Παρασκευή 21 Σεπτεμβρίου 2018

* ΚΑΣΤΑΝΙΤΣΑ *




Πάντα μου άρεσαν οι φουφούδες των καστανάδων. Το χάρτινο χωνάκι με τα ξεροψημένα κάστανα ήταν μια μικρή νίκη πάνω στην μουντάδα του χειμώνα. Ακολουθώντας λοιπόν αυτήν την κρυφή χαρά και την ρίζα της βρεθήκαμε στην Καστάνιτσα, ονομαστό χωριό της Κυνουρίας, στα σύνορα της Αρκαδίας με την Λακωνία. Είναι προχωρημένο φθινόπωρο και οι καστανιές με τον καρπό έτοιμο να πέσει, έχουν την φυλλωσιά τους σε χρυσό και κίτρινο, για να δικαιώνουν έτσι και τα χρώματα της εποχής. Από όλες τις απόψεις μαγικό. 




Το χωριό, ασβεστωμένο, μοιάζει ακόμα πιο φωτεινό μέσα στην ηλιόλουστη μέρα. Φτάνοντας στην πλατεία, παραγγέλνουμε έναν ελληνικό στο καφενείο και πιάνουμε κουβέντα με τους ντόπιους μιας και το κλίμα σηκώνει την οικειότητα. Το μέρος μοιάζει έρημο, ίσως γιατί είναι πρωί ακόμα και οι εκδρομείς συνηθίζουν να κάνουν αρχή από τα μοναστήρια της περιοχής. 

Ψάχνοντας για γλυκάκι με τον καφέ, ανακαλύπτουμε την καστανόπαστα. Ω θεοί, τι γεύση. Σοκολάτες, γαρύφαλλα, καρύδια και κάστανα όλα μπερδεμένα έτσι που χάνεται ο νους. Για συνοδευτικό έρχεται και το κοινωνικό σχόλιο για τον μοναχικό λύκο του χωριού, μικρό το μέρος βλέπετε, όμως εμείς ψάχνουμε αποσπάσματα από την γεωγραφία του τόπου.

Οι καινούριοι μας φίλοι, λοιπόν, μας λένε ότι το χωριό ήταν γνωστό για την παραγωγή ασβέστη και μιας και είχαν το υλικό σε αφθονία, έκαναν τακτικό άσπρισμα στα σπίτια τους. Έτσι έδωσαν αυτό το χρώμα στην Καστάνιτσα και όχι μόνο. Το γραφικό του οικισμού συγκίνησε τους αρμόδιους, με αποτέλεσμα να χαρακτηρίσουν το μέρος παραδοσιακό και να το αφήσουν στην ησυχία του οι επιτήδειοι. 

Κάνοντας μια βόλτα στα σοκάκια, συναντάμε τον επαναπατρισθέντα μετανάστη να λιάζεται στο μπαλκόνι του, τον ξωμάχο να επιστρέφει από το περιβόλι με τον γάιδαρό του, και ποιοί είσαστε και από πού έρχεστε, και μια γέρικη σκύλα  να μας κάνει χαρές. Όλα σαν σε αργή κίνηση. Λίγο πριν μεσημεριάσει παίρνουμε το μονοπάτι για τον λόφο, στα βορινά, για να θαυμάσουμε την θέα πανοραμικά. Από εδώ, οι σταχτιές σκεπές μοιάζουν σκορπισμένες στην πλαγιά, με το καμπαναριό του Σωτήρα να ξεφυτρώνει κάπου στα μισά. Τα χρώματα του φθινοπώρου  κυκλώνουν το χωριό που αντιστέκεται σε γκρι και άσπρο. Μέσα από την πυκνή βλάστηση φαίνονται οι καμινάδες που καπνίζουν μακάριες.



Εδώ, στην κορυφή του λόφου, βρισκόταν παλιά ο πύργος του Καψαμπέλη, δίπατος ως οχτώ μέτρα ύψος με τις πολεμίστρες του και άλλα οχυρωματικά, που όμως δεν επιβίωσε της ιστορίας. Τώρα είναι μόνο χαλάσματα. Καθισμένοι  στην πέτρα, ίσα που ακούμε το παράπονο του οπλαρχηγού που τον είχε αναστηλώσει, ενώ μπροστά μας στέκεται αγέρωχο ένα αληθινό έλατο από αυτά που φυτρώνουν στο δάσος.

Το μεσημέρι στο ταβερνάκι της πλατείας μας περιμένει χοιρινό με κάστανα αλλά και μανιτάρια με κάστανα, αφού αυτά είναι η κορυφή της γαστρονομίας του χωριού. Το μαρτυράει άλλωστε και το όνομα. Εκτός από την γευσιγνωσία όμως μας περιμένουν και οι εκδρομείς. Ξαφνικά η πλατεία ζωντανεύει. Τώρα ανοίγει και το μαγαζάκι με τα παραδοσιακά προϊόντα, λικέρ, μαρμελάδες και μαρόν γλασέ. Στο μεταξύ ανάβει και το τζάκι γιατί καθώς προχωράει η ώρα, αρχίζει να κατεβαίνει η θερμοκρασία.

Ώρα για επιστροφή και οι φίλοι μας από το καφενείο μας λένε  να μην παραλείψουμε το δάσος και να κάνουμε κι ένα πέρασμα από τα υπόλοιπα χωριά του Πάρνωνα. Το απόγευμα έχει προχωρήσει για τα καλά. Παίρνουμε τις προμήθειές μας σε κάστανα και να ζάτε θτο καλέ. Η πινακίδα έξω από το χωριό είναι γραμμένη στα τσακώνικα. Η διάλεκτος μιλιέται και σήμερα από τους παλιούς κατοίκους, διότι η Καστάνιτσα είναι ονομαστό τσακωνοχώρι. Να πάτε στο καλό, λοιπόν.



Το δάσος αποδεικνύεται σκηνικό παραμυθιού. Η Κοκκινοσκουφίτσα μαζεύει τα σκόρπια κάστανα προσέχοντας μην την ανακαλύψει ο ιδιοκτήτης του καστανεώνα ενώ ο κυνηγός έχει βγει για λαγούς. Μετράμε καρυδιές, χαρουπιές και κέδρους κι έχουμε το νου μας για κανένα ζαρκάδι ή έστω ένα κουνάβι, αλλά ματαίως. Φτάνοντας στα όρια του ελατόδασους, το κρύο γίνεται αισθητό και οι μυρωδιές από πρώιμο βραδάκι στο βουνό είναι παραπάνω από ό, τι θα ελπίζαμε.

Βγαίνοντας από το παραμύθι, προχωρημένο σούρουπο, διαβάζουμε πινακίδες, Βαμβακού, Βαρβίτσα, Καρυές με την ωραία πλατεία στα σκούρα χρώματα της δύσης. Σε λίγο το ιερό βουνό του θεού Κρόνου θα κοιμίσει τις κουρούνες και τις παπαδίτσες την ώρα που οι φίλοι μας στο καφενείο θα ονειρεύονται τις φασολάδες και τα τσίπουρα της γιορτής.

Στο μεταξύ, στο χωριό θα έχουν κιόλας ανάψει τα φώτα για τους βραδινούς περιπατητές. 


Χαρά Γιαννοπούλου

Παρασκευή 7 Σεπτεμβρίου 2018

* ΖΑΓΟΡΟΧΩΡΙΑ *






Βράδυ προχωρημένο στο Ζαγόρι, το ηλιοβασίλεμα και η γλύκα του μαζί έχουν τελειώσει κι εμείς τραβάμε τον ανήφορο για το Τσεπέλοβο. Να εύχεσαι να 'ναι μακρύς ο δρόμος, έχει γραφτεί, αλλά εμείς το παρακάναμε και να 'μαστε στο βουνό με το φεγγάρι από πάνω και τα στοιχειά από δίπλα. Μα τα χίλια ελάφια, εδώ είναι δάσος, όχι αστεία, και να μου έχει καρφωθεί και στο μυαλό ότι θα ξεμυτίσει πίσω από κανένα κορμό ο Γουίνι το αρκουδάκι για τίποτα μέλια.


Στο έμπα του χωριού κι ενώ έχει πέσει το σκοτάδι, κάνει ξαφνικά την εμφάνισή του ο ντορής, χρρρ και μας κόβει το αίμα. Τριγύρω μυρωδιά καβαλίνας ανακατεμένης με ξυλόσομπα, ο τσομπανόσκυλος να αλυχτάει και οι αγελάδες  να μουγκρίζουν για άρμεγμα. Εμβρόντητοι από τα φυσικά φαινόμενα, ας όψεται η πόλη, μπαίνουμε στα άδυτα του χωριού με στόχο τον ξενώνα.



Βλέποντας την Μαίρη, ανακαλύπτουμε ότι εδώ πάνω το μάγουλο είναι βερύκοκο διότι το Μιτσικέλι κατεβάζει φρέσκο αέρα τις περισσότερες ώρες της μέρας. Ανυπομονούμε για το επόμενο πρωί που θα κάνουμε έναρξη της περιηγητικής περιόδου. Με το πρώτο φως που μπαίνει από το παράθυρο, το ξύπνημα αποκτάει νόημα κι αν ο γείτονας κόβει ξύλα με το καλημέρα, καθόλου δεν μας ταράζει ο μονότονος ήχος από την παρακείμενη αυλή. Η Μαίρη ετοιμάζει ομελέτα με γαλοτύρι και μετά σερβίρει τον καφέ στον ήλιο, εξασκώντας την αγγλική, ράφτιν, τρέκιν, μάουντεν μπάικ και άουτντορ ακτίβιτις. Το αποδίδουμε στις συναναστροφές με τους ορειβάτες και τους αλπινιστές που λυμαίνονται την Πίνδο και βγαίνουμε από το χωριό με εξερευνητικές τάσεις.


Τα καλντερίμια από πέτρα φανερώνουν την τέχνη που εξασκούσε ο τόπος πριν πατήσουν το μέρος τα τέσσερα επί τέσσερα του σαββατοκύριακου. Χίλια σκαλιά είχαν φτιάξει οι μαστόροι για να ανεβαίνουν στο Βραδέτο τον δύσκολο καιρό. Όσο για τον Βίκο, πολύ πριν εμφιαλωθεί τον περνούσαν ποδαράτοι ή με το ζώο όταν ο Βοϊδομάτης κατέβαζε το θερμόμετρο από το μηδέν, και έδινε στο εγχείρημα κάτι από επικίνδυνες αποστολές.



Βέβαια είχαν τα ονομαστά γεφύρια τους, αληθινά έργα τέχνης, ωραία, τοξωτά, να περνούν πάνω από το ποτάμι ειδικά φτιαγμένα για ισορροπιστές με βροχές και χιόνια. Τώρα κάνουμε μια στάση στον Κόκκορο με τον θεόρατο βράχο που βάζει τα πόδια του στο νερό. Ο Βοϊδομάτης από κάτω γυαλί κι εμείς περπατάμε πάνω στις πέτρες με φόντο την καμπύλη του θαυμάσιου γεφυριού. Στο φως της μέρας όλα είναι ξεκάθαρα, χωρίς μυστικά, αλλά τη νύχτα βλέπω τα πνεύματα του δάσους με τις ρόμπες τους να συναγελάζονται με τον κυρ Νούτσο, βασικό χορηγό του έργου. 


Λίγο πριν πάρουμε την στροφή για τους Κήπους φαίνεται το Καλογερικό, τρίτοξο γεφύρι αυτό, ίδιο η πλάτη της κάμπιας αλλά σε πέτρα. Στο βάθος το χωριό φαίνεται σε βαθύ γκρίζο σαν μπαρουτοκαπνισμένο. Προχωρώντας στα ενδότερα, τα καλντερίμια μας βγάζουν σε μια άλλη εποχή, κι εμείς περπατάμε στο φθινόπωρο διακριτικά γιατί οι γειτονιές εδώ δεν αρέσκονται σε άσκοπους θορύβους.

Στο Δίλοφο η πέτρα ασπρίζει ενώ στην είσοδο του χωριού κάνει εντυπωσιακή εμφάνιση το αρχοντικό Μακρόπουλου, το ψηλότερο στο Ζαγόρι που έχει και μια συγκινητική ιστορία να μας πει. Το σπίτι χτίστηκε με τα πατώματα ως τον ουρανό για να βλέπει η νύφη από τα παράθυρά της το πατρογονικό της στο απέναντι χωριό. Ευγενική προσφορά δηλαδή ενός ερωτευμένου συζύγου. Στο μεταξύ, με χαρά διαπιστώνουμε ότι το μέρος δεν το πατάνε τα αυτοκίνητα διότι αυτό το στολιδάκι Ηπείρου είναι παραδοσιακός οικισμός, Περπατώντας στα σοκάκια, θαυμάζουμε την αρχιτεκτονική λιτότητα, όλα μελετημένα, από πού θα φύγει το νερό, πού θα πατήσουν τα ζώα, πώς δεν θα μπάσει βροχή η στέγη. Και τι ωραία που ταιριάζει η πέτρα με τα γαλάζια παραθυρόφυλλα και την δαντέλα στο χέρι.





Ένα κι ένα είναι τα χωριά, ζωγραφιές καρφιτσωμένες στο βουνό, ακόμα και ο τσοπάνος που μας ζητάει τσιγάρο στο δρόμο έχει δέσει με το σκηνικό και μιλάει με τις αλεπούδες. Κι ενώ βγαίνει το σούρουπο από το βουνό, γεμίζουν τον αέρα οι μυρωδιές της εξοχής, αναμμένο τζάκι, μέντα και πρόβατα που πάνε για ύπνο.



Καθώς επιστρέφουμε στο Τσεπέλοβο, έχουμε παρέα τις σκιές των δέντρων που μας ακολουθούν κάτω από την λάμψη του φεγγαριού. Το σκοτάδι έχει πέσει από ώρα και τα φώτα στα σοκάκια κάνουν το σκηνικό παραμυθένιο. Στον ξενώνα μας περιμένει φωτιά και αλευρόπιτα, παραγγελία από το πρωί για ένα τραγανιστό σουαρέ με ψιλοκουβέντα. Όσο για τον Γουίνι, όπως μάθαμε στα νέα της επόμενης μέρας, εθεάθη την νύχτα στην πλατεία σε φάση υπογλυκαιμίας αλλά το χωριό είχε ήδη πέσει για ύπνο με τις πόρτες μανταλωμένες. 



Συνεχίζεται..




Χαρά Γιαννοπούλου