Κυριακή 23 Δεκεμβρίου 2018

* ΤΑΞΙΔΙ ΣΤΟ ΚΕΝΤΡΟ ΤΩΝ ΠΑΙΔΙΚΩΝ ΜΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΩΝ *





Δεκέμβρης και τα Χριστούγεννα, το παιχνιδόκουτο αυτό της παιδικής μας ηλικίας, μυστήριο πώς, μελώνουν την ζωή μας σαν το πολύπαθο μελομακάρονο. Κι έτσι, τα στολίδια δεν είναι ποτέ αρκετά, και τα λαμπάκια είναι πάντα λίγα. Μπορεί η νύχτα των Χριστουγέννων να ήταν μισοφωτισμένη πάνω από το παχνί αλλά από τότε μεγάλωσε πολύ η πλάση. Έτσι το άστρο λάμπει γιορτινό μόνο στο τραγουδάκι γιατί πού να προφτάσει όλη την οικουμένη.


Κάθε χρόνο οι τρεις μάγοι είναι καθ΄ οδόν για την Βηθλεέμ, με τα περίφημα δώρα τους που ως παιδί στάθηκε αδύνατο να εμπεδώσω την αξία τους. Τι το συγκλονιστικό είχε το λιβάνι και τι ήταν επιτέλους αυτή η σμύρνα. Το ταξίδι όμως στην έναστρη νύχτα και τα ανατολίτικα ονόματα με τις εξωτικές καταλήξεις, αυτά μάλιστα. Μου άρεσαν αυτές οι νωχελικές καμήλες σκεπασμένες με τα πολύχρωμα κιλίμια, που διέσχιζαν την έρημο για να πάνε τους μάγους στον προορισμό τους.


Όμως η παιδική μου καρδιά την λαχταρούσε και την φάτνη των αλόγων γιατί όσο να είναι, η σπηλιά είχε θαλπωρή. Από ένα κρυφό άνοιγμα μάλιστα τρύπωνε κι ένα ζεστό φως, του οποίου την φροντίδα είχα αναλάβει κάθε χρόνο με ιδιαίτερη αφοσίωση. Κατέβαζα με προσοχή ένα από τα χρωματιστά φαναράκια του δέντρου στην ρωγμή κι έτσι άνθρωποι και ζωντανά είχαν ένα φωτάκι νυκτός.


Αυτά τα χρωματιστά φαναράκια ήταν η μεγάλη μου αδυναμία. Έτσι όπως αναβόσβηναν όλη τη νύχτα δίπλα στο παράθυρο, έκαναν την τραπεζαρία μας ονειρική από τις αντανακλάσεις. Όλα τα παράθυρα της γειτονιάς φεγγοβολούσαν στο σκοτάδι κι έτσι ο Άη Βασίλης είχε την σειρά του. Με τα χρόνια, άγνωστο γιατί, μαρμάρωσε στην ανεμόσκαλα και όλο πήγαινε να κάνει σάλτο στο μπαλκόνι αλλά ματαίως.


Για να επανέλθω όμως και να κλείσω το κεφάλαιο με τους μάγους, έχω να πω ότι αυτός με το χρυσάφι στο μπαούλο, ποτέ δεν κατάφερνε να βρει την οικογενειακή μας φάτνη. Βέβαια ο κουρασμένος μου μπαμπάς είχε πίστη, γι΄ αυτό αγόραζε το καθιερωμένο εθνικό λαχείο, ένα για τον καθένα μάλιστα. Μετά έπαιρνε την εφημερίδα της πρωτοχρονιάς αλλά πουθενά ο λήγοντας.


Εκτός όμως από το λαχείο, το οποίο ουδόλως με συγκινούσε, διότι δεν πλήρωνα λογαριασμούς τότε, υπήρχαν και τα χριστουγεννιάτικα δώρα. Αν εξαιρέσω το αγαπημένο μου σαλονάκι που είχα ζητήσει από τον Άγιο, μάλλον γιατί το σπίτι μας δεν είχε τέτοια πολυτέλεια, μετά από δυο τρεις τάξεις του δημοτικού, ανακάλυψα τα βιβλία.  


Τι ενθουσιασμός με εκείνα τα ωραία χοντρά εξώφυλλα, τα χρωματιστά με την ασπρόμαυρη εικονογράφηση από μέσα. Διάβασμα μετά μανίας στις διακοπές των χριστουγέννων και από ταξίδια άλλο τίποτα. Με τον Όλιβερ Τουίστ στο Λονδίνο, στο Παρίσι με τον Γιάννη Αγιάννη και ακόμα πιο πέρα, στο διάστημα με τον Ιούλιο Βερν. Αλλά έμελλε να αγαπήσω σφόδρα τον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη και τους σκαλικανδζάρους του, μετά τα Χριστουγεννιάτικα Διηγήματα. Κι από τότε κάθε χρόνο, ανελλιπώς, ανεβαίνω στο Χριστό στο Κάστρο και με παίρνουν τα κλάματα όταν επαναπατρίζεται στην χιονισμένη Σκιάθο ο Αμερικάνος.


Βέβαια, μαζί με το εορταστικό κλίμα, ζούσαμε και το μεγάλο δράμα. Τα μελομακάρονα της μαμάς, κατά τη συνήθειά τους, αντιστέκονταν πεισματικά στο σιρόπι ή στην αντίθετη περίπτωση παραδίνονταν αμαχητί. Είτε έτσι είτε αλλιώς, δεν στάθηκε δυνατό να ισορροπήσει η κατάσταση παρά τα συμβούλια με τις θείες για να λυθεί ο γρίφος. Εγώ πάλι δεν μπορούσα να συμμεριστώ αυτήν την αγωνία γιατί είμαι παιδί του κουραμπιέ και οι πολλές οι γλύκες δεν είναι του χαρακτήρα μου. Μόνη εξαίρεση υπήρξαν οι λουκουμάδες των χριστουγέννων, διότι είχε και η μαμά δικαίωμα στη σπεσιαλιτέ. Χαράματα ξυπνούσε ανήμερα, για να τηγανιστεί πάνω από το χυλό που έσκαγε φούσκες στο λάδι. Ύστερα, μέλια, καρύδια, κανέλες και πυτζάμες.


Αυτή η τέλεια λιχουδιά ήταν μαζί με την εξωτική καρύδα το ντελικατέσεν των ημερών. Ο μπαμπάς την έφερνε πανηγυρικά από την αγορά και ήταν και ο αρμόδιος για την μοιρασιά. Δεν ξέρω πώς, η καρύδα είχε συνδεθεί με τα χριστούγεννα, αλλά οφείλω να παραδεχτώ ότι ήταν μια προφητική κίνηση από την μεριά του. Πού να φανταστεί ότι θα γινόταν είδος πρώτης ανάγκης στην ελληνική τηλεόραση, ενώ εμείς τότε δεν την είχαμε για χόρταση.


Τα χριστούγεννα έρχονται ξανά και δεν έχω τελειώσει με το παιδί μέσα μου. Μάγοι διασχίζουν την έρημο με το κυάλι στον ουρανό. Περιμένω ανυπόμονα τα χιόνια στο καμπαναριό με ντιν και ντον. Κι αν πάνω στην άγια νύχτα κατεβαίνουν οι καλικάντζαροι για να περιπαίξουν το σαλονάκι και τα φαναράκια μου, πάντα το πρωί μυρίζει η κανέλα της μαμάς που τηγανίζεται πάνω από το χυλό στο παιδικό μου σύμπαν. 


Χαρά Γιαννοπούλου




Παρασκευή 23 Νοεμβρίου 2018

* ΛΙΜΝΗ ΔΟΞΑ ΚΑΙ ΠΕΡΙΧΩΡΑ *








Η λίμνη Δόξα είναι ένα κρυμμένο μυστικό στην ορεινή Κορινθία. Αυτός είναι και ο λόγος που μετά την αρχαία Φενεό ξεστρατίσαμε και όλο πηγαίναμε αλλά νερό δεν βλέπαμε. Μόνο οι καρυδιές, βαλμένες σε ατελείωτες σειρές στους αγρούς, μας ακολουθούσαν πιστά. Ευτυχώς, πάνω στην επιτόπια στροφή για επανεξέταση της διαδρομής, φάνηκε ως από μηχανής ένας αγρότης με το τρακτέρ του και μας πήγε μέχρι το χώρισμα του δρόμου. Στην διχάλα για το μοναστήρι του Άη Γιώργη, πήραμε την ανηφόρα και μετά από λίγο βρεθήκαμε να περιπλέουμε την λίμνη με επιφωνήματα κάθε είδους.


Αλλά ας πάρω τα πράγματα από την αρχή. Είναι γνωστό ότι το φθινόπωρο είναι η εποχή που ναι μεν πέφτουν τα φύλλα αλλά η πτώση έχει χρώμα εκκωφαντικό. Έτσι αποφασίσαμε να δούμε την εκδοχή της ορεινής Κορινθίας, κοντά στις παρυφές της Ζήρειας καθώς φημολογείται ότι η Πελοπόννησος από αυτήν την μεριά είναι η Ελβετία της Ελλάδας.





Εμείς προτιμήσαμε την διαδρομή από το Δερβένι. Έτσι κυκλώσαμε την περιοχή για να επιστρέψουμε από την Στυμφαλία, γνωστή από τις όρνιθες που έβαλε στο σημάδι ο Ηρακλής. Βγαίνοντας από την βουή της εθνικής, το βουνό μας ξύπνησε με μια γερή δόση οξυγόνου, καθώς κάναμε μικρή στάση στην Παναγία την Καταφυγιώτισσα. Εδώ μας υποδέχτηκαν ένα τσούρμο γάτες κι ένας γαλάζιος τρούλος πάνω από τον γκρεμό με την θάλασσα στο βάθος. Άκρα ησυχία και ορίζοντας τέτοιος που αξίζει μια κραυγή ελευθερίας διότι για ποιόν άλλο λόγο να πάρει κανείς τα όρη.



Στην συνέχεια της διαδρομής μετρήσαμε χωριά. Ροζενά, Ζάχολη, Στενό, Γκούρα. Ώσπου να πιάσουμε το τελευταίο, το κεφαλοχώρι δηλαδή, διαπιστώσαμε ότι ήταν η εποχή για τα κυδώνια, κάθε αυλή κι ένα δέντρο βαρυφορτωμένο με καρπό. Επίσης θαυμάσαμε τα έλατα που αφθονούν στην περιοχή καθώς το υψόμετρο ευνοεί την βλάστησή τους. Στην πλατεία του χωριού με τους Ταξιάρχες να δεσπόζουν με τα τοξωτά παράθυρα και το καμπαναριό βρήκαμε ήλιο. Έτσι πήραμε το τσάι του βουνού έξω, παρέα με τον θηριώδη Φάτσα, ξαπλαρωμένο στα πόδια μας, ενώ μέσα στο καφενείο είχε ήδη ανάψει η αυτοσχέδια ξυλόσομπα. Όπως μας είπαν οι θαμώνες, Δεκέμβρη πέρσι, το χιόνι έπιασε ενενήντα πόντους και ξέμεινε το χωριό από ηλεκτρικό. Το κορίτσι της παρέας όμως πρόσθεσε ότι το τοπίο ήταν ονειρικό.




Κατά το μεσημέρι πήραμε τον δρόμο για την λίμνη. Μετά το Μεσινό μπήκαμε στην Αρχαία Φενεό με τους ατελείωτους καρυδεώνες. ¨Απαγορεύεται η συλλογή καρυδιών¨ αλλά επιτρέπεται το χάζεμα. Όπως διαπιστώσαμε γρήγορα ήμασταν εκτός πορείας αλλά στην επαναφορά στον ίσιο δρόμο, μας αποκαλύφθηκε ένας μικρόκοσμος σε πράσινο και πορτοκαλί. Ένα μικρό ειδύλλιο σε συνέχειες διότι πετύχαμε το τοπίο σε στιγμές μοναξιάς με ολίγη.  Επισκέπτες εδώ κι εκεί και δύο τρεις μικροπωλητές.




Βέβαια η Δόξα δεν είναι έργο της φύσης. Κατασκευάστηκε για να μην πλημμυρίζει ο Φενεός από τα φουσκωμένα ποτάμια της κοιλάδας και καταστρέφονται οι σοδειές. Όμως αυτή έμελλε να είναι μια μαγική έμπνευση αφού και τα όσπρια σώθηκαν και  αναδείχτηκαν και τα έλατα με την άγρια πεύκη που όλη μέρα γυαλίζονται στο νερό. Η εικόνα με φόντο τον Χελμό, την Ζήρεια και την Ντουρντουβάνα δίνει άλλη διάσταση στην έννοια του εξαγνισμού.



Στα μισά της λίμνης μπαίνει μια νησίδα και πάνω της στέκεται παμπάλαιο το εκκλησάκι του Άγιου Φανούρη. Περπατώντας ως εκεί, πλανόδιοι μικροπωλητές μας έδωσαν να δοκιμάσουμε μέλι, γλυκό κυδώνι και καρύδια. Τα κεράσματα δεν θα μπορούσαν να ταιριάξουν καλύτερα με το φυσικό κάδρο ολόγυρα. Ο πλανόδιος βοτάνων μάλιστα μας είπε ότι αυθεντικοί Ελβετοί έρχονται στην Δόξα και ξαναζούν τον βίο των Άλπεων. Κάνουν φυσιολατρικούς περιπάτους και ανεβαίνουν στην Ζήρεια για εντελβάις.




Φεύγοντας από τη λίμνη, πήραμε τον ανήφορο για το μοναστήρι του Άη Γιώργη να δούμε το τοπίο από ψηλά. Ένας μοναχός φάνηκε στο παράθυρο του εξώστη και μας έδωσε οδηγίες για να ανέβουμε στο αρχονταρίκι. Εκεί μας περίμενε μια σειρά από πιατάκια με γλυκό τριαντάφυλλο και μια θέα μοναδική. Από εδώ πάνω η Δόξα δικαιώνει το όνομά της. Και τι ταίριασμα με τα χρώματα του φθινοπώρου.




Προχωρημένο απόγεμα πια, οδηγώντας από την άλλη μεριά του Φενεού, τα χωριά φάνηκαν έρημα στο μισόφωτο από τις λάμπες στις πλατείες. Ένα κοπάδι πρόβατα μας πήρε την προτεραιότητα στο δρόμο της επιστροφής και ύστερα χωθήκαμε στο σκοτάδι των επαρχιακών δρόμων μέχρι την έξοδο στην εθνική οδό. 
Καλό χειμώνα.


Χαρά Γιαννοπούλου


Πέμπτη 25 Οκτωβρίου 2018

* ΚΑΣΤΟΡΙΑ *





Οι παραλίμνιες πόλεις είναι από τις αγαπημένες μου. Μου αρέσουν οι βάρκες με τα ταλαιπωρημένα χρώματα και τα πουλιά που σηκώνονται σύννεφα πάνω από το οικοσύστημα. Με τα μυστήρια του νερού και τους ψιθύρους της λεύκας, δεν έχω την απαιτούμενη εξοικείωση αλλά η Καστοριά μου στέλνει ωραίο κάλεσμα. Η λίμνη της λέγεται Ορεστιάδα, και τριγυρίζει την πόλη δίνοντας μια προοπτική ηρεμίας στον ορίζοντα. Νερό ωραίο, ατάραχο, με κύκνους και αγριόπαπιες που αναζητούν μάταια τον Άντερσεν για ένα καινούριο παραμύθι.



Με το που φτάνουμε στην Καστοριά, μετά από πολύωρο ταξίδι σε στεγνό τοπίο, μπαίνουμε απότομα σε κατάσταση πόλης. Βουή, φασαριόζικοι δρόμοι και πήγαινε έλα στα μαγαζιά. Ψάχνοντας για τον ξενώνα βγαίνουμε στην παλιά συνοικία, το Ντολτσό, και σαν από θαύμα καταλαγιάζει το κεφάλι μας. Εδώ οι ρυθμοί αλλάζουν. Η γειτονιά εκτός από το ήπιο, γλυκό κλίμα, αποκεί και η ονομασία, έχει και μια ραστώνη που έρχεται από τα βάθη των αιώνων. 


Ένα σύννεφο περασμένου μεγαλείου πλανιέται στον αέρα. Ένας περίπατος στα σοκάκια της παλιάς πόλης, φτάνει για να μας βάλει σε διάθεση ένδοξου παρελθόντος. Σύμφωνα με τον ιστορικό, η Καστοριά, κοντά στον δέκατο έβδομο αιώνα, χόρτασε δόξα και χρήμα ασκώντας την γουναρική. Οι παραγγελίες από την Πόλη έρχονταν πλούσιες καθώς οι καστοριανοί αποδείχτηκαν μεγάλοι τεχνίτες στο είδος. Την μία πάνω στην άλλη φορούσαν τις γούνες οι επιφανείς Πολίτες κι έτσι ο κλάδος δοξάστηκε και με το παραπάνω. Δεν είχε γίνει και η οικολογία κίνημα και εξέλιπαν οι ενοχές.

Κι επειδή ο πλούτος ως γνωστόν δεν κρύβεται, τα αρχοντόσπιτα βρέθηκαν στην ακμή τους. Πετρόχτιστα, με σειρές από παράθυρα, το χαγιάτι τους και ωραίες τοιχογραφίες στο εσωτερικό. Η βόλτα στα στενά μας φέρνει μπροστά στα μοναδικά αυτά κτίσματα που οι αιώνες τα κρατάνε όρθια με τα δόντια. Περιμένοντας τον αναστηλωτή να διαβεί θαρραλέος τα χαλάσματα για να αναλάβει δράση, μας δείχνουν τον κρυμμένο θησαυρό.  Όσο για τα αναπαλαιωμένα, μια ματιά στο αρχοντικό Σκούταρη, στον παραλιακό δρόμο, είναι αρκετή για να φανεί η υπέροχη αρχιτεκτονική μιας άλλης εποχής.


Στο μεταξύ, με το βραδάκι, τα μισοφωτισμένα σοκάκια μας βάζουν στη χρονομηχανή με το κουμπί τρεις, τέσσερις αιώνες πίσω. Ο παγωμένος αέρας στα λιθόστρωτα μας αιφνιδιάζει. Τα γουναρικά μας είναι ακόμα στο ράφτη. Ψάχνοντας για μια ζεστή γωνιά περνάμε σε διάσταση παραμυθιού καθώς στην στροφή του δρόμου ο γάλλος περιηγητής έχει μια ξαφνική συνάντηση με την βασίλισσα του χιονιού. Χωνόμαστε μαζί τους στην πρώτη ταβέρνα για λαχανόπιτα και άγρια μανιτάρια στο τηγάνι.

Το επόμενο πρωί στο Ντολτσό, ξημερώνει μια λιακάδα γυαλί. Περνάει λούστρο την λίμνη και δίνει έτσι την ευκαιρία στο ασχημόπαπο να διώξει την γκρίνια από τις μεσαίες σελίδες. Διότι ποιος έχει ανάγκη το χιονάτο φτέρωμα και τον μακρύ λαιμό μια τέτοια μέρα. Με αυτήν την βολική σκέψη,  αποφασίζουμε έναν παραλίμνιο περίπατο ως το Απόζαρι. Η συνοικία αυτή πήρε το όνομά της από το τσουχτερό κρύο, που κατεβάζει το Βίτσι, από ζόρι δηλαδή. Η διαδρομή προς τη βορινή πλευρά της πόλης ξεκινάει.


Περπατάμε κάτω από πλατάνια και οξιές, με το νερό στα δεξιά μας αφημένο στο έλεος των πουλιών που το έχουν κάνει σπίτι τους. Πιάνουμε στο φακό μας αργυροπελεκάνους και νερόκοτες να ξεφυτρώνουν από τις καλαμιές. Στο βάθος μια βάρκα που κάνει σουλάτσο στην λίμνη, ταΐζει τις αγριόπαπιες με φόντο τα κεραμίδια της πόλης που παίζει το καθρέφτη καθρεφτάκι μου. Η βόλτα δεν σταματάει να γίνεται όλο και πιο ονειρική παρά τα πούλμαν και τα ποδήλατα που μας προσπερνούν. Στην Παναγία την Μαυριώτισσα κάνουν στάση τα πούλμαν και στα ξέφωτα οι ποδηλάτες. Φασόλια Καστοριάς και φθινοπωρινό ρομάντσο.

Όσο ξεμακραίνουμε από την πόλη, ο μικρόκοσμος μας κάνει παφ και σκορπάει στον αέρα. Οι ψαράδες που περιμένουν μακάριοι στις όχθες τινάζουν το καλάμι τους από τη σκόνη της αστικής μας αποχαύνωνσης. Η λίμνη δεν είναι σκηνικό, έχει ζωή και είναι απλόχερη.

Καθώς βραδιάζει, πίσω στο Ντολτσό, το κρύο γίνεται τσουχτερό. Τα πουλιά μαζεύονται για ύπνο. 


Στο καφέ, μαζί μας, μπαίνει και η ξερακιανή φιγούρα ενός ονειροπαρμένου ταξιδιώτη με ένα μάτσο χαρτιά κάτω από την ρεντιγκότα. Έχει ήδη καταλάβει ότι μας τράβηξε την προσοχή και πλησιάζοντας μας φανερώνει το μυστικό. Το ασχημόπαπο τελικά δεν ήταν παρά ένας κύκνος στην λάθος μεριά της λίμνης.

Χαρά Γιαννοπούλου






Τρίτη 9 Οκτωβρίου 2018

* ΜΑΚΡΙΝΙΤΣΑ *






Με την πρώτη σταγόνα της βροχής σκοτώθηκε το καλοκαίρι, μουσκέψανε τα λόγια που είχανε γεννήσει αστροφεγγιές, είπε ο ποιητής και κατέβασε την καπαρντίνα του από το πατάρι με τα φθινοπωρινά. Να μένουν οι θάλασσες και τα λιοπύρια, σκέφτηκε, το φθινόπωρο έχει κι αυτό το μερίδιό του στην έμπνευση.


Την ίδια στιγμή, στα περίχωρα της Μαγνησίας, η δασκάλα με τα ξανθά μαλλιά λάβαινε τον διορισμό της για την ωραία Μακρινίτσα. Η επετηρίδα την έστειλε στο βουνό των Κενταύρων, δίνοντας έτσι μια καινούρια διάσταση στην φράση παίρνω τα βουνά. Και επειδή το σχολείο, όσο να πεις, είναι βαρέα και ανθυγιεινά, το τσίπουρο φάνηκε η μόνη λύση, με ή χωρίς γλυκάνισο. Στα μέρη αυτά το λένε φάρμακο, με το δίκιο τους βέβαια, και μας το σερβίρουν με λουκούμι, για το καλώς ορίσατε.


Η Μακρινίτσα βλέπει στον Βόλο και απέχει από την πόλη κοντά ένα τέταρτο της ώρας οδικώς. Με το αυτοκίνητο φτάνουμε κι εμείς στο χωριό και με το πρώτο μας παίρνει ο ενθουσιασμός. Στον ξενώνα, μετά από τρεις σκάλες, βρισκόμαστε στα ψηλά με την καρυδιά δίπλα στο παράθυρο και τον Παγασητικό στο βάθος. Ο ήλιος απλώνεται στο δωμάτιο με τα παλιά έπιπλα και μας προετοιμάζει για μια μέρα στεγνή και τριζάτη από τα ξερά φύλλα που ξαπλώνονται στο πλακόστρωτο.


Όμως το μεσημέρι τα σύννεφα μαζεύονται ετοιμοπόλεμα πάνω από το κοντοσούβλι της Κατερίνας. Η νεροποντή θα ξεκινήσει το απόγεμα με ήχο παραπονιάρικο σε ονειρικό σκηνικό. Το τοπίο σαν να έχει μια νερένια κουρτίνα που πίσω της συνωμοτεί η μυθολογία της περιοχής. Αιώνες τώρα οι βροχές ποτίζουν και πρασινίζουν το Πήλιο για να κάνει ο Χείρων τα ποδοβολητά του στις πλαγιές, μαζεύοντας τσάγια του βουνού.


Καθώς βραδιάζει το νερό εξακολουθεί να πέφτει σταθερά. Τα λιθόστρωτα γυαλοκοπάνε και τα φυλλώματα στάζουν. Η θέα στον Βόλο είναι σαν σε διαστημικό σταθμό αλλά μας επαναφέρει η μυρωδιά του χωριού, που βγαίνει στην ατμόσφαιρα μετά από τόσες ώρες υγρασίας. Ως την πλατεία το καλντερίμι είναι ανηφορικό με κλίση που μας κόβει την ανάσα. Εκεί στην μαρμάρινη κρήνη γινόμαστε μάρτυρες του καβγά ανάμεσα στον Καλογήρου και τον τηλεγραφητή που δεν μπόρεσε να εκτιμήσει την καλή καρδιά του μεγαλομπακάλη από την αρχή της ταινίας. Τριγύρω ψυχή.


Το επόμενο πρωί, με τις διαφορές πλέον λυμένες, ο ήλιος έχει καταλάβει το χωριό και στεγνώνει τα πεζούλια. Αλλά δεν είναι ο μόνος καταληψίας. Είναι Κυριακή και οι Βολιώτες ανεβαίνουν στην Μακρινίτσα για τον καφέ τους στο Κεντρικόν. Κλασσικό σημείο για καρτ ποστάλ. Ο πλάτανος στην μέση, τα φύλλα πεσμένα στο πλακόστρωτο και τα τραπεζάκια έξω. Λίγο πιο πέρα η κρήνη με τις λεοντοκεφαλές φωτογραφίζεται με τους περαστικούς που ακουμπάνε στο καγκελάκι της στέρνας της.




Στον Θεόφιλο μπαινοβγαίνει ο σερβιτόρος με τους ελληνικούς και το γλυκό κεράσι. Το καφενείο είναι στο ισόγειο ενός παμπάλαιου κτιρίου. Για του λόγου το αληθές, στο εσωτερικό του καμαρώνει μια τοιχογραφία του γνωστού λαϊκού ζωγράφου. Είναι η Μάχη στην κρύα βρύση με πρωταγωνιστή τον Κατσαντώνη σε κατάσταση κλέφτικης σιέστας. Από το καλντερίμι έξω παρατηρούμε τα παιδιά του σχολείου να κάνουν γύρους τον Άγιο Ιωάννη τον Πρόδρομο. Την ίδια ώρα ο καλοκάγαθος Ζερβός ανησυχεί μαζί με τον παπά του χωριού για την πολιτική κατάσταση που είναι γραφτό να αφήσει το γαμήλιο γλέντι στη μέση.


Τα μαγαζάκια έχουν τις πόρτες ανοιχτές για ρετσέλια και ρακόμελα. Και πάνω απ΄ όλα για βότανα. Πασιφλόρα για τα νεύρα, μέντα για το βήχα, δίκταμο για το στομάχι και ο κατάλογος μακραίνει. Πέρα δώθε ο κόσμος αλλά από φασαρία δεν έχουμε έλλειψη, οπότε παίρνουμε τον δρόμο με τα πόδια για την Πορταριά για να επανεκτιμήσουμε τις οξιές. Περίπου δυόμιση χιλιόμετρα είναι η απόσταση, όσο πρέπει για να το σκάσουμε από την βουή των τουριστικών λεωφορείων.


Στην διαδρομή έχουμε την ευκαιρία να δούμε τη Μακρινίτσα από απόσταση. Υπέροχη. Παραδοσιακός οικισμός από το 1980. Τα σπίτια φτάνουν ως τρεις ορόφους, έχουν σκεπές από πέτρα και πολλά παράθυρα για να βλέπουν την θάλασσα. Η Μακρινίτσα είναι μπαλκόνι και από κει αρχίζει η ομορφιά της, μετά μπαίνει η φύση και το μερακλίδικο χέρι και έτοιμο το έργο τέχνης.



Περπατώντας πίσω στον οικισμό, καταλαβαίνουμε ότι τώρα τα χιλιόμετρα μετράνε διπλά. Όμως αυτός είναι και ο μόνος τρόπος εδώ πάνω αφού και ένα βουνό είναι ένα ποίημα που σου γυρεύει να τ΄ ακούσεις γράφει  ένας άλλος ποιητής. 

Χαρά Γιαννοπούλου
















Παρασκευή 21 Σεπτεμβρίου 2018

* ΚΑΣΤΑΝΙΤΣΑ *




Πάντα μου άρεσαν οι φουφούδες των καστανάδων. Το χάρτινο χωνάκι με τα ξεροψημένα κάστανα ήταν μια μικρή νίκη πάνω στην μουντάδα του χειμώνα. Ακολουθώντας λοιπόν αυτήν την κρυφή χαρά και την ρίζα της βρεθήκαμε στην Καστάνιτσα, ονομαστό χωριό της Κυνουρίας, στα σύνορα της Αρκαδίας με την Λακωνία. Είναι προχωρημένο φθινόπωρο και οι καστανιές με τον καρπό έτοιμο να πέσει, έχουν την φυλλωσιά τους σε χρυσό και κίτρινο, για να δικαιώνουν έτσι και τα χρώματα της εποχής. Από όλες τις απόψεις μαγικό. 




Το χωριό, ασβεστωμένο, μοιάζει ακόμα πιο φωτεινό μέσα στην ηλιόλουστη μέρα. Φτάνοντας στην πλατεία, παραγγέλνουμε έναν ελληνικό στο καφενείο και πιάνουμε κουβέντα με τους ντόπιους μιας και το κλίμα σηκώνει την οικειότητα. Το μέρος μοιάζει έρημο, ίσως γιατί είναι πρωί ακόμα και οι εκδρομείς συνηθίζουν να κάνουν αρχή από τα μοναστήρια της περιοχής. 

Ψάχνοντας για γλυκάκι με τον καφέ, ανακαλύπτουμε την καστανόπαστα. Ω θεοί, τι γεύση. Σοκολάτες, γαρύφαλλα, καρύδια και κάστανα όλα μπερδεμένα έτσι που χάνεται ο νους. Για συνοδευτικό έρχεται και το κοινωνικό σχόλιο για τον μοναχικό λύκο του χωριού, μικρό το μέρος βλέπετε, όμως εμείς ψάχνουμε αποσπάσματα από την γεωγραφία του τόπου.

Οι καινούριοι μας φίλοι, λοιπόν, μας λένε ότι το χωριό ήταν γνωστό για την παραγωγή ασβέστη και μιας και είχαν το υλικό σε αφθονία, έκαναν τακτικό άσπρισμα στα σπίτια τους. Έτσι έδωσαν αυτό το χρώμα στην Καστάνιτσα και όχι μόνο. Το γραφικό του οικισμού συγκίνησε τους αρμόδιους, με αποτέλεσμα να χαρακτηρίσουν το μέρος παραδοσιακό και να το αφήσουν στην ησυχία του οι επιτήδειοι. 

Κάνοντας μια βόλτα στα σοκάκια, συναντάμε τον επαναπατρισθέντα μετανάστη να λιάζεται στο μπαλκόνι του, τον ξωμάχο να επιστρέφει από το περιβόλι με τον γάιδαρό του, και ποιοί είσαστε και από πού έρχεστε, και μια γέρικη σκύλα  να μας κάνει χαρές. Όλα σαν σε αργή κίνηση. Λίγο πριν μεσημεριάσει παίρνουμε το μονοπάτι για τον λόφο, στα βορινά, για να θαυμάσουμε την θέα πανοραμικά. Από εδώ, οι σταχτιές σκεπές μοιάζουν σκορπισμένες στην πλαγιά, με το καμπαναριό του Σωτήρα να ξεφυτρώνει κάπου στα μισά. Τα χρώματα του φθινοπώρου  κυκλώνουν το χωριό που αντιστέκεται σε γκρι και άσπρο. Μέσα από την πυκνή βλάστηση φαίνονται οι καμινάδες που καπνίζουν μακάριες.



Εδώ, στην κορυφή του λόφου, βρισκόταν παλιά ο πύργος του Καψαμπέλη, δίπατος ως οχτώ μέτρα ύψος με τις πολεμίστρες του και άλλα οχυρωματικά, που όμως δεν επιβίωσε της ιστορίας. Τώρα είναι μόνο χαλάσματα. Καθισμένοι  στην πέτρα, ίσα που ακούμε το παράπονο του οπλαρχηγού που τον είχε αναστηλώσει, ενώ μπροστά μας στέκεται αγέρωχο ένα αληθινό έλατο από αυτά που φυτρώνουν στο δάσος.

Το μεσημέρι στο ταβερνάκι της πλατείας μας περιμένει χοιρινό με κάστανα αλλά και μανιτάρια με κάστανα, αφού αυτά είναι η κορυφή της γαστρονομίας του χωριού. Το μαρτυράει άλλωστε και το όνομα. Εκτός από την γευσιγνωσία όμως μας περιμένουν και οι εκδρομείς. Ξαφνικά η πλατεία ζωντανεύει. Τώρα ανοίγει και το μαγαζάκι με τα παραδοσιακά προϊόντα, λικέρ, μαρμελάδες και μαρόν γλασέ. Στο μεταξύ ανάβει και το τζάκι γιατί καθώς προχωράει η ώρα, αρχίζει να κατεβαίνει η θερμοκρασία.

Ώρα για επιστροφή και οι φίλοι μας από το καφενείο μας λένε  να μην παραλείψουμε το δάσος και να κάνουμε κι ένα πέρασμα από τα υπόλοιπα χωριά του Πάρνωνα. Το απόγευμα έχει προχωρήσει για τα καλά. Παίρνουμε τις προμήθειές μας σε κάστανα και να ζάτε θτο καλέ. Η πινακίδα έξω από το χωριό είναι γραμμένη στα τσακώνικα. Η διάλεκτος μιλιέται και σήμερα από τους παλιούς κατοίκους, διότι η Καστάνιτσα είναι ονομαστό τσακωνοχώρι. Να πάτε στο καλό, λοιπόν.



Το δάσος αποδεικνύεται σκηνικό παραμυθιού. Η Κοκκινοσκουφίτσα μαζεύει τα σκόρπια κάστανα προσέχοντας μην την ανακαλύψει ο ιδιοκτήτης του καστανεώνα ενώ ο κυνηγός έχει βγει για λαγούς. Μετράμε καρυδιές, χαρουπιές και κέδρους κι έχουμε το νου μας για κανένα ζαρκάδι ή έστω ένα κουνάβι, αλλά ματαίως. Φτάνοντας στα όρια του ελατόδασους, το κρύο γίνεται αισθητό και οι μυρωδιές από πρώιμο βραδάκι στο βουνό είναι παραπάνω από ό, τι θα ελπίζαμε.

Βγαίνοντας από το παραμύθι, προχωρημένο σούρουπο, διαβάζουμε πινακίδες, Βαμβακού, Βαρβίτσα, Καρυές με την ωραία πλατεία στα σκούρα χρώματα της δύσης. Σε λίγο το ιερό βουνό του θεού Κρόνου θα κοιμίσει τις κουρούνες και τις παπαδίτσες την ώρα που οι φίλοι μας στο καφενείο θα ονειρεύονται τις φασολάδες και τα τσίπουρα της γιορτής.

Στο μεταξύ, στο χωριό θα έχουν κιόλας ανάψει τα φώτα για τους βραδινούς περιπατητές. 


Χαρά Γιαννοπούλου

Παρασκευή 7 Σεπτεμβρίου 2018

* ΖΑΓΟΡΟΧΩΡΙΑ *






Βράδυ προχωρημένο στο Ζαγόρι, το ηλιοβασίλεμα και η γλύκα του μαζί έχουν τελειώσει κι εμείς τραβάμε τον ανήφορο για το Τσεπέλοβο. Να εύχεσαι να 'ναι μακρύς ο δρόμος, έχει γραφτεί, αλλά εμείς το παρακάναμε και να 'μαστε στο βουνό με το φεγγάρι από πάνω και τα στοιχειά από δίπλα. Μα τα χίλια ελάφια, εδώ είναι δάσος, όχι αστεία, και να μου έχει καρφωθεί και στο μυαλό ότι θα ξεμυτίσει πίσω από κανένα κορμό ο Γουίνι το αρκουδάκι για τίποτα μέλια.


Στο έμπα του χωριού κι ενώ έχει πέσει το σκοτάδι, κάνει ξαφνικά την εμφάνισή του ο ντορής, χρρρ και μας κόβει το αίμα. Τριγύρω μυρωδιά καβαλίνας ανακατεμένης με ξυλόσομπα, ο τσομπανόσκυλος να αλυχτάει και οι αγελάδες  να μουγκρίζουν για άρμεγμα. Εμβρόντητοι από τα φυσικά φαινόμενα, ας όψεται η πόλη, μπαίνουμε στα άδυτα του χωριού με στόχο τον ξενώνα.



Βλέποντας την Μαίρη, ανακαλύπτουμε ότι εδώ πάνω το μάγουλο είναι βερύκοκο διότι το Μιτσικέλι κατεβάζει φρέσκο αέρα τις περισσότερες ώρες της μέρας. Ανυπομονούμε για το επόμενο πρωί που θα κάνουμε έναρξη της περιηγητικής περιόδου. Με το πρώτο φως που μπαίνει από το παράθυρο, το ξύπνημα αποκτάει νόημα κι αν ο γείτονας κόβει ξύλα με το καλημέρα, καθόλου δεν μας ταράζει ο μονότονος ήχος από την παρακείμενη αυλή. Η Μαίρη ετοιμάζει ομελέτα με γαλοτύρι και μετά σερβίρει τον καφέ στον ήλιο, εξασκώντας την αγγλική, ράφτιν, τρέκιν, μάουντεν μπάικ και άουτντορ ακτίβιτις. Το αποδίδουμε στις συναναστροφές με τους ορειβάτες και τους αλπινιστές που λυμαίνονται την Πίνδο και βγαίνουμε από το χωριό με εξερευνητικές τάσεις.


Τα καλντερίμια από πέτρα φανερώνουν την τέχνη που εξασκούσε ο τόπος πριν πατήσουν το μέρος τα τέσσερα επί τέσσερα του σαββατοκύριακου. Χίλια σκαλιά είχαν φτιάξει οι μαστόροι για να ανεβαίνουν στο Βραδέτο τον δύσκολο καιρό. Όσο για τον Βίκο, πολύ πριν εμφιαλωθεί τον περνούσαν ποδαράτοι ή με το ζώο όταν ο Βοϊδομάτης κατέβαζε το θερμόμετρο από το μηδέν, και έδινε στο εγχείρημα κάτι από επικίνδυνες αποστολές.



Βέβαια είχαν τα ονομαστά γεφύρια τους, αληθινά έργα τέχνης, ωραία, τοξωτά, να περνούν πάνω από το ποτάμι ειδικά φτιαγμένα για ισορροπιστές με βροχές και χιόνια. Τώρα κάνουμε μια στάση στον Κόκκορο με τον θεόρατο βράχο που βάζει τα πόδια του στο νερό. Ο Βοϊδομάτης από κάτω γυαλί κι εμείς περπατάμε πάνω στις πέτρες με φόντο την καμπύλη του θαυμάσιου γεφυριού. Στο φως της μέρας όλα είναι ξεκάθαρα, χωρίς μυστικά, αλλά τη νύχτα βλέπω τα πνεύματα του δάσους με τις ρόμπες τους να συναγελάζονται με τον κυρ Νούτσο, βασικό χορηγό του έργου. 


Λίγο πριν πάρουμε την στροφή για τους Κήπους φαίνεται το Καλογερικό, τρίτοξο γεφύρι αυτό, ίδιο η πλάτη της κάμπιας αλλά σε πέτρα. Στο βάθος το χωριό φαίνεται σε βαθύ γκρίζο σαν μπαρουτοκαπνισμένο. Προχωρώντας στα ενδότερα, τα καλντερίμια μας βγάζουν σε μια άλλη εποχή, κι εμείς περπατάμε στο φθινόπωρο διακριτικά γιατί οι γειτονιές εδώ δεν αρέσκονται σε άσκοπους θορύβους.

Στο Δίλοφο η πέτρα ασπρίζει ενώ στην είσοδο του χωριού κάνει εντυπωσιακή εμφάνιση το αρχοντικό Μακρόπουλου, το ψηλότερο στο Ζαγόρι που έχει και μια συγκινητική ιστορία να μας πει. Το σπίτι χτίστηκε με τα πατώματα ως τον ουρανό για να βλέπει η νύφη από τα παράθυρά της το πατρογονικό της στο απέναντι χωριό. Ευγενική προσφορά δηλαδή ενός ερωτευμένου συζύγου. Στο μεταξύ, με χαρά διαπιστώνουμε ότι το μέρος δεν το πατάνε τα αυτοκίνητα διότι αυτό το στολιδάκι Ηπείρου είναι παραδοσιακός οικισμός, Περπατώντας στα σοκάκια, θαυμάζουμε την αρχιτεκτονική λιτότητα, όλα μελετημένα, από πού θα φύγει το νερό, πού θα πατήσουν τα ζώα, πώς δεν θα μπάσει βροχή η στέγη. Και τι ωραία που ταιριάζει η πέτρα με τα γαλάζια παραθυρόφυλλα και την δαντέλα στο χέρι.





Ένα κι ένα είναι τα χωριά, ζωγραφιές καρφιτσωμένες στο βουνό, ακόμα και ο τσοπάνος που μας ζητάει τσιγάρο στο δρόμο έχει δέσει με το σκηνικό και μιλάει με τις αλεπούδες. Κι ενώ βγαίνει το σούρουπο από το βουνό, γεμίζουν τον αέρα οι μυρωδιές της εξοχής, αναμμένο τζάκι, μέντα και πρόβατα που πάνε για ύπνο.



Καθώς επιστρέφουμε στο Τσεπέλοβο, έχουμε παρέα τις σκιές των δέντρων που μας ακολουθούν κάτω από την λάμψη του φεγγαριού. Το σκοτάδι έχει πέσει από ώρα και τα φώτα στα σοκάκια κάνουν το σκηνικό παραμυθένιο. Στον ξενώνα μας περιμένει φωτιά και αλευρόπιτα, παραγγελία από το πρωί για ένα τραγανιστό σουαρέ με ψιλοκουβέντα. Όσο για τον Γουίνι, όπως μάθαμε στα νέα της επόμενης μέρας, εθεάθη την νύχτα στην πλατεία σε φάση υπογλυκαιμίας αλλά το χωριό είχε ήδη πέσει για ύπνο με τις πόρτες μανταλωμένες. 



Συνεχίζεται..




Χαρά Γιαννοπούλου











Δευτέρα 6 Αυγούστου 2018

* ΚΥΠΑΡΙΣΣΙ *





Σαν βγείτε στον πηγαιμό για το Κυπαρίσσι, το εύχεστε ή όχι, θα είναι μακρύς ο δρόμος. Μετά την Σπάρτη, πιάνετε Νεβάδα και μετράτε πουρνάρια μέχρι το Γεράκι, το τελευταίο προπύργιο για βενζίνη. Μιάμιση ώρα έχετε μπροστά σας αλλά ίσως επιδιώξετε μία στάση ακόμα κι ένα δέντρο για σκιά. Θα σας φανεί μάταιο μέχρι που ξαφνικά στην πλαγιά θα δείτε να ξεφυτρώνει μία συστάδα από έλατα. Απρόσμενη εναλλαγή τοπίου, αλλά έχει και συνέχεια. Πιο κάτω σε μια φιδογυριστή στροφή του δρόμου, θα δείτε να κατεβαίνει από τον ουρανό ένας θεόρατος βράχος και από την απέναντι μεριά επιτέλους θάλαττα θάλαττα. Το Μυρτώο ατάραχο, απλώνει το μπλε του το οποίο καθόλου δεν υστερεί σε απόχρωση από τα υπόλοιπα ελληνικά πέλαγα. Το άνυδρο ταξίδι σας γεμίζει νερό.



Φτάνοντας στο χωριό, ανακαλύπτετε ότι ο προστάτης του οικισμού έχει πάρει στα σοβαρά την δουλειά του. Ασβεστωμένα σπίτια, κεραμιδοσκεπές και πλούσιοι κήποι με παραδοσιακές μυρωδιές. Γιασεμιά, βασιλικά και οπωσδήποτε ελιές που είναι και η παραγωγή του τόπου. Στα μέρη αυτά δεν υπάρχουν νερά για μεγάλες σοδειές, μόνο λάδι και κατσίκια του βουνού. 


Εδώ είστε στην Βρύση, έναν από τους τρεις συνοικισμούς του Κυπαρισσιού και παίρνετε τον δρόμο για την Παραλία το νούμερο δύο μέρος του χωριού. Ξαφνικά σας μπαίνει η ιδέα ότι βρίσκεστε σε νησί και όχι άδικα. Μπλε και άσπρο, με φανερή την απόχρωση Σπετσών, πράγμα που έχει βέβαια την εξήγησή του. Πριν ανοίξει ο δρόμος και βγει αυτό το κομματάκι της Πελοποννήσου από την κρυψώνα του, το χωριό είχε πάρε δώσε με τον Αργοσαρωνικό. Μπορείτε κιόλας να δείτε τις γραμμές της Ύδρας να διαγράφονται καθαρές στον ορίζοντα. Έτσι αφού λίγοι ήταν οι επισκέπτες, το ψαροχώρι κράτησε τον χαρακτήρα του και δεν έγινε βορά στην ενοικιαζόμενη ομπρέλα. Ακόμα και οι ταμπέλες, αυτή η μάστιγα, δεν ζορίζουν τον οικισμό, τον αφήνουν στην ησυχία του.















Όλες οι ώρες της μέρας εδώ, έχουν το κερασάκι τους, όμως τίποτα δεν συγκρίνεται με το ξημέρωμα. Χαράματα, με το χωριό μισοφωτισμένο και τον κόκορα στην μονοτονία του, πάρτε την απόφαση να κατεβείτε στην Μεγάλη Άμμο πριν ο οικισμός βουτηχτεί στο ροζ. Τα πουλιά μαζεύονται για να λάβουν μέρος στο γεγονός και μόνο το σκουπιδιάρικο χτυπάει καμπανάκι. Θα σας πάρει λίγη ώρα ωσότου αναδυθεί ο κόκκινος δίσκος από την θάλασσα αλλά θα σας αιφνιδιάσει μια χαρά από αυτές τις παιδικές που γύρευε πώς ήταν, δεν θυμάστε. Τώρα βέβαια το πρωινό ξύπνημα είναι προς αποφυγή στις διακοπές αλλά φτάνουν πια τα ηλιοβασιλέματα. Εδώ βγαίνει το ουράνιο σώμα μεγαλειώδες, γυμνό από τοίχους και κεραίες, μην φοβηθείτε λοιπόν να του χαραμίσετε ένα ξυπνητήρι. Όχι ότι το έχει ανάγκη, αλλά αδράξτε την μέρα λέει ο ποιητής, να η ευκαιρία να δείτε τον ήλιο κατάματα.






Όταν πια θα έχει σηκωθεί ψηλά και θα ανοίξετε ομπρέλα, είναι καιρός να θαυμάσετε τα βότσαλα Λακωνίας. Εδώ έχουν την τιμητική τους καθώς το νερό τα περνάει λούστρο κάθε τόσο και ζωντανεύει το γκρι και το μαύρο. Μην υποτιμήσετε την συγκομιδή βότσαλων δείχνοντας αφοσίωση στο πλατσούρισμα. Είναι δοκιμασμένη συνταγή κυρίως για αδειούχους που ψάχνουν τρόπο να κατεβάσουν ταχύτητα.


Κατά το απόγεμα που η ζέστη καταλαγιάζει, είναι ώρα να πάρετε το μονοπάτι για τον Άη Γιώργη. Στην άκρη της Παραλίας, εκεί που τα σπίτια βρέχουν την αυλή τους με θάλασσα, πιάνετε τον ανήφορο. Από κει έχετε αρχικά μια πανοραμική θέα του χωριού αλλά μετά χάνεστε στον πευκώνα. Ως το εκκλησάκι είναι κοντά δύο χιλιόμετρα, διαδρομή με θέα τα ήσυχα νερά από την μια μεριά, και αρωματοθεραπεία με φασκόμηλα και θυμάρια από την άλλη. Θα φτάσετε στον άγιο καταϊδρωμένοι αλλά θα έχετε κατακτήσει ένα ωραίο φυσιολατρικό μονοπάτι και υπάρχει πάντα και η προβλήτα για βουτιές.







Στην επιστροφή, θα εκτιμήσετε τα παγκάκια της διαδρομής μέχρι η ανηφόρα να γίνει κατηφόρα και να φτάσετε στον Μώλο για δροσιστικά. Εδώ έχετε θέα στο λιμανάκι ενώ παραδίπλα σας οι μόνιμοι παραθεριστές θα σας συντρέξουν αν χρειαστείτε τσιγάρο. Κι εκεί που ο νεαρός, κλάσης νηπιαγωγείου θα λέει στο κορίτσι, τα μαλλιά σου είναι πολύ ωραία, παντελώς αδιάφορη η μικρή, θα ανάψουν τα φώτα της Μητρόπολης.




Η Μητρόπολη είναι ο τρίτος συνοικισμός του χωριού, ο οποίος χτίστηκε στα γρήγορα κι έτσι έχασε το γραφικό του πράγματος. Το βραδάκι όμως έχει και αυτός το μερίδιό του στο καλοκαίρι μιας και το στερέωμα είναι για όλους. Όρεξη να έχετε και από αστέρια άλλο τίποτα. Αν είστε τυχεροί και η διαμονή σας περιλαμβάνει βεράντα στα ψηλά, πάρτε θέση και μην αρκεστείτε μόνο στο φεγγάρι. Δώστε μια ευκαιρία στο κατσαρόλι της Μεγάλης Άρκτου και στο τρίγωνο του καλοκαιριού καθώς ο τζίτζικας θα πηγαίνει για ύπνο.





Ώσπου να μετρήσετε τον αστερισμό θα έχει κατέβει και το μπουγάζι από το βουνό, σε μια ευγενική χειρονομία καλής θέλησης για την ανοχή σας στην κάψα της Λακωνικής μέρας. Τόσο ανατρεπτικό όσο το καλοκαίρι.





Χαρά Γιαννοπούλου