάββατο. Η κατάλυση της νηστείας, της κλασικής δηλαδή, αυτής με το λουκουμάκι, έχει ώρες ακόμα ως τα μεσάνυχτα. Αποφασίζουμε μια εξόρμηση στο κάστρο ενώ την ίδια ώρα, μεσημέρι νταν, στο νησί της Κέρκυρας απέναντι ανασταίνουν σπάζοντας κανάτια. Περνάμε την Αβέρωφ που λαμποκοπάει με τα ασήμια της, ταψιά, μπακίρια, κουταλάκια και μπαίνουμε από την κεντρική πύλη για καταβύθιση στους οντάδες της ιστορίας.



Περπατάμε στις μύτες του αιώνα πατώντας το λιθόστρωτο με τα χαγιάτια της Οθωμανίας να κρέμονται από πάνω μας. Αρώματα από σαφράνι και μαύρο βασιλικό θα γλιστρούσαν εδώ κάποτε πίσω από τα καφασωτά. Κομπολόγια από λιβάνι θα έπαιζαν τις τύχες των ανθρώπων χάντρες, στα χοντρά δάχτυλα των αγάδων. Στα μπουγαδόσκοινα θα απλώνονταν καφτάνια από μετάξι και πολύχρωμα σαλβάρια και οι φερετζέδες θα έπιαναν ψιλοκουβέντα πάνω από το καφεδάκι τους το αρωματισμένο με κάρδαμο.


Εντάξει, παρασύρθηκα αλλά το κάστρο μου τα ψιθυρίζει αυτά, έχει αντιληφθεί σίγουρα ότι είμαι επιρρεπής σε νωχέλειες και άλλες τέτοιες ευκολίες. Ως εκ τούτου, δεν έχω παρά να του προσάψω ένα γενναίο άφεριμ.

Συνεχίζοντας την περιδιάβαση φτάνουμε στη βορειοδυτική ακρόπολη. Εδώ στο τέλος της ανηφόρας βρισκόμαστε μπροστά στα απομεινάρια μιας στρατιωτικής οχύρωσης. Πάνω στη βλάστηση ξαπλώνονται σκόρπιες οι μπάλες από τα κανόνια του Αλή πασά και πιο πέρα τρυπάει τον ουρανό ο τραυματισμένος μιναρές του Ασλάν τζαμιού. Η θέα της Παμβώτιδας από ψηλά είναι καθησυχαστική. Δεν μας αναζητά κανένα ασκέρι ούτε σημαίες ετοιμάζονται να εφορμήσουν. Από αυτό το μετερίζι μπορούμε να κατακτήσουμε χωρίς κόπο αυτήν την ώρα που η λίμνη διατελεί σε πλήρη αταραξία. Αφήνουμε το κάστρο με τις μύτες καψαλισμένες από τον ήλιο και προσβλέπουμε στο Ίτς Καλέ, τις νυχτερινές ώρες τις αναστάσιμες.







Στο μεταξύ, η πόλη ανοίγει τις βρύσες να ξεπλύνει τα χορταρικά για τη μαγειρίτσα ενώ την ίδια στιγμή στην Κέρκυρα απέναντι τσουγκρίζουν τα αβγά. Καθώς πέφτει το βράδυ, είμαστε σε μια κατάσταση γλυκιάς αναμονής, κάθε χρόνο η ίδια αίσθηση, ίσως επειδή μπερδεύεται η Ανάσταση  με την Άνοιξη και έχει κάτι το μεγαλειώδες αυτή η ανάμειξη. Είναι κι αυτά τα γλυκά του κουταλιού, κιτρολέμονο έχουμε με τον καφέ εδώ, που σε κάνουν να αισθάνεσαι μια ελαφρύτητα, δεν είναι το στομάχι στο μη παρέκει, έχει ρεπό.  



Την Ανάσταση θα την κάνουμε στους Αγίους Αναργύρους, μέσα στο κάστρο. Αυτή τη φορά μπαίνουμε από άλλη είσοδο. Πόσο ωραία η σιωπηλή πομπή από προσκυνητές, με τα αναμμένα φανάρια να φιδογυρίζουν τα σοκάκια. Νυχτολούλουδα και γιασεμιά φυτρώνουν παντού και εκατοντάδες μάτια μας περιεργάζονται από τα βάθη του αιώνα την ώρα που ανάβουν το καρβουνάκι στο ναργιλέ τους. 

Φτάνουμε στο πλάτωμα δίπλα στα παλιά Μαγειρεία μπροστά από την κατάφωτη εκκλησία την ασβεστωμένη, ενώ παραδίπλα σκοτεινιάζει ο πέτρινος όγκος από τον τάφο του Αλή πασά. Είναι μια ειρηνική συνύπαρξη που κάτι θέλει να πει. Σε λίγο τα φώτα θα σβήσουν και μόλις θα διακρίνονται οι σκιές των πιστών που περιμένουν το «Δεύτε λάβετε». Μετά θα ακουστούν οι ψαλμωδίες και θα ανάψουν οι λαμπάδες. Θα ακουστεί το τροπάριο από τα μεγάφωνα και θα σκάσουν βεγγαλικά στον έναστρο ουρανό.

Και ύστερα θα περπατήσουμε το λιθόστρωτο της επιστροφής, ολοσχερώς εκτεθειμένοι στην αστροφεγγιά, που θα μας ακολουθήσει μέχρι να βγούμε από το κάστρο και να αφήσουμε την ιστορία σκυφτή στο κατάστιχό της. 


Χαρά Γιαννοπούλου