Δευτέρα 12 Αυγούστου 2019

* ΑΙΓΙΝΑ *




Κοντά μια ώρα και κάτι από τον Πειραιά χρειάστηκε για να πιάσουμε Αίγινα. Στην υποδοχή, ωραία νεοκλασική οικία πωλείται, διώροφη, υπερήλικας με σφραγίδα διατηρητέου. Το νησί μόλις μας συστήθηκε. Το καταρρέον αρχοντικό του Κωνσταντίνου Βογιατζή, εμπόριο σπόγγων, είναι κυρίαρχο στις καρτ ποστάλ μαζί με τα κανάτια και τις  άμαξες.

Ο Φοίβος κατεβάζει τον καταπέλτη την ώρα που πάει να σουρουπώσει. Ο ήλιος κόβεται λωρίδες από τα κατάρτια στην προκυμαία και η σιέστα έχει τελειώσει προ πολλού. Στην περαντζάδα παίρνει το μάτι μας τα πλωτά μανάβικα, ροδάκινα και πεπόνια αργίτικα σε καφάσια στερεωμένα στις πλώρες των καϊκιών. Από πάνω ομπρέλα κίτρινη, η μανάβισσα φουλ ροζ, σε πράσινο τα ζαρζαβατικά, δαμάσκηνα ο ορίζοντας. Oυράνιο τόξο με το καλό, οι διακοπές.





Με την πλάτη στη δύση παίρνουμε κατεύθυνση προς Μαραθώνα. Και ναι, διασχίζουμε με το απαιτούμενο δέος  τον πρώτο αμαξιτό δρόμο της χώρας. Η Αίγινα υπήρξε πρωτεύουσα επί Καποδίστρια και όσο να είναι, τα μεγαλεία δεν της έλειψαν. Στη στροφή με το τριανταφυλλί σπίτι, περασμένες εννιά, προβάλλει φωτισμένο το Σινέ Ακρογιάλι. Απέναντι η θάλασσα. Συνεχίζουμε παράλληλα με το λυκόφως για τη Βροχεία, το ψαροχώρι μας, για να βγάλουμε από πάνω μας τη μυρωδιά της πόλης.


Το επόμενο πρωί θα διαπιστώσουμε ότι σε αυτή τη μεριά του νησιού, και όχι μόνο δηλαδή, το καλοκαίρι βγαίνει στο χρώμα της φιστικιάς. Να ξυπνάς με θέα τον φιστικεώνα και να κατεβαίνεις στο λιμανάκι σε πλήρη μοναξιά είναι μια φιλόδοξη ιδέα για διακοπές. Δίπλα στη βρύση να αλλάζει πλευρό η κανελιά γάτα, ενώ η ασημένια να εγκαταλείπει το σκαλοπάτι για κανένα χάδι.

Αφήνουμε την κατάσταση ζεν, για μπάνιο στην Αιγινήτισσα. Ένας μικρός κόλπος με μια σειρά πανύψηλους ευκάλυπτους από πάνω του. Γραφικός αλλά ούτε κόκκος άμμου δεν φαίνεται που να μην έχει καταπατηθεί από την ήμαρτον ξαπλώστρα με τις ρόδες, αυτή που ρολάρει τον λουόμενο καρφί στο νερό. Οπισθοχώρηση στο Μαραθώνα. Εδώ τα τραπέζια-καθίσματα έχουν κάνει κατοχή στην ακτή για να μη βρίσκει η θάλασσα πού να απλώσει το κύμα της. Για καλή μας τύχη όμως, πάντα μένει ένα κομμάτι παραλίας ανεκμετάλλευτο, βορά στα αρμυρίκια, τα βότσαλα και τα ψαράκια που λυμαίνονται αυτά τα διάφανα νερά.

Το απόγεμα στην πόλη, ανακαλύπτουμε τα παλιά καφενεία. Στα ενδότερα, ο μικρός σφουγγαρίζει το μωσαϊκό ενώ απέξω πάει κι έρχεται με ελαφρύ καλπασμό,  σημαιοστολισμένος ο ντορής. Είναι καφετής και ψαρός και μαύρος και το αμαξάκι του έχει καλογυαλισμένους τροχούς  και είναι γαλάζιοι και κόκκινοι και κατάλευκοι. Ο ήχος από τα πέταλα, το ντιν ντιν που αντηχεί στην προκυμαία, έρχονται από άλλον αιώνα όμως τώρα η ματιά είναι διαφορετική. Κρύβει μια ενοχή η χαρά να βλέπουμε τα μόνιππα να ανεβοκατεβαίνουν το δρόμο. 





Το πρωί της επομένης, τα βλέπουμε σταθμευμένα απέναντι από το νεοκλασικό στο λιμάνι. Κάτω από το στέγαστρο, τα άλογα μασουλάνε το σανό τους υπό το ζυγό, καλυμμένα  με την πολύχρωμη κουβέρτα τους. Η θερμοκρασία έχει κάνει απότομη βουτιά και χρειάζονται  ένα ζεστό σκέπασμα. 






























Ιδού λοιπόν, το μεσοκαλόκαιρο βγάζει πρόσωπο φθινοπώρου, και δεν είναι για κακό αφού το ζητάνε οι φιστικιές, μας είπε ο κεραμοποιός στον Μεσαγρό. Χώρια που, με τον ήλιο μισοκρυμμένο, η Αφαία είναι πιο εύκολη να την περπατήσουμε. Αφαία θα πει άφαντη, όπως το ηλιοβασίλεμα δηλαδή, καθώς ο αρχαιολογικός χώρος κλείνει τις πόρτες νωρίς το απόγεμα, δηλαδή μεσημέρι. Μας μένουν όμως η μυρωδιά του πευκώνα καθώς ανεβαίνουμε το λόφο και αυτές οι υπέροχες καθαρές γραμμές των αρχαιοελληνικών ναών.



Επιστρέφουμε μέσα από τα εξοχικά δρομάκια του Μεσαγρού, σε μια διαδρομή μαγευτική. Πόσες αποχρώσεις του πράσινου, πόσα αρώματα και θροΐσματα φύλλων και μάντρες φορτωμένες με γιασεμί και δάφνες. Και πάνω που η φύση μεγαλουργεί στην απλότητά της, βρισκόμαστε μπροστά στο φαραωνικό ναό του Άγιου Νεκτάριου, όλα του στον υπερθετικό βαθμό. Γύρευε τι θα σκεφτόταν ο επονομαζόμενος προστάτης των φτωχών αν έβλεπε αυτό το ογκώδες οικοδόμημα, ολυμπιακών διαστάσεων.

Ευτυχώς  λίγο πριν τον Άγιο, κάνουμε ένα πέρασμα από την Παληαχώρα. Το μεσαιωνικό χωριό με τις μισογκρεμισμένες βυζαντινές εκκλησιές ανηφορίζει το βουνό μέσα από γαϊδουράγκαθα και κυπαρίσσια. Στην είσοδο, χτυπάει βάρδια η Πυροσβεστική. Έχει συννεφόκαμα και το μονοπάτι ανεβαίνει κάθετο. 



Ξεκινάμε από την Παναγία του Γιαννούλη, περνάμε από τον Άγιο Γεώργιο τον Καθολικό και φτάνουμε ψηλά στον Διονύσιο της Επισκοπής. 
Από εδώ βιγλίζουμε τη θάλασσα όπως έκανε άλλωστε και η σκοπιά της εποχής, αφού το σημείο είναι στρατηγικό. Ο οικισμός ήταν επί τούτου ανεβασμένος εδώ πάνω, για το φόβο του πειρατή.

Το βραδάκι στην πόλη, οι ψιχάλες πέφτουν πασπαλιστές, έτσι που το Σινέ Άνεσις, μετράμε δεύτερο θερινό στο νησί,  αναγκάζεται να αναβάλλει την προβολή. Το πλακόστρωτο γυαλίζει και στην ανηφορίτσα για το πάρκινγκ στάζουν οι δάφνες. Γιατί όχι.


Όμως την επόμενη μέρα,  το καλοκαίρι επιστρέφει και ξαναπέφτουμε στις λιακάδες. Στην Πέρδικα, το καΐκι λύνει για τη Μονή. Μας περιμένουν τα παγόνια. Τα θηλυκά βολτάρουν ανάμεσα σε ξαπλώστρες και ομπρέλες και ο αρσενικός, πλουμιστός, κάτω από μια ελιά, κρώζει κατ΄ εξακολούθηση. 




Το πιθανότερο, μας λέει στα παγονικά να τα μαζεύουμε και σε άλλη παραλία. Κάνουμε μια γρήγορη εξερεύνηση στο νησάκι και πάνω στο κρατς της πευκοβελόνας βρισκόμαστε μπροστά στο παραδείσιο του πράγματος. 


Βραχάκια, νερά γαλαζοπράσινα κι από πάνω η σκιά των δέντρων. Και ύστερα,  ελάφια στο δασάκι, όχι αυθάδικα σαν τα παγόνια αλλά διστακτικά. Δεν ορμάνε στο ψωμάκι, σιγουρεύονται πρώτα μη σκάσει κανένα κινητό με κοντάρι και εμβολίσει την ησυχία τους.

Πίσω, στο λιμανάκι της Πέρδικας, μετά τα σκαλιά , μετράμε ταβερνάκια. Μια σειρά γλάστρες με βασιλικά κρύβουν πίσω από τα φυλλώματα  τον μυστηριώδη άνδρα με τη φουφού. Ψηλός, φρεσκοξυρισμένος, ψαρομάλλης με ασορτί μουστάκι και αφοσίωση στην τέχνη της θράκας. Έχει απιθώσει στη σχάρα ένα ψάρι δύο επί τρία και σε τακτά διαστήματα του αλλάζει μεριά. Μόλις είναι έτοιμο, το καπακώνει με μια πιατέλα, την αναποδογυρίζει και με αργές κινήσεις  πηγαίνει προς την κουζίνα. Επιστρέφει με νέο υλικό, χταπόδι τώρα. Αυτή η ιεροτελεστία γίνεται δυο τρεις φορές  ακόμα.  Στο τραπεζάκι δίπλα έχει  ένα ποτήρι ούζο και τα τσιγάρα του.

























Και το καλοκαίρι συνεχίζεται..


Χαρά Γιαννοπούλου





Παρασκευή 31 Μαΐου 2019

* ΚΕΦΑΛΟΝΙΑ *








Η θέα του λιμανιού, μόλις το καράβι έπιασε Σάμη, δεν ήταν για καντάδες, έτσι που έμοιαζε να βγαίνει από τα βάθη της δεκαετίας του εβδομήντα. Έφτασε όμως μια διαδρομή φιόρα και τζατζαμίνια, ένα τεταρτάκι δρόμος, για να βουτήξει το μάτι μας στην επτανησιακή μπελέτσα. Προορισμός μας η Αγία Ευφημία, τέρμα χωριού. Μια τέλεια προοπτική για να μελετήσουμε ινκόγκνιτο το θάγμα αυτής της θάλασσας της διάφανης σαν ζελεδάκι στιγμής. Από το δωμάτιό μας μπορούσαμε να χορτάσουμε ανατολές και φεγγάρια και γέλια εγγλέζικα από τα γειτονάκια που έκαναν αφίξεις ξημερώματα μετά από μπυροκατάνυξη. Στον αυλόγυρο μπουγαρίνια, στον κήπο ροδακινιές και δέκα σκαλάκια κάτω από τα πόδια μας η θάλασσα να γυαλίζει κρύσταλλα. Στο ενδιάμεσο, η Παραδεισένια ακτή, για μπακαλιάρους και αγριολάχανα.

Σα να λέμε, μπορούσαμε να καρφωθούμε σ΄ εκείνη την γωνιά του νησιού και να τραβάμε ξενύχτια στην αυλή με μπαρτσολέτες μέχρι τελικής πτώσης. Ή να μετράμε τα κουνάβια που κατέβαιναν αργά το βράδυ τον μαντρότοιχο για την παραλία. Ή να κάνουμε αλαμπρατσέτα την περατζάδα μέχρι το χωριό και πίσω με την θάλασσα πλάι μας στα ασήμια. Ασπέτα όμως κι η Κεφαλονιά είναι μεγάλη και μάτια να έχεις να βλέπεις. Να λοιπόν τι μάζεψα από το κεφαλλονίτικο καλοκαίρι στην ωραία Επτάνησο.

--Βαρκάδα στην Μελισσάνη. Για να βγούμε στη νεραϊδοσπηλιά περάσαμε ένα υγρό τούνελ και μεσημέρι γεμάτο, βρεθήκαμε στο σημείο που το φως του ήλιου βουτάει από την οροφή. Κατεβαίνει από ένα μεγάλο άνοιγμα, τρυπάει το νερό και αφήνει τη βάρκα μετέωρη. Ήταν να κρεπάρει κανείς από την ομορφιά. Η βόλτα πήγαινε ψιθυριστά και μόνο το κουπί έκανε έναν ξερό θόρυβο όταν ακουμπούσε το πλεούμενο για την στροφή. Ήταν το μυσταγωγικό του πράγματος που δεν επέτρεπε αλαλαγμούς. Έτσι περιπλεύσαμε το τυρκουάζ με τα πορτοκαλί μας σωσίβια, με τα φλας μας να φρικάρουν τις ξωτικές και τον βαρκάρη να κάνει τον δραγουμάνο με μεγάλη φιλοτιμία.


--Απογεματάκι στα Δεντρινάτα. Στο χωριό του σιορ Γεράσιμου ανεβήκαμε για το τρατάρισμα που μας είχε υποσχεθεί από μέρες. Ο λιγόλογος κεφαλλονίτης, ιδιοκτήτης της πανσιόν, συνήθιζε να κατεβαίνει το σούρουπο  στην αυλή για να ποτίσει τις γλάστρες. Όμως, όσο μετρημένη ήταν η κουβέντα του άλλο τόσο ήταν πλούσιο το κτήμα του. Είχε απ΄ όλα, ελιά γηραλέα, συκιά, βασιλικά, τραπέζι με λουλουδένιο τραπεζομάντηλο, ξύλινο πορτόνι και θέα στο βουνό. Είχε και μια ρετσέτα για σπιτικό λιμοντσέλο από έναν Ιταλό, φίλο του σπιτιού, την οποία αφήνω εδώ για τους μερακλήδες:  Παίρνετε τις φλούδες από 8 λεμόνια και τις ρίχνετε σε γυάλινο βάζο με 1 λίτρο αλκοόλ 95 βαθμών, 1 λίτρο ζεστό όχι βραστό νερό και 800 γραμμάρια ζάχαρη. Το αφήνετε 10-15 μέρες όπως είναι και έχετε 2-3 μπουκάλια πιοτό.

--Φισκάρδο. Σουλατσάροντας  σε αυτό το άντρο του κοσμοπολιτισμού, θέλησα να γυρίσω πίσω στην δεκαετία του ΄50 για να την δω αυθεντικά. Ψαρόβαρκες στο νερό, σπιτάκια χρωματιστά με τα σκούρα κουφωμένα για τον ήλιο και καμιά παραδοσιακή φορεσιά να βολτάρει στα σοκάκια. Ακόμα όμως και με τα ιστιοπλοϊκά στριμωγμένα στο λιμανάκι και τις ψαροταβέρνες να λυμαίνονται την προκυμαία, το Φισκάρδο είναι μια τζόγια όλο χρώμα. Κεραμοσκεπές, πορτοκαλιές προσόψεις και γαλάζια παραθυρόφυλλα. Είναι η Κεφαλονιά πριν τον μεγάλο σεισμό, ποιητική και αμορόζα.

--Εκδρομή στον Αίνο. Βουνό και θάλασσα το νησί και γιατί να μην ανεβούμε και τον εθνικό δρυμό. Τώρα βέβαια, ποιός μουρλός παίρνει τα όρη, καλοκαιριάτικα στην Επτάνησο. Θέλαμε όμως να πικάρουμε την πανταχού παρούσα θάλασσα του Ιονίου αλλά και να αναπνεύσουμε τον ζωογόνο αέρα του υψόμετρου. Και πήραμε το ελατόδασος από την αρχή με το μονοπάτι, και μας έπιασε τη μύτη μια μυρωδιά αναμμένου τζακιού ανακατεμένη με φρέσκο οξυγόνο, ας ήταν Ιούλιος μήνας, μεσοκαλόκαιρο. Ωραία η σκιά των δέντρων, απεχθείς οι κεραίες. Αλλά όσο πιο πολύ πεζοπορούσαμε στα άδυτα, όλα ησύχαζαν και πού να ακουστούν εδώ πάνω οι ιαχές των παραθεριστών. Μόνο κάτι παπαδίτσες πετούμενες , ένα κινητό, ανάθεμα, και κρατς τα ξερόκλαδα. Από την βουνοκορφή, απέραντο γαλάζιο και στο βάθος η Πελοπόννησος.

--Μπάνιο στον Μύρτο. Να βλέπεις την ακτή από ψηλά είναι ακόμα πιο εντυπωσιακό από το να κάθεσαι  στη ρίζα του γκρεμού. Μια φέτα πράσινο πεπόνι που κολυμπάει στην θάλασσα. Παραλία φαμόζα με εκείνο το ψιλό άσπρο βοτσαλάκι που μ΄ ένα τίναγμα ξεκολλάει  από τις πατούσες, όχι σαν την άμμο που απλώνεται παντού σαν πληγή του φαραώ. Α προπό, στον Μύρτο πηγαίναμε με την άδεια του μετεωρολογικού. Όταν υπήρχε υποψία για κανένα αεράκι, σήμαινε οπισθοχώρηση. Η παραλία είναι ανοιχτή και με ένα σύνηθες μποφόρ, η θάλασσα φωνάζει για αγιούτο. Σηκώνει χαβανέζικο κύμα ενώ εμείς είχαμε σκοπό τις απλωτές.  

--Κι επειδή οι διασημότητες τις έχουν κάτι τέτοιες αβαρίες, βρήκαμε μια θάλασσα δικιά μας, με ελιές για τον ήλιο και μια μικρή ξύλινη προβλήτα για ξαπλώστρα. Γιαγάνα, με νερό γυαλί γαλαζοπράσινο και τζίτζικες να τερετίζουνε ολημερίς χωρίς αναπαμό. Ποιος βαριέται σε τούτη την ακτή. Βέβαια για να φτάσουμε ως εδώ κατάπιαμε έναν χωματόδρομο αλλά  για να φας μύγδαλα πρέπει να τα σπάσεις. Πιάσαμε και μια ισκιωμένη γωνιά και θέλοντας και μη ασκηθήκαμε πάνω στις κροκάλες της παραλίας. Όπως είναι γνωστό, η φύση είναι ανηλεής και δεν τα στιμάρει κάτι τέτοια.

Κάπως έτσι, βοτσαλάκι - παραλία κύλησαν οι μέρες στο νησί ώσπου σφύριξε το παπόρο και μας πέρασε απέναντι, με μια ρίζα μπουγαρίνι παραμάσχαλα, δώρο του σιορ Γεράσιμου για τα επερχόμενα καλοκαίρια. 

Χαρά Γιαννοπούλου









Πέμπτη 4 Απριλίου 2019

* ΚΑΡΔΑΜΥΛΗ - ΕΞΩ ΜΑΝΗ *





Εκείνο το καλοκαίρι στην Καρδαμύλη, τα τζιτζίκια έπεφταν στα πόδια μας με κρότο κι εμείς πεταγόμασταν έντρομοι, αλλάζοντας ματιές. Ένα απόγεμα μας πήρε να συνηθίσουμε και να, το αποτέλεσμα. Καταλήξαμε μανιώδεις συλλέκτες τζιτζικόφτερων. Μετά ήταν τα βότσαλα, σαν αβγά στρουθοκαμήλου, πελώρια, να  ψήνονται στον ήλιο της Μάνης. Τα μάζευα στα Ριτσά και τα κουβαλούσα μέχρι το δωματιάκι, πειρατής εγώ με τα λάφυρά μου. Ήταν όμως και τα γιασεμιά. Ξεχείλιζαν από τις μάντρες και πιάνονταν από τα πετρόχτιστα τραβώντας με από τη μύτη. Κάτι μεσημέρια, με το χωριό να αχνίζει από την κάψα, έβγαινα ατρόμητη στη γειτονιά να ξαλαφρώσω τους κήπους. Απρόσκλητη.


Ένα απόγεμα, στο πρακτορείο τύπου, ανακάλυψα τη Μάνη του Πάτρικ Λη Φέρμορ και εγκατέλειψα τα μεσημεριάτικα γιουρούσια. Παραδομένη στον αέρα του αιρ κοντίσιον, καταβρόχθιζα το βιβλίο ώσπου να πέσει ο ήλιος που παραμόνευε πίσω από τις γρίλιες. Ο Πάτρικ Λη Φέρμορ, μέγας ταξιδευτής και φιλέλληνας, γύρισε τον κόσμο αλλά όταν ήρθε η ώρα, αποφάσισε ότι η Μάνη ήταν η αληθινή του αγάπη. Έχτισαν με την γυναίκα του ένα υπέροχο σπίτι στο Καλαμίτσι, λίγο έξω από την Καρδαμύλη και ο ίδιος αφοσιώθηκε στο γράψιμο. Με τα κυπαρίσσια στο λόφο και τη θάλασσα μπροστά, η έμπνευσή του δεν ήθελε πολύ για να ανθίσει.


Είμαι σίγουρη ότι στη δύση του ήλιου, όση ώρα παίρνει ένα ηλιοβασίλεμα, θα κατέβαινε αλλόφρων, στα βράχια της ακτής να βουτήξει στο νερό. Η ζέστη αυτήν την ώρα είναι εκρηκτική. Στην Ανδρούβιστα, στα σκαλάκια, σε πλήρη αποχαύνωση, ανταλλάσσαμε κουβέντες συμπαράστασης πάνω από λεμονάδες και παγωμένους καφέδες. Ωραία η θάλασσα σήμερα και Να πάτε στο Φονέα, υπέροχα νερά και δώστου να αδειάζουν οι κανάτες. Μόλις έπεφτε το φως, φτου ξελευτερία και στα όρη στα βουνά η φλόγα της ημέρας. Τότε αλλάζαμε βλέμματα ανακούφισης με τους γερμανούς τουρίστες που είχαν κάνει στέκι τους το μαγαζί αλλά εδώ που τα λέμε και το χωριό. Κάθε βράδυ τους βλέπαμε να κάνουν τη βόλτα τους στον κεντρικό δρόμο, μόλις ξεβγαλμένοι από το θαλασσινό αλάτι του πρωινού μπάνιου.


Αυτό το πρωινό μπάνιο, για μας δεν είναι  αναγκαία συνθήκη στις διακοπές. Έτσι ένα πρωί που είχαμε όρεξη για περιπάτους, ο δρόμος μας έβγαλε στην Παλιά Καρδαμύλη. Ακολουθήσαμε το μονοπάτι πίσω από το χωριό και βγήκαμε ίσια σε μια μισογκρεμισμένη πύλη. Περνώντας την, βρεθήκαμε μπροστά στα ερειπωμένα πυργόσπιτα μιας άλλης εποχής, με τον Άγιο Σπυρίδωνα δίπλα στο πανύψηλο καμπαναριό του. Όλα ιδιοκτησία των Τρουπάκηδων-Μούρτζινων, γνωστής αρχοντοοικογένειας της περιοχής. Παρατηρώντας τα παράθυρα , σκεφτόμουν ότι ήταν πολύ μικρά για το φως της μέρας, αλλά ίσως ο χτίστης είχε παραγγελία για πολεμίστρες. Οι μανιάτες είχαν τη συνήθεια να αρπάζονται με όλες τις αφορμές, και για τα κατσίκια του γείτονα που μπήκαν κατά λάθος στην αυλή τους και για τη ματιά που έριξε ο γιός του νερουλά στην μονάκριβη αδελφή. Οι μάχες κρατούσαν για μέρες, έτσι που στο τέλος κανείς δεν θυμόταν γιατί είχαν ξεκινήσει. Από τη γέννησή τους κιόλας οι πρόγονοι ήταν προορισμένοι να κρατούν την παράδοση. Εγώ όμως έχω την υποψία ότι όλοι αυτοί οι ρωμαλέοι νέοι, μπαϊλντισμένοι από τις βεντέτες,  και τι δεν θα έδιναν για να παρατήσουν το κουμπούρι και να πιάσουν κανέναν συρτό στα τρία.


Η Έξω Μάνη όμως δεν είναι για να κάνεις εχθρούς, μόνο για να χαίρεσαι την ομορφιά της. Όταν αποφασίσαμε μια βόλτα στο λιμανάκι του Άη Γιάννη καταλάβαμε ότι η μόνη έννοια που θα έπρεπε να έχει κανείς εδώ, είναι να μη χάσει αυτό το ωραίο ροδακινί που γεμίζει ο τόπος όσο να πέσει ο ήλιος. Για να φτάσουμε εδώ, πιάσαμε ανηφόρα, ύστερα κατηφόρα και να΄ μαστε μπροστά στις ερειπωμένες αποθήκες των Τρουπάκηδων. Μας περίμεναν αραγμένα, δυό τρία τροχοκινούμενα, μια σειρά ψαρόβαρκες και το εκκλησάκι στεφανωμένο με απομεινάρια από ξεραμένα βάγια. Μερικά χρόνια αργότερα, σε αυτό το σημείο θα γινόταν η μέρα νύχτα για την τελευταία σκηνή από το Πριν τα Μεσάνυχτα. Εδώ στη νότια Πελοπόννησο, όπως λέει ο Ήθαν Χωκ στην αγαπημένη του Ζυλί Ντελπί έμελλε να περάσουν την καλύτερη νύχτα της ζωής τους. Σαν μουσική ακούγεται αυτό το Σάουθερν Πελοπονές μέσα στην ατάκα.


Κι ενώ στον Άη Γιάννη γυρίζεται ταινία και στο Καλαμίτσι ο Πάτρικ Λη συγγράφει τη Μάνη, στην Καλογριά ο Καζαντζάκης έχει πιάσει το Βίο και την Πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά. Σε αυτήν την αμμουδερή παραλία καταφύγαμε με τις πατούσες οργωμένες από το βότσαλο της Καρδαμύλης. Δεν χορταίναμε να περπατάμε πάνω κάτω το μαγικό χαλί, κι από νερά, καθρέφτης. Κοσμοπλημμύρα η Καλογριά, αλλά σίγουρα την εποχή που έγραφε εδώ ο Καζαντζάκης θα ήταν πιο κάλμα τα πράγματα. Θα γέμιζε ο ήλιος την θάλασσα χρυσάφι αντί για λουόμενους και δεν θα μύριζε ο αέρας αντηλιακά. Πάντως, συγγραφέας και αρχιεργάτης την τίμησαν την παραλία με κρασί και χασαποσέρβικο ώσπου έριξαν το μεταλλείο έξω και απαλλάχτηκαν οι άνθρωποι από την επιχείρηση. Η φιλία τους όμως, στεριωμένη.


Δεν μπορώ να πω με σιγουριά αν είμαστε απόγονοι του Ζορμπά ή του Καζαντζάκη αλλά όσο να είναι, τα καλοκαίρια τρέχουν στο αίμα μας. Τα βραδάκια, όταν δεν πηγαίναμε στη Λέλα για μαγειρευτό και θέα, κάναμε περιπατητικές διαδρομές μέχρι το μώλο για δροσιά. Χαζεύαμε τις τελευταίες βουτιές της μέρας και ύστερα επιστρέφαμε από τον κεντρικό δρόμο. Ρίχναμε μια ματιά στις χάντρες, στο μαγαζάκι της αγγλίδας, και πιάναμε κουβέντα με τα παιδιά στο ποδηλατάδικο. Κατά τις έντεκα το μπαλκόνι μας, έβλεπε το παιδομάνι της πλατείας να μαζεύεται για ύπνο. Από την ταβέρνα κάτω ακούγονταν πιάτα και μαχαιροπήρουνα να στοιβάζονται καθώς οι παρέες λιγόστευαν. 




Τότε ήταν που στήναμε αυτί για τα τριζόνια..

Χαρά Γιαννοπούλου


Πέμπτη 14 Μαρτίου 2019

* ΓΙΑΝΝΕΝΑ *




Το πρωινό ξύπνημα στην πόλη ξεκινάει με κάδρο στο παράθυρο τις χιονισμένες βουνοκορφές. Απρίλης θα πεις αλλά η μετεωρολογία εδώ έχει προβλέψει Άνοιξη με χειμωνιάτικες απολήξεις. Είναι Μεγαλοβδόμαδο στα μισά του και η μέρα λιάζεται απλωμένη σαν σταφίδα, γλυκιά σαν μελόπιτα και μακάρια σαν κοτσύφι. Οι φούρνοι της γειτονιάς νηστεύουν με σιροπιαστά και στις πλατείες παίζεται το Κάνε πέρα να περάσω, διότι τρέχει η ώρα και μαζί τα πλήθη για να προλάβουν τα γιορτινά κλισέ. Οι κουτσουπιές μάς στέλνουν σήματα ροζ και στα καφέ έχουν ανάψει οι σόμπες με μπόνους κάτι χρωματιστές φλοκατίτσες για να επιβεβαιώνεται πανηγυρικά το ρηθέν, Πασάς στα Γιάννενα. 




Πρώτη μας μέρα στην πόλη και η κυρά Φροσύνη χτυπάει την πόρτα, γεγονός που μας παραπέμπει σε παραλίμνια βόλτα. Ο θρύλος βέβαια της αρχόντισσας είναι για τους τουριστικούς οδηγούς πια αλλά όπως και να το κάνουμε τα μυστήρια αγαπάνε το βυθό ξεκινώντας πάντα από τις καλαμιές. Αλήθεια ή μύθος, απαγορευμένος έρως ή εκδίκηση ή και τα δύο, οι ψαρόβαρκες το αγνοούν και οι κύκνοι κρατάνε το στόμα τους κλειστό. Ωστόσο τα στοιχειά μπορεί να μη θυμούνται τι έτρεξε αλλά σίγουρα οι οικολογικές τους ανησυχίες φωνάζουν με τούτα τα θολοπράσινα νερά που έχουν για σπίτι.

Όμως τώρα είναι μεσημέρι και στην Παμβώτιδα τα φαντάσματα κάνουν τη σιέστα τους. Ο ήλιος μεσουρανεί και οι ταβέρνες ρίχνουν στο τηγάνι τα βατραχοπόδαρα. Για όσους όμως ανατριχιάζουν όπως εγώ, με τα βρεκεκέξ, υπάρχει η νοστιμότατη πέστροφα η οποία παρεμπιπτόντως δεν επιδίδεται σε ενοχλητικές φλυαρίες.



Στο μεταξύ καραβάκια στο μώλο, αμαξάκια στο δρόμο, ντριν τα κουδουνάκια, ανεβαίνουν τα ντεσιμπέλ και έρχεται η ώρα για φαεινές ιδέες. Ο φίλος μας που κάνει χρέη ξεναγού καθότι ιθαγενής, μας περνάει στην απέναντι πλευρά της λίμνης, στη Ντουραχάνη. Είμαστε και στα πρόθυρα της δύσης και το τοπίο μαγεύει. Τα πουλιά διαβαίνουν σκιές πετούμενες, τα καλάμια γίνονται τριαντάφυλλα, το νερό παύει τον ρου του και οι πάπιες γυροφέρνουν το ψωμί τους ενώ συντελείται ερήμην τους το θαύμα. Διότι άμα είσαι η ίδια η φύση, όλα είναι όπως πρέπει να είναι, δεν το αναλύεις το πράγμα. Το σίγουρο πάντως είναι ότι θα μπορούσα να επιδοθώ σε αλαλαγμούς χαράς με όλα τούτα αλλά η εικόνα δεν το χρειάζεται, είναι ήδη εκκωφαντική.






Τώρα, επειδή έχω μια ροπή στους θρύλους, να τους αφηγούμαι, όχι να τους ζω, Θεός φυλάξει, ανακάλυψα άλλη μια δοξασία σχετικά με την περιοχή. Πίσω λοιπόν στην εποχή των πασάδων, ο Ντουραχάν αγάς, ερχόμενος από την Πελοπόννησο, με βαρυχειμωνιά, πέρασε το ασκέρι του πάνω από την παγωμένη λίμνη μαζί με τα κανόνια του χωρίς να πάρει είδηση ότι το εγχείρημα γινόταν πάνω στο νερό. Κάτι ο καιρός, κάτι ο ναργιλές, δεν πήγε ο νους του παρά μόνο όταν έφτασε στην απέναντι όχθη. Με το που κατάλαβε ωστόσο ότι παραλίγο να γίνει  πλαγκτόν για τους κέφαλους, ανέκραξε «Θαύμα» κι έσπευσε να θεμελιώσει ένα μοναστήρι, όπως είχε μάθει ότι συνηθίζεται στη θρησκεία μας, από τον χριστιανό παππού του.





Δεύτερη μέρα στην πόλη, Μεγάλο Σάββατο. Η κατάλυση της νηστείας, της κλασικής δηλαδή, αυτής με το λουκουμάκι, έχει ώρες ακόμα ως τα μεσάνυχτα. Αποφασίζουμε μια εξόρμηση στο κάστρο ενώ την ίδια ώρα, μεσημέρι νταν, στο νησί της Κέρκυρας απέναντι ανασταίνουν σπάζοντας κανάτια. Περνάμε την Αβέρωφ που λαμποκοπάει με τα ασήμια της, ταψιά, μπακίρια, κουταλάκια και μπαίνουμε από την κεντρική πύλη για καταβύθιση στους οντάδες της ιστορίας.



Περπατάμε στις μύτες του αιώνα πατώντας το λιθόστρωτο με τα χαγιάτια της Οθωμανίας να κρέμονται από πάνω μας. Αρώματα από σαφράνι και μαύρο βασιλικό θα γλιστρούσαν εδώ κάποτε πίσω από τα καφασωτά. Κομπολόγια από λιβάνι θα έπαιζαν τις τύχες των ανθρώπων χάντρες, στα χοντρά δάχτυλα των αγάδων. Στα μπουγαδόσκοινα θα απλώνονταν καφτάνια από μετάξι και πολύχρωμα σαλβάρια και οι φερετζέδες θα έπιαναν ψιλοκουβέντα πάνω από το καφεδάκι τους το αρωματισμένο με κάρδαμο.


Εντάξει, παρασύρθηκα αλλά το κάστρο μου τα ψιθυρίζει αυτά, έχει αντιληφθεί σίγουρα ότι είμαι επιρρεπής σε νωχέλειες και άλλες τέτοιες ευκολίες. Ως εκ τούτου, δεν έχω παρά να του προσάψω ένα γενναίο άφεριμ.

Συνεχίζοντας την περιδιάβαση φτάνουμε στη βορειοδυτική ακρόπολη. Εδώ στο τέλος της ανηφόρας βρισκόμαστε μπροστά στα απομεινάρια μιας στρατιωτικής οχύρωσης. Πάνω στη βλάστηση ξαπλώνονται σκόρπιες οι μπάλες από τα κανόνια του Αλή πασά και πιο πέρα τρυπάει τον ουρανό ο τραυματισμένος μιναρές του Ασλάν τζαμιού. Η θέα της Παμβώτιδας από ψηλά είναι καθησυχαστική. Δεν μας αναζητά κανένα ασκέρι ούτε σημαίες ετοιμάζονται να εφορμήσουν. Από αυτό το μετερίζι μπορούμε να κατακτήσουμε χωρίς κόπο αυτήν την ώρα που η λίμνη διατελεί σε πλήρη αταραξία. Αφήνουμε το κάστρο με τις μύτες καψαλισμένες από τον ήλιο και προσβλέπουμε στο Ίτς Καλέ, τις νυχτερινές ώρες τις αναστάσιμες.







Στο μεταξύ, η πόλη ανοίγει τις βρύσες να ξεπλύνει τα χορταρικά για τη μαγειρίτσα ενώ την ίδια στιγμή στην Κέρκυρα απέναντι τσουγκρίζουν τα αβγά. Καθώς πέφτει το βράδυ, είμαστε σε μια κατάσταση γλυκιάς αναμονής, κάθε χρόνο η ίδια αίσθηση, ίσως επειδή μπερδεύεται η Ανάσταση  με την Άνοιξη και έχει κάτι το μεγαλειώδες αυτή η ανάμειξη. Είναι κι αυτά τα γλυκά του κουταλιού, κιτρολέμονο έχουμε με τον καφέ εδώ, που σε κάνουν να αισθάνεσαι μια ελαφρύτητα, δεν είναι το στομάχι στο μη παρέκει, έχει ρεπό.  



Την Ανάσταση θα την κάνουμε στους Αγίους Αναργύρους, μέσα στο κάστρο. Αυτή τη φορά μπαίνουμε από άλλη είσοδο. Πόσο ωραία η σιωπηλή πομπή από προσκυνητές, με τα αναμμένα φανάρια να φιδογυρίζουν τα σοκάκια. Νυχτολούλουδα και γιασεμιά φυτρώνουν παντού και εκατοντάδες μάτια μας περιεργάζονται από τα βάθη του αιώνα την ώρα που ανάβουν το καρβουνάκι στο ναργιλέ τους. 

Φτάνουμε στο πλάτωμα δίπλα στα παλιά Μαγειρεία μπροστά από την κατάφωτη εκκλησία την ασβεστωμένη, ενώ παραδίπλα σκοτεινιάζει ο πέτρινος όγκος από τον τάφο του Αλή πασά. Είναι μια ειρηνική συνύπαρξη που κάτι θέλει να πει. Σε λίγο τα φώτα θα σβήσουν και μόλις θα διακρίνονται οι σκιές των πιστών που περιμένουν το «Δεύτε λάβετε». Μετά θα ακουστούν οι ψαλμωδίες και θα ανάψουν οι λαμπάδες. Θα ακουστεί το τροπάριο από τα μεγάφωνα και θα σκάσουν βεγγαλικά στον έναστρο ουρανό.

Και ύστερα θα περπατήσουμε το λιθόστρωτο της επιστροφής, ολοσχερώς εκτεθειμένοι στην αστροφεγγιά, που θα μας ακολουθήσει μέχρι να βγούμε από το κάστρο και να αφήσουμε την ιστορία σκυφτή στο κατάστιχό της. 


Χαρά Γιαννοπούλου