Πέμπτη 29 Ιουνίου 2017

* ΝΑΞΟΣ *







Ένα πρωί που ο αέρας στην Χώρα ξερίζωνε μάντρες και η θερμοκρασία ήταν φθινοπωρινή, είπαμε να ρίξουμε το μπάνιο της ημέρας και να ανέβουμε κατά το κάστρο για μεσαιωνική βόλτα.




Πήραμε τον δρόμο για τα ψηλά και κάναμε και καλή αρχή γιατί με το που φτάσαμε στο Παραπόρτι, ακούσαμε ένα ωραίο πιάνο που προβάριζε την μουσική βραδιά με φεγγάρι. Έτσι είναι τα κάστρα, μουσικές, καντηλέρια και φραμπαλάδες κι απέξω ο φτωχός χωρικός να γράφει ποιήματα για την πυργοδέσποινα, στο διάλειμμα από την αξίνα.



Για να μην ξεχνάμε όμως και την ιστορία ή τον μύθο, το κάστρο το έφτιαξε ο Μάρκος Σανούδος ο Ενετός, ο οποίος ήρθε με τον αέρα του στη Νάξο, και όχι μόνο. Έφτιαξε λοιπόν το κονάκι του ψηλά, μακριά από την θάλασσα, διότι στα παράλια έκανε γιουρούσια ο Τζακ Σπάροου προτού βέβαια γίνει ταινία. Ανέβασε την καστρόπορτα, έβαλε και τους βιγλάτορες να κόβουν κίνηση και από καιρού εις καιρόν πάταγε βουλοκέρι σε κανένα φιρμάνι για να δικαιολογεί τον μισθό του.



Στην βόλτα μας τώρα, μόλις περάσαμε την Τρανή Πόρτα, εμείς και κάτι ξένοι γιατί τα πλήθη λιάζονταν στον Άγιο Προκόπη, μπήκαμε στον πύργο Δελλαρόκα Μπαρότσι, με τα οικόσημά του φαρδιά πλατιά στο υπέρθυρο. Στην υποδοχή, ευγενέστατοι αρμόδιοι μας τρατάρισαν λικέρ κίτρο και μας έδειξαν τα κατατόπια. Θέα κατευθείαν στη θάλασσα και αφ΄ υψηλού για να ανοίγει και το μάτι. Ύστερα, τι σκαλιστοί καθρέφτες, τι δαντέλες βενετσιάνικες και περίτεχνες ντουλάπες, τι τραπεζάκια από τριανταφυλλιά, και βαριά κατσαρολικά.



Ωραία η ζωή εδώ πάνω, μπερεκετατζίδικη, από ταράτσες και κελάρια άλλο τίποτα. Βέβαια οι τοίχοι σηκώνονται θεόρατοι και τα παράθυρα, παραθυράκια. Είναι η εποχή που τα κουρσάρικα λυμαίνονται το Αιγαίο, μετατρέποντας τις Κυκλάδες σε προορισμό. Τώρα αν στον κύριο πειρατή συνυπολογίσετε την σιδερόφρακτη γκαρνταρόμπα και τους κορσέδες με τα εκατόν σαρανταπέντε κορδόνια δεν είναι και να ζηλεύετε το δουκάτο. Όμως κράτησε κοντά εκατόν πενήντα χρόνια ώσπου ο σουλτάνος έβγαλε εισιτήριο στον Μπαρμπαρόσα και πάνε τα μεγαλεία διότι ως γνωστόν ο Χαϊρεντίν δεν πάτησε το πόδι του στο νησί για βεγγέρα.


Ευτυχώς όμως επιβίωσε στους αιώνες ο φτωχός χωρικός, ο οποίος αφότου η πυργοδέσποινα απέπλευσε για την Βενετιά, παρουσίασε μεγάλη έφεση στην τυροκομία κάνοντας έτσι την γραβιέρα Νάξου ΠΟΠ και το νησί διάσημο. 


Χαρά Γιαννοπούλου




Κυριακή 25 Ιουνίου 2017

* ΤΑ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙΑ ΜΕ ΤΗ ΡΟΜΙΛΝΤΑ *









Η Ρομίλντα έφτιαξε τον μύθο της μέσα από κάτι μποέμικα καλοκαίρια που ταξιδεύαμε κατάστρωμα, αναμαλλιασμένοι από τον αέρα τον πελαγίσιο, περιμένοντας να φανεί το νησί των ονείρων μας. Την αλήθεια την ξέραμε, θα μας έβγαζε την ψυχή, όμως όλα για τον απόπλου και βλέπαμε μετά. Ο Πειραιάς ξεθώριαζε στο βάθος, και ζήτω η ελευθερία συνταξιδιώτες γλάροι.


Τα μακρινά ταξίδια, Αμοργός, Σαντορίνη, Αστυπάλαια, τα κάναμε βράδυ για να πάρουμε τις διακοπές από την αρχή. Εφτά το απόγεμα στο λιμάνι λαοσύναξη και μετά οχτώ, δέκα, δώδεκα ώρες για το τελευταίο λιμάνι και χαρά στο κουράγιο μας. Πιάναμε πάντα τρίτη θέση, κατάστρωμα δηλαδή,  θεωρείο, και βολευόμασταν, ας το πούμε έτσι, στα παγκάκια για τη νύχτα της μεγάλης υπομονής. Ύστερα σηκωνόταν η μπουκαπόρτα και άναβαν τα τσιγάρα με θέα το ηλιοβασίλεμα.


Εδώ στα ψηλά περνούσαμε σε κοινοβιακή διάθεση. Τα μεγάφωνα ζητούσαν να κατεβάσουμε τα μπαγκάζια από τους πάγκους, και πάνω εκεί βρισκόμασταν ξαφνικά μούρη με μούρη με τον εγγλέζο τουρίστα. Άνθιζε η πολυπολιτισμικότης εδώ πάνω, περικυκλωμένοι από την λιγκουαφόν, μόνο κάτι Νάξος, Πάρος και Ίος πετάγονταν εδώ κι εκεί. Μαζί έμπαιναν και τα μεγάλα υπαρξιακά ερωτήματα, από πού έρχεστε και πού πάτε, σε όλες τις γλώσσες. Χλωμά πρόσωπα εμείς, ψημένοι αυτοί από τον ήλιο της Αθήνας. Οι Φράγκοι στο Αιγαίο, μεγάλη ιστορία.


Όσο προχωρούσε η ώρα, η υγρασία έβγαζε την μυρωδιά της λαδομπογιάς ανακατεμένης με τον θαλασσινό αέρα που όσο να΄ ναι δεν ήταν για στομάχια με ευαισθησίες. Η καντίνα είχε ήδη ανάψει φώτα για να σερβίρει καφέ βαπορίσιο, αδόκιμος όρος ο φρέντο, και μπαγιάτικο σάντουιτς. Οι μηχανές βούιζαν σταθερά, το φουγάρο κάπνιζε από πάνω μας και γύρω ένα μπέρδεμα από γέλια, καμιά κιθάρα, και την λογοδιάρροια των ισπανών.


Σιγά σιγά το βράδυ γινόταν νύχτα και πού να κοιτάξεις από την κουπαστή, άβυσσος η ψυχή της θάλασσας, ευτυχώς άσπριζε το κύμα. Άραγε τι θερμοκρασία να έχει το νερό, έτσι, για την περίπτωση που..Καθώς η πελαγίσια δροσιά γινόταν κρύο,  ξεδιπλώναμε τα σλήπινγκ μπαγκ. Σε χρόνο μηδέν χωνόμαστε όλοι στις κάψουλες σ΄ ένα θέαμα λαϊκού υπνωτηρίου με κοινό όνειρο. Όχι βέβαια ότι κοιμόμασταν μακάριοι, κάθε τόσο έβγαινε στα μεγάφωνα μια φωνή χωρίς χρώμα για τις αναγγελίες αποβίβασης. Ήταν όμως μια παράξενη αίσθηση συντροφικότητας, όλοι μαζί θαλασσοδαρμένοι, αλατισμένοι, εξαγνισμένοι από τη θάλασσα, μια αίσθηση ελευθερίας στη μέση του πουθενά.

Στην Σύρο φτάναμε την καλύτερη ώρα, το νησί ξύπνιο, κατάφωτο, σκέτο κάδρο, στην Πάρο χαμήλωναν οι τόνοι. Στην άγονη γραμμή  πάλι, δύο, τρεις το πρωί, έρημο το λιμάνι. Μέσα στην απαλοσύνη της νυχτιάς, κατέβαινε η άγκυρα με την αλυσίδα της να γδέρνει τα αυτιά μας. Στην προκυμαία ο λιμενικός και ένας σκύλος επί της υποδοχής.

Ξημερώματα πια, όλοι είχαμε γίνει πράσινοι από την αϋπνία αλλά τι ήταν εκείνες οι ανατολές που μας έβαφαν στα χρυσά και τι προνόμιο να τις βλέπουμε θαλασσοπόροι. Εντάξει, το παραδέχομαι, μετά ανέβαινε ο ήλιος και το πλαστικό στέγαστρο γινόταν ηλιακός θερμοσίφωνας. Η Ρομίλντα αγκομαχούσε με ρυθμό νανουριστικό, κόντευε μεσημέρι, η στεριά είχε φανεί από ώρα αλλά το καράβι σαν σταματημένο. Πώς έλεγε ο Ξενοφώντας θάλαττα θάλαττα, εμείς το ανάποδο. Στο τέλος, σαν από θαύμα, είχαμε περάσει και από Τήνο, το καράβι έδενε με όλες τις τιμές.  

Είχε μια ηρωική χροιά το ταξίδι με την πολυχρονεμένη, εξακριβωμένο αυτό, και η αποβίβαση ήταν μια νίκη πάνω στα στοιχειά της ακτογραμμής. Αλλά μήπως και τα στοιχειά δεν είναι μέρος του παραμυθιού;


Χαρά Γιαννοπούλου









Παρασκευή 23 Ιουνίου 2017

* ΠΛΑΚΑ *

                                                                        





Κάτω από την Ακρόπολη, οι Θεοί δεν ξυπνάνε πριν από τις δέκα. Γι' αυτό η καλύτερη ώρα για μια βόλτα στην Πλάκα είναι πρωινή, με την γειτονιά στην ησυχία της.



Η καινούρια μέρα κατεβαίνει στον σταθμό Μοναστήριον, στο Μοναστηράκι δηλαδή, και εξερχόμενη έρχεται αντιμέτωπη με τον πλανόδιο φρουτέμπορο. Τα βουναλάκια από φράουλες και οι μπανάνες στο τσιγκέλι είναι ό, τι πρέπει για να σπάει η ώχρα που αναδύει παραπλεύρως το τζαμί του Τζισδαράκη. Από την μεριά της Ρωμαϊκής Αγοράς, ο Παρθενώνας στέκεται στο ύψος του ζωσμένος την ωραία αχλύ μιας μέρας με ήλιο. 


Με αυτήν την ενθαρρυντική εικόνα, αφού στέκεται ακόμα ο ναός γιατί όχι κι εμείς, μπαίνουμε στην Πανδρόσου. Ενώ η πόλη σηκώνεται από τις εφτά και βάζει τις κόρνες, εδώ μόνο τα ρολά τρέχουν σαν αστραπή. Οι μηχανισμοί είναι ρετρό και δουλεύουν μόνο με τον αιφνιδιασμό. Μετά ο ήχος μπαίνει στη σίγαση κι εμείς σε διάθεση λατέρνας, φτώχιας και γαρύφαλλου. 






Στην γωνία με την Μνησικλέους παίρνουμε την ανηφόρα για σοκάκια παλιομοδίτικα πλην όμως μυθικά. Το λιθόστρωτο είναι φρεσκοπλυμένο και σε μερικά λεπτά μας βγάζει κάθετα στην Λυσίου. Να και τα σκαλάκια που οδηγούν πιο πάνω στα Αναφιώτικα. Το Γιασεμί  έχει τα τραπεζάκια και τις καρέκλες ανάποδα, αλλά πιο κάτω η Μελίνα έχει ήδη βγάλει το κλουβί με το καναρίνι στην γωνιά του. 



Ακόμα δεν έχουν συρρεύσει τα πλήθη για να τιμήσουν την μεγάλη σταρ οπότε το μαγαζί είναι δικό μας. Ένα πράσινο τρίκυκλο ξεφορτώνει νερά, οι καρέκλες έχουν κίτρινο πανί και ο τοίχος είναι βαμμένος βύσσινα. Η ώρα δεν θα μπορούσε να είναι πιο ανοιχτοχέρα.

Στην Ερεχθέως παραδίπλα, άλλη μια σειρά σκαλάκια οδηγεί όλο και πιο πάνω στον βράχο. Από εδώ φαίνεται ο Λυκαβηττός και το γκαρσόνι της απέναντι ταβέρνας να στρώνει τα τραπεζομάντηλα για τον μαραθώνιο της ημέρας.


Το καναρίνι λέει τα δικά του κι εμείς παίρνουμε είδηση ότι ο ήλιος έχει κατέβει τόσο που μας διώχνει την σκιά. Αφήνουμε την Μελίνα και λίγο πιο κάτω πιάνουμε την Τριπόδων. Περνάμε το Μουσείο Σχολικής Ζωής και Εκπαίδευσης, και παρακάτω βρισκόμαστε απέναντι από το σπίτι του ζεύγους Κοκοβίκου.

Η κυρία Ελένη γέρνει το παντζούρι για να μην ξεθαρρεύει ο χίπστερ της γειτονιάς και στο εικοστό τατουάζ χτυπήσει το όνομά της. Δεν το έχει σε τίποτα ο Αντωνάκης να πάρει το καπελάκι του και να φύγει γκρεμίζοντας το όνειρο της αστεφάνωτης.




Επιστρέφουμε από την Αδριανού που στο μεταξύ έχει ανοίξει τις πύλες της στο κοινό. Τα νεοκλασικά έχουν δώσει το κάτω πάτωμα για να βρει κατάλυμα το εμπορικό δαιμόνιο του καταστηματάρχη. Τα μάρμαρα που γυαλίζουν από τα ατέλειωτα πάνω κάτω του πλήθους μας βγάζουν στην Πανός και από εκεί βρισκόμαστε ξανά στην Ρωμαϊκή Αγορά. Όπως είναι γνωστό οι Ρωμαίοι είχαν σε αυτόν τον χώρο την λαϊκή τους που είναι και ο κατεξοχήν χώρος για πολιτικές συζητήσεις. Εδώ η κουβέντα γινόταν με φόντο την Ακρόπολη. Το μνημείο μοιάζει να είναι στον αέρα πάνω από τις χιλιετηρίδες και κόντρα στις σκαλωσιές.





Στο μεταξύ στην πλατεία, στο Μοναστηράκι, η μέρα έχει φύγει εδώ και ώρα από την γραμμή εκκίνησης. Τώρα μιλάει ξένες γλώσσες, κρατάει σακίδιο και γράφει μηνύματα στο κινητό. Όσο για τους Θεούς δεν πάει πολλή ώρα που ξεπιάστηκαν από το ανάκλιντρο επιβεβαιώνοντας έτσι τη διαφορά τους από τους κοινούς θνητούς. 


Χαρά Γιαννοπούλου






Σάββατο 17 Ιουνίου 2017

* ΚΟΥΦΟΝΗΣΙ *

                                                                   







Το Κουφονήσι ανήκει στην κατηγορία των Κυκλάδων που ταξιδεύεις νύχτα για να κερδίσεις την μέρα, οπότε η αποβίβαση γίνεται όταν το νησί κοιμάται. Στο λιμάνι λοιπόν μπαίνετε με φεγγάρι και νυχοπατώντας για να μην ταράξετε την πανίδα του νησιού, έναν σκύλο δηλαδή στο καλώς ήρθατε και τον γρύλλο που το πάει μέχρι τα χαράματα.


Εδώ η νύχτα έχει την ομορφιά της γιατί το στερέωμα είναι ορατό με γυμνό μάτι, ό, τι χρειάζεται για να μετρήσετε τα αστέρια μέχρι τελικής πτώσης. Ένα, δύο, τρία και μπαίνετε σε πεδίο διαλογισμού. Αυτό είναι κιόλας το μυστικό του νησιού, μια διαπιστωμένη γη της επαγγελίας για καλοκαίρι με όλη του την ζάχαρη.



Το πρωί, η Χώρα ξυπνάει σαν την γάτα, δηλαδή ναι μεν, αλλά μπορεί και να το μετανιώσει και τα παντζούρια να κρατήσουν λίγο ακόμα. Άλλωστε δεν συντρέχει λόγος ανησυχίας. O ήλιος θα σηκωθεί κατά την ρουτίνα του και η θάλασσα θα κάνει το τέμπο της, εδώ δεν είναι για να μετράτε τις ώρες, μόνο τα κύματα.


Στo μεταξύ, στης Σοφίας, τα αβγά ρίχνονται στο τηγάνι και κάτω από την ψάθα μπαίνουν τα μεγάλα ερωτήματα, Ιταλίδα ή Άμμος. Απόμερα ή πάνω στο χωριό. Περί παραλίας το δίλημμα, αλλά μην φανταστείτε, η διαφορά παίζεται σε τόνους γαλάζιου, λευκού. Σε αυτά τα νερά θα ξαναβαφτιστείτε, το τρικολόρο του μπλε είναι παραπάνω από ό, τι έχετε κατά νου. Ακόμα και τα κυκλαδίτικα μποφόρ δεν είναι αρκετά για να ταράξουν την τριχρωμία. Μόνο ένα αλέρτ βγαίνει πού και πού για τις ομπρέλες, που συνήθως εντοπίζονται στην παρακείμενη Νάξο.



Το παίρνετε λοιπόν με το πόδι για την Ιταλίδα με σκοπό να σιγοψηθείτε κι ας γράφει η νιβέα πενήντα, οι καλές συνήθειες δεν κόβονται. Αν έχετε πάρει και καμιά τραγανή πιτούλα από τον φούρνο της Χώρας δεν τα μαζεύετε με τίποτα από την παραλία. Το νησί δεν τραβάει το καλοκαίρι από τα μαλλιά, αφήνει να πέσει ο ήλιος με το πάσο του και μετά ανάβει τα φώτα να γλυκάνει τα στενά.


Βόλτα στα σοκάκια λοιπόν, απογεματάκι και μάλλον ο Άη Γιώργης θα έχει γάμο, ίσως ακούτε κιόλας τα βιολιά της νύφης. Φαίνονται οι οργανοπαίκτες και μια ιδέα από τα λουλούδια της. Αν νικήσετε την περιέργεια, η περίσταση είναι βέβαια πειρασμός, και συνεχίσετε, θα κάνετε τον κύκλο της Χώρας και πριν το πάρετε είδηση θα ακούσετε στον πολιούχο το η δε γυνή. Μόλις αντιληφθήκατε ότι το χωριό είναι μια σταλιά γι΄ αυτό και δεν ευδοκιμούν εδώ οι μεγάλες φούριες. Ρήματα όπως τρέχω, επιταχύνω, επισπεύδω τείνουν να διαγραφούν από την βιβλιογραφία του νησιού.


Όλα είναι μαζεμένα γύρω σας. Ο Μύλος για τον καφέ, το Σχολείο για τα ποτά, το Καρνάγιο για τα ρακόμελα και η Στροφή για το καλύτερο σουβλάκι στο χέρι. Έτσι έχουν τα πράγματα στο Κουφονήσι, τη μέρα μεσοπέλαγα αρμενίζω και το βράδυ να γλεντάς δεν είναι κρίμα και να παίζεις με το κύμα.

Όσο για τον γυρισμό, υπολογίστε στα μποφόρ του Αιγαίου για κανένα απαγορευτικό απόπλου αν και η ναυσιπλοΐα δεν καταλαβαίνει από τέτοια. Όμως μην χάσετε την ελπίδα, η επίκληση στον μάγο του νησιού μπορεί να σας δώσει μια προοπτική. 







Χαρά Γιαννοπούλου






Τετάρτη 14 Ιουνίου 2017

* ΥΔΡΑ *

                                                                                   







Δύο πράγματα ευδοκιμούν στην Ύδρα, οι γάτες και το ρομάντσο και ο λόγος είναι απλός. Δεν επιτρέπονται τα τροχοφόρα, οπότε μάταια ο Έλλην οδηγός θα ψάξει αφορμή για να πατήσει το ζωντανό. Όσο για τον έρωτα, είναι γνωστό ότι μέσα στο αυτοκίνητο ανταλλάσσονται οι μεγαλύτερες αβρότητες, ιδιωτικός χώρος αφού. Με το πόδι λοιπόν στα σοκάκια, δηλαδή με το σανδάλι γιατί το μάρμαρο έχει λουστραριστεί μετά την άλωση του νησιού από τους λάτρεις. Τώρα, αν δεν έχετε επιληφθεί, μην στενοχωρηθείτε, από μαγαζάκια άλλο τίποτα, αρκεί να έχετε τον μισθό του μήνα σε επιφυλακή

Όμως η Ύδρα έχει την γοητεία της, ξεμπαρκάρετε από το ταχύπλοο και γίνεστε ασπρόμαυροι σαν τον Αυλωνίτη που φλερτάρει τις τουρίστριες. Η Βασιλειάδου τραγουδάει Μπριζίτε Μπαρντό και η Λαμπέτη ανοίγει τα παραθυρόφυλλα. Φυσάει αέρας ρετρό, αν βέβαια δεν πιάσετε την γκρίνια για τις καβαλίνες, σήμα κατατεθέν της προκυμαίας διότι εκεί σταθμεύουν τα γαϊδουράκια, το μεταφορικό μέσο του νησιού. Αυτά τα σημαιοστολισμένα ζωντανά είναι ταγμένα στην υπηρεσία του εκδρομέα με τις σαρανταπέντε βαλίτσες, στο μεροκάματο του τρόμου δηλαδή. Όλη μέρα λοιπόν, στο νησί τάκα τάκα τα πεταλάκια, ήχος που θα σας συναρπάσει αν είστε ανοιχτοί στο πρωινό ξύπνημα και έχετε την ώρα του μπρέκφαστ περί πολλού.

Ευτυχώς που τουλάχιστον τα πολεμοχαρή κανόνια της Ύδρας έχουν συνταξιοδοτηθεί από την εποχή των μπουρλοτιέρηδων διότι όπως και να το κάνουμε, άλλο το πέταλο και άλλο ο κανονιοβολισμός. Τώρα πια έχουν συνθηκολογήσει και αράζουν στο λιμάνι, οπότε κανένας λόγος ανησυχίας δεν συντρέχει κατά την αποβίβασή σας στο νησί. Αυτά είναι παλιομοδίτικες μέθοδοι για να σας τρομάξει κανείς, η τιμή ενός εσπρέσο κάνει την δουλειά με λιγότερο θόρυβο.

Και βέβαια μην παραλείψετε την βόλτα σας στα αρχοντικά. Στον τομέα αυτό έχει μεγαλουργήσει ο Κουντουριώτης. Ο ναύαρχος έχτισε ανώγια, κατώγια και κελάρια, η καπετάνισσα έπλεξε τις δαντέλες και ήρθαν και από τις Ευρώπες οι βενετσιάνικοι καθρέφτες και τα μεταξωτά. Αξεπέραστη η θέα από ψηλά και στρατηγικό σημείο για ψιλοκουβέντα. Στην κουζίνα τσιγαρίζεται το κρεμμυδάκι, στην βεράντα σερβίρεται ο καφές, και στην θάλασσα λιάζεται η φρεγάτα. Άφεριμ.



Συνεχίζεται..




Χαρά Γιαννοπούλου