Πέμπτη 25 Οκτωβρίου 2018

* ΚΑΣΤΟΡΙΑ *





Οι παραλίμνιες πόλεις είναι από τις αγαπημένες μου. Μου αρέσουν οι βάρκες με τα ταλαιπωρημένα χρώματα και τα πουλιά που σηκώνονται σύννεφα πάνω από το οικοσύστημα. Με τα μυστήρια του νερού και τους ψιθύρους της λεύκας, δεν έχω την απαιτούμενη εξοικείωση αλλά η Καστοριά μου στέλνει ωραίο κάλεσμα. Η λίμνη της λέγεται Ορεστιάδα, και τριγυρίζει την πόλη δίνοντας μια προοπτική ηρεμίας στον ορίζοντα. Νερό ωραίο, ατάραχο, με κύκνους και αγριόπαπιες που αναζητούν μάταια τον Άντερσεν για ένα καινούριο παραμύθι.



Με το που φτάνουμε στην Καστοριά, μετά από πολύωρο ταξίδι σε στεγνό τοπίο, μπαίνουμε απότομα σε κατάσταση πόλης. Βουή, φασαριόζικοι δρόμοι και πήγαινε έλα στα μαγαζιά. Ψάχνοντας για τον ξενώνα βγαίνουμε στην παλιά συνοικία, το Ντολτσό, και σαν από θαύμα καταλαγιάζει το κεφάλι μας. Εδώ οι ρυθμοί αλλάζουν. Η γειτονιά εκτός από το ήπιο, γλυκό κλίμα, αποκεί και η ονομασία, έχει και μια ραστώνη που έρχεται από τα βάθη των αιώνων. 


Ένα σύννεφο περασμένου μεγαλείου πλανιέται στον αέρα. Ένας περίπατος στα σοκάκια της παλιάς πόλης, φτάνει για να μας βάλει σε διάθεση ένδοξου παρελθόντος. Σύμφωνα με τον ιστορικό, η Καστοριά, κοντά στον δέκατο έβδομο αιώνα, χόρτασε δόξα και χρήμα ασκώντας την γουναρική. Οι παραγγελίες από την Πόλη έρχονταν πλούσιες καθώς οι καστοριανοί αποδείχτηκαν μεγάλοι τεχνίτες στο είδος. Την μία πάνω στην άλλη φορούσαν τις γούνες οι επιφανείς Πολίτες κι έτσι ο κλάδος δοξάστηκε και με το παραπάνω. Δεν είχε γίνει και η οικολογία κίνημα και εξέλιπαν οι ενοχές.

Κι επειδή ο πλούτος ως γνωστόν δεν κρύβεται, τα αρχοντόσπιτα βρέθηκαν στην ακμή τους. Πετρόχτιστα, με σειρές από παράθυρα, το χαγιάτι τους και ωραίες τοιχογραφίες στο εσωτερικό. Η βόλτα στα στενά μας φέρνει μπροστά στα μοναδικά αυτά κτίσματα που οι αιώνες τα κρατάνε όρθια με τα δόντια. Περιμένοντας τον αναστηλωτή να διαβεί θαρραλέος τα χαλάσματα για να αναλάβει δράση, μας δείχνουν τον κρυμμένο θησαυρό.  Όσο για τα αναπαλαιωμένα, μια ματιά στο αρχοντικό Σκούταρη, στον παραλιακό δρόμο, είναι αρκετή για να φανεί η υπέροχη αρχιτεκτονική μιας άλλης εποχής.


Στο μεταξύ, με το βραδάκι, τα μισοφωτισμένα σοκάκια μας βάζουν στη χρονομηχανή με το κουμπί τρεις, τέσσερις αιώνες πίσω. Ο παγωμένος αέρας στα λιθόστρωτα μας αιφνιδιάζει. Τα γουναρικά μας είναι ακόμα στο ράφτη. Ψάχνοντας για μια ζεστή γωνιά περνάμε σε διάσταση παραμυθιού καθώς στην στροφή του δρόμου ο γάλλος περιηγητής έχει μια ξαφνική συνάντηση με την βασίλισσα του χιονιού. Χωνόμαστε μαζί τους στην πρώτη ταβέρνα για λαχανόπιτα και άγρια μανιτάρια στο τηγάνι.

Το επόμενο πρωί στο Ντολτσό, ξημερώνει μια λιακάδα γυαλί. Περνάει λούστρο την λίμνη και δίνει έτσι την ευκαιρία στο ασχημόπαπο να διώξει την γκρίνια από τις μεσαίες σελίδες. Διότι ποιος έχει ανάγκη το χιονάτο φτέρωμα και τον μακρύ λαιμό μια τέτοια μέρα. Με αυτήν την βολική σκέψη,  αποφασίζουμε έναν παραλίμνιο περίπατο ως το Απόζαρι. Η συνοικία αυτή πήρε το όνομά της από το τσουχτερό κρύο, που κατεβάζει το Βίτσι, από ζόρι δηλαδή. Η διαδρομή προς τη βορινή πλευρά της πόλης ξεκινάει.


Περπατάμε κάτω από πλατάνια και οξιές, με το νερό στα δεξιά μας αφημένο στο έλεος των πουλιών που το έχουν κάνει σπίτι τους. Πιάνουμε στο φακό μας αργυροπελεκάνους και νερόκοτες να ξεφυτρώνουν από τις καλαμιές. Στο βάθος μια βάρκα που κάνει σουλάτσο στην λίμνη, ταΐζει τις αγριόπαπιες με φόντο τα κεραμίδια της πόλης που παίζει το καθρέφτη καθρεφτάκι μου. Η βόλτα δεν σταματάει να γίνεται όλο και πιο ονειρική παρά τα πούλμαν και τα ποδήλατα που μας προσπερνούν. Στην Παναγία την Μαυριώτισσα κάνουν στάση τα πούλμαν και στα ξέφωτα οι ποδηλάτες. Φασόλια Καστοριάς και φθινοπωρινό ρομάντσο.

Όσο ξεμακραίνουμε από την πόλη, ο μικρόκοσμος μας κάνει παφ και σκορπάει στον αέρα. Οι ψαράδες που περιμένουν μακάριοι στις όχθες τινάζουν το καλάμι τους από τη σκόνη της αστικής μας αποχαύνωνσης. Η λίμνη δεν είναι σκηνικό, έχει ζωή και είναι απλόχερη.

Καθώς βραδιάζει, πίσω στο Ντολτσό, το κρύο γίνεται τσουχτερό. Τα πουλιά μαζεύονται για ύπνο. 


Στο καφέ, μαζί μας, μπαίνει και η ξερακιανή φιγούρα ενός ονειροπαρμένου ταξιδιώτη με ένα μάτσο χαρτιά κάτω από την ρεντιγκότα. Έχει ήδη καταλάβει ότι μας τράβηξε την προσοχή και πλησιάζοντας μας φανερώνει το μυστικό. Το ασχημόπαπο τελικά δεν ήταν παρά ένας κύκνος στην λάθος μεριά της λίμνης.

Χαρά Γιαννοπούλου






Τρίτη 9 Οκτωβρίου 2018

* ΜΑΚΡΙΝΙΤΣΑ *






Με την πρώτη σταγόνα της βροχής σκοτώθηκε το καλοκαίρι, μουσκέψανε τα λόγια που είχανε γεννήσει αστροφεγγιές, είπε ο ποιητής και κατέβασε την καπαρντίνα του από το πατάρι με τα φθινοπωρινά. Να μένουν οι θάλασσες και τα λιοπύρια, σκέφτηκε, το φθινόπωρο έχει κι αυτό το μερίδιό του στην έμπνευση.


Την ίδια στιγμή, στα περίχωρα της Μαγνησίας, η δασκάλα με τα ξανθά μαλλιά λάβαινε τον διορισμό της για την ωραία Μακρινίτσα. Η επετηρίδα την έστειλε στο βουνό των Κενταύρων, δίνοντας έτσι μια καινούρια διάσταση στην φράση παίρνω τα βουνά. Και επειδή το σχολείο, όσο να πεις, είναι βαρέα και ανθυγιεινά, το τσίπουρο φάνηκε η μόνη λύση, με ή χωρίς γλυκάνισο. Στα μέρη αυτά το λένε φάρμακο, με το δίκιο τους βέβαια, και μας το σερβίρουν με λουκούμι, για το καλώς ορίσατε.


Η Μακρινίτσα βλέπει στον Βόλο και απέχει από την πόλη κοντά ένα τέταρτο της ώρας οδικώς. Με το αυτοκίνητο φτάνουμε κι εμείς στο χωριό και με το πρώτο μας παίρνει ο ενθουσιασμός. Στον ξενώνα, μετά από τρεις σκάλες, βρισκόμαστε στα ψηλά με την καρυδιά δίπλα στο παράθυρο και τον Παγασητικό στο βάθος. Ο ήλιος απλώνεται στο δωμάτιο με τα παλιά έπιπλα και μας προετοιμάζει για μια μέρα στεγνή και τριζάτη από τα ξερά φύλλα που ξαπλώνονται στο πλακόστρωτο.


Όμως το μεσημέρι τα σύννεφα μαζεύονται ετοιμοπόλεμα πάνω από το κοντοσούβλι της Κατερίνας. Η νεροποντή θα ξεκινήσει το απόγεμα με ήχο παραπονιάρικο σε ονειρικό σκηνικό. Το τοπίο σαν να έχει μια νερένια κουρτίνα που πίσω της συνωμοτεί η μυθολογία της περιοχής. Αιώνες τώρα οι βροχές ποτίζουν και πρασινίζουν το Πήλιο για να κάνει ο Χείρων τα ποδοβολητά του στις πλαγιές, μαζεύοντας τσάγια του βουνού.


Καθώς βραδιάζει το νερό εξακολουθεί να πέφτει σταθερά. Τα λιθόστρωτα γυαλοκοπάνε και τα φυλλώματα στάζουν. Η θέα στον Βόλο είναι σαν σε διαστημικό σταθμό αλλά μας επαναφέρει η μυρωδιά του χωριού, που βγαίνει στην ατμόσφαιρα μετά από τόσες ώρες υγρασίας. Ως την πλατεία το καλντερίμι είναι ανηφορικό με κλίση που μας κόβει την ανάσα. Εκεί στην μαρμάρινη κρήνη γινόμαστε μάρτυρες του καβγά ανάμεσα στον Καλογήρου και τον τηλεγραφητή που δεν μπόρεσε να εκτιμήσει την καλή καρδιά του μεγαλομπακάλη από την αρχή της ταινίας. Τριγύρω ψυχή.


Το επόμενο πρωί, με τις διαφορές πλέον λυμένες, ο ήλιος έχει καταλάβει το χωριό και στεγνώνει τα πεζούλια. Αλλά δεν είναι ο μόνος καταληψίας. Είναι Κυριακή και οι Βολιώτες ανεβαίνουν στην Μακρινίτσα για τον καφέ τους στο Κεντρικόν. Κλασσικό σημείο για καρτ ποστάλ. Ο πλάτανος στην μέση, τα φύλλα πεσμένα στο πλακόστρωτο και τα τραπεζάκια έξω. Λίγο πιο πέρα η κρήνη με τις λεοντοκεφαλές φωτογραφίζεται με τους περαστικούς που ακουμπάνε στο καγκελάκι της στέρνας της.




Στον Θεόφιλο μπαινοβγαίνει ο σερβιτόρος με τους ελληνικούς και το γλυκό κεράσι. Το καφενείο είναι στο ισόγειο ενός παμπάλαιου κτιρίου. Για του λόγου το αληθές, στο εσωτερικό του καμαρώνει μια τοιχογραφία του γνωστού λαϊκού ζωγράφου. Είναι η Μάχη στην κρύα βρύση με πρωταγωνιστή τον Κατσαντώνη σε κατάσταση κλέφτικης σιέστας. Από το καλντερίμι έξω παρατηρούμε τα παιδιά του σχολείου να κάνουν γύρους τον Άγιο Ιωάννη τον Πρόδρομο. Την ίδια ώρα ο καλοκάγαθος Ζερβός ανησυχεί μαζί με τον παπά του χωριού για την πολιτική κατάσταση που είναι γραφτό να αφήσει το γαμήλιο γλέντι στη μέση.


Τα μαγαζάκια έχουν τις πόρτες ανοιχτές για ρετσέλια και ρακόμελα. Και πάνω απ΄ όλα για βότανα. Πασιφλόρα για τα νεύρα, μέντα για το βήχα, δίκταμο για το στομάχι και ο κατάλογος μακραίνει. Πέρα δώθε ο κόσμος αλλά από φασαρία δεν έχουμε έλλειψη, οπότε παίρνουμε τον δρόμο με τα πόδια για την Πορταριά για να επανεκτιμήσουμε τις οξιές. Περίπου δυόμιση χιλιόμετρα είναι η απόσταση, όσο πρέπει για να το σκάσουμε από την βουή των τουριστικών λεωφορείων.


Στην διαδρομή έχουμε την ευκαιρία να δούμε τη Μακρινίτσα από απόσταση. Υπέροχη. Παραδοσιακός οικισμός από το 1980. Τα σπίτια φτάνουν ως τρεις ορόφους, έχουν σκεπές από πέτρα και πολλά παράθυρα για να βλέπουν την θάλασσα. Η Μακρινίτσα είναι μπαλκόνι και από κει αρχίζει η ομορφιά της, μετά μπαίνει η φύση και το μερακλίδικο χέρι και έτοιμο το έργο τέχνης.



Περπατώντας πίσω στον οικισμό, καταλαβαίνουμε ότι τώρα τα χιλιόμετρα μετράνε διπλά. Όμως αυτός είναι και ο μόνος τρόπος εδώ πάνω αφού και ένα βουνό είναι ένα ποίημα που σου γυρεύει να τ΄ ακούσεις γράφει  ένας άλλος ποιητής. 

Χαρά Γιαννοπούλου