Πέμπτη 21 Δεκεμβρίου 2017

* ΠΑΡΙΣΙ 2 *








Δεύτερη μέρα στο Παρίσι και η Αμελί μας είχε καλεσμένους στη γειτονιά της, στην Μονμάρτη, στάση Ανβέρ με το μετρό. Ω λα λα, το μετρό εδώ είναι αντίκα και θέλει εξάσκηση. Δεν είναι μασημένη τροφή, ντιν ανοίγει η πόρτα και μάιντ δε γκαπ, χρειάστηκε να επιδείξουμε θάρρος μπροστά στην μπετούγια. Μέχρι να ακούσουμε το κλικ και να ελευθερωθούμε, πέρασαν αιώνες, εξκιούζε μουά φίλοι Παριζιάνοι, αλλά βάζετε δύσκολα στον επισκέπτη.



Μπομπινί, Τροκαντερό και Τζώρτζ ο πέμπτος  και να 'μαστε στην Μονμάρτη, γειτονιά μύθο με καλλιτεχνικό παρελθόν. Κάθε σοφίτα και καβαλέτο και το γυμνό μοντέλο ξάπλα στα βελούδα. Τώρα βέβαια ο Ματίς και ο Πικάσο θα μάζευαν τα σύνεργα άρον άρον και στο πυρ το εξώτερο η οχλοβοή του πλήθους. Η Πλας ντι Τερτρ δεν παίρνει ανάσα από τους πλανόδιους ζωγράφους και τα κάδρα - καδράκια που στήνονται για πώληση στον τουρίστα. Ο καλλιτέχνης σε ψήνει για το τέλειο προφίλ, σε ένα λεπτό το ψαλιδίζει στο χαρτί, αυτοβούλως πράττοντας, και μετά ζητάει τον κόπο του.



Ζαλάδα λοιπόν στην πλατεία αλλά ανεβαίνοντας τα σκαλιά για τη Σακρ Κερ, η θέα γίνεται μαγική. Στην κορυφή το κιάλι στημένο για χάζεμα, μπροστά μας οι στέγες του Παρισιού να μαζεύουν ήλιο και στο βάθος ο Άιφελ με την μύτη ψηλά. Πενήντα χιλιόμετρα ορίζοντας για το μάτι γιατί η Μονμάρτη είναι από τους ψηλότερους λόφους της πόλης, ένα κι ένα οι ανηφοριές για το γραφικό του πράγματος. Ανεβήκαμε, κατεβήκαμε σκαλιά αναζητώντας τον μποέμ χαρακτήρα της γειτονιάς ώσπου μας προσπέρασε το τρελό βεσπάκι του Κασοβίτς. Επιτέλους, το κορίτσι της ζωής του φανερώθηκε ύστερα από σαράντα κύματα ταινία και το χάπι εντ μπήκε σε γρήγορη κίνηση.


Απόγεμα πια ήταν η ώρα για Πομπιντού, κέντρο πολιτιστικό, κτίριο τα μέσα έξω. Για να γίνω κατανοητή, εδώ, αντί ο Γάλλος να κρύψει τα σωθικά του κτιρίου, τα έβγαλε σε κοινή θέα για να ελευθερώσει το εσωτερικό. Δυναμική αρχιτεκτονική λέγεται κι εμείς σιλάνς. Στο Πομπιντού είδαμε μοντέρνα τέχνη αλλά χαρήκαμε και ωραία ελληνική καθομιλουμένη μπροστά σε ένα έργο δυσκολοχώνευτο που προβλημάτισε τον συμπατριώτη. Όσο για το πλατεάκι Στραβίνσκι δίπλα, ζηλέψαμε τα γλυπτά που είχαν τα πόδια τους στο νερό, γιατί να μην βουτήξουμε κι εμείς τα χιλιόμετρα της μέρας να τα πάρει το κύμα. 


Όμως στην Πετίτ Πλας, μας περίμενε καφές με θέα στο Μεζόν Φοντέν, γλυκάκια δηλαδή σε παριζιάνικη βιτρίνα. Καταλύσαμε κι εμείς στις καρέκλες από μπαμπού, που έχουν βάλει τη στάμπα τους στην πόλη και πάνω στη δύση του ήλιου ήρθε και ο μέγας Μοντάν, Α Παρί. 

“Στο Παρίσι, από τότε που πήραμε τη Βαστίλη σ΄ όλα τα προάστια και σε κάθε σταυροδρόμι, υπάρχουν παλικάρια και κοπέλες που κάνουν γύρες και γύρες χωρίς σταματημό μέρα και νύχτα πάνω στα πεζοδρόμια, στο Παρίσι”. Αλήθεια είναι.


Χαρά Γιαννοπούλου





Τετάρτη 15 Νοεμβρίου 2017

* ΠΑΡΙΣΙ *






Πρώτες ώρες στο Παρίσι, ο ταξιτζής από το Αλγέρι έκανε τα στενά φύλλο και φτερό και την διαδρομή εμπειρία. Αμάσητα κατεβάσαμε τα λεπτά και να έχουμε καλοπιάσει την κουβέντα για το Οράν, να κάνουμε φίλο τον πειρατή με απώτερο σκοπό την επιβίωση. Παρά τις αρνητικές προβλέψεις όμως, φτάσαμε σώοι στην Βαστίλη απ' όπου ως γνωστόν ξεκίνησαν όλα, λιμπερτέ, εγκαλιτέ, φρατερνιτέ διότι μπούχτισε το παντεσπάνι ο λαός και είπε να το γυρίσει σε ψωμί. 







Εμείς βέβαια ήρθαμε στην πόλη  για να πετύχουμε την αντανάκλαση του φωτός στις τσίγκινες στέγες. Αυτές τις πληροφορίες είχαμε και πιάσαμε δωμάτιο κοντά στο Μαραί, που όσο να΄ναι έχει μια καλλιτεχνική επίστρωση βγάζοντας σκηνές από φουλ ιμπρεσιονισμό. Στην Πλατεία των Βοσγίων μια μεσήλιξ ανθοπώλισσα πουλάει ματσάκια μιγκέ ενώ απέναντι  το κορίτσι του βιβλιοπωλείου περνάει το δρομάκι κρατώντας ένα μπουκέτο πασχαλιές. Γουί γουίλ ολγουέις χαβ Πάρις δηλαδή.

Κάτω από τον παριζιάνικο ουρανό άνοιξε τα φτερά του ένα τραγούδι, λέει η Πιαφ, κι εμείς το ίδιο, γι΄ αυτό πήραμε κατεύθυνση προς την Σαιν Ζερμαίν, βόλτα στα στέκια του Σαρτρ για το σχετικό ρισπέκτ. Στο Καφέ ντε Φλορ με θέα το μαγάλο βουλεβάρτο, μάθαμε ότι οι αχανείς λεωφόροι άνοιξαν για να μπορεί ο Ιαβέρης να κυνηγάει με την άνεσή του τον Γιάννη Αγιάννη και να μην τον τρώνε τα σοκάκια. Βέβαια μετά τον έφαγαν οι τύψεις αλλά ας όψεται ο Ουγκώ με τους Αθλίους του.








Δώδεκα νταν καθίσαμε στο ντε Φλορ, ώρα για το μεσημεριανό, ο καφές δεν σερβίρεται σκέτος από τώρα κι έπειτα, όχι στα πάτρια που το ρόφημα είναι ολ ντέι κλάσικ, με τα γνωστά αποτελέσματα. Όμως ο άνθρωπος είναι οι επιλογές του, έγραψε ο Σαρτρ, γι αυτό κι εμείς παραγγείλαμε κροκ μεσιέ, αβγόφετες δηλαδή για την πρωτεΐνη γιατί η μέρα ήταν μακριά και δεν είχαμε εξασκηθεί και στο μετρό.






Αφήνοντας τις καμπαρντίνες να λιάζονται κομψά στις καρέκλες τους, βγήκαμε ξανά στο δρόμο για το χάζεμα, ώσπου βρεθήκαμε στην Ποντ ντε Αρτ, την γέφυρα με τα λουκέτα. Για μια στιγμή απορήσαμε αλλά μας είπαν ότι επρόκειτο για κλειδωμένες ιστορίες αγάπης που ζήτημα χρόνου, θα το ρίξουν το γεφύρι διότι όλοι ξέρουμε ότι ο έρωτας είναι βαρέα και ανθυγιεινά.





Κι εκεί που μετράγαμε κλειδωνιές αποκαλύφθηκε μπροστά μας η Παναγία των Παρισίων. Έτυχε να έχει βάρδια και ο Κουασιμόδος και η καμπάνα ήχησε εντυπωσιακά, υπόκωφα της ανατριχίλας, αλλά τα τέρατα στις υδρορροές αδιάφορα. Απέξω κοσμοσυρροή, μέσα οι παπάδες κι εμείς συνεχίσαμε παραποτάμια με το βλέμμα στον Μανέ που ζωγράφιζε τους βαρκάρηδες του Σηκουάνα.

Στο μουσείο Ορσέ, η ουρά στημένη και ο γάλλος επί της υποδοχής ευγενέστατος να πασχίζει με τα αγγλικά του με τις παριζιάνικες περικοκλάδες κι εμείς όλο μερσί και παρντόν. Τι χαρά, με τα νούφαρα και τις μπαλαρίνες και τον Γκωγκέν με το βαθύ χρώμα, δεν ήταν και λίγο να έχουμε μπροστά μας ολοζώντανο το αποτύπωμα του ζωγράφου.


Βραδάκι πια, πλούσιοι σε εικόνες και σουβενίρ, καταλύσαμε στο μπιστρό της περιοχής για εσκαργκό ντε μπουργκινιόν, ασκήσεις θάρρους δηλαδή. Διότι αυτά τα σαλιγκάρια με το κρασάκι τους έρχονται με τα εργαλεία του χειρούργου, μπον απετί σου λέει το γκαρσόν και σε αφήνει να παραδέρνεις ώσπου να πετύχεις τον μεζέ. Ο μον ντιε.

Όμως όταν όλα μπορούν να τακτοποιηθούν με μερικές αχτίδες του καλοκαιρινού ουρανού, το ακορντεόν ενός βαρκάρη, όταν η ελπίδα ανθεί στον παριζιάνικο ουρανό, δεν μένει τίποτα να προσάψουμε στην μέρα. 


Χαρά Γιαννοπούλου


Πέμπτη 12 Οκτωβρίου 2017

* ΝΑΥΠΛΙΟ *







Ας υποθέσουμε ότι η καθημερινότης, αυτό το αποπαίδι του λεξιλογίου, έχει αρχίσει να γκριζάρει μέχρι μεδούλι και σας ξεφεύγει το χρωματολόγιο. Καιρός για Ναύπλιο, άμεση αναδόμηση δηλαδή με συνδυασμό βουνού και θάλασσας.

Η πόλη είναι παιδική χαρά, ως και οι προμαχώνες στο Παλαμήδι το ξέρουν και αφήνουν τον κόσμο να χαζεύει από κει πάνω τη θέα, χωρίς να κραδαίνουν τα λάβαρα του παρελθόντος. Βέβαια ο γέρος του Μοριά δεν ήρθε στο κάστρο για αναψυχή αλλά τώρα πια το μέρος αλώνεται από τους τουρίστες και επιπλέον η φουστανέλα έχει φύγει από τη μόδα.

Στο μεταξύ το Ναύπλιο λυμαίνονται οι παγωτατζήδες και καθόλου μεμπτό δεν είναι αυτό. Ώσπου να βγείτε στην πλατεία Συντάγματος έχετε χορτάσει σορμπέ και μαστίχες. Και μετά ανακαλύπτετε, ξυστά από την εκκλησία της Παναγίας, την Αντίκα Τζελατερία ντι Ρόμα με τις συνταγές του Ιταλού. Παραγγέλνετε το χωνάκι σας από τον ειδήμονα και δίνετε συνέχεια στη βόλτα. Σοκάκια πολύχρωμα, κίτρινο του πεπονιού και φούξια της βουκαμβίλιας και παραθυρόφυλλα γαλάζια, η χαρά του ίνσταγκραμ δηλαδή.



Μικρά καφέ παντού, όλο καινούριες ιδέες ξεφυτρώνουν από τη μια σεζόν στην άλλη αλλά και μουσείο κομπολογιού. Κομπολόι και καφές είναι κατάσταση στο Ανάπλι, διαλέξτε, κεχριμπάρι ή κόκκαλο καμήλας, για να μετράτε τους καημούς και τους αναστεναγμούς. Όχι όμως σε αυτήν την πόλη, διότι από τότε που έπαψε να είναι πρωτεύουσα του κράτους, ελάφρωσε το μέρος από κυβερνήσεις και βιλαέτια και έγινε προορισμός.



Μέλι το Ναύπλιο, γι αυτό και πολλοί το αγάπησαν, από τον Βιλεαρδουίνο και τον Χασάν πασά μέχρι τον Μοροζίνι που έστησε τα κανόνια του για προειδοποιητικές βολές. Έβαλε την σφραγίδα του ο κόντε Καποδίστριας, αποβιβάστηκε και ο Όθων πριν πιάσει Αθήνα και η τουριστική περίοδος μπήκε σε τροχιά. 



Βέβαια το καπέλο του μάγου δεν σταματάει να βγάζει λαγούς καθώς το σκάτε από την πλατεία Συντάγματος. Καλοκαίρι που η πόλη γίνεται λιωμένο παγωτό, βγαίνετε στην προκυμαία για θαλασσινό αέρα. Εδώ η δροσιά είναι ανακουφιστική γιατί όσο να ΄ναι καλή η γραφικότης στα στενοσόκακα αλλά κάτι το μικροκλίμα, κάτι οι εξαερισμοί, σπάει το θερμόμετρο. Παρεμπιπτόντως πιάνει το μάτι σας και το Μπούρτζι με τις πολεμίστρες του στη σύνταξη, που περιμένουν την φαντασμαγορία του ηλιοβασιλέματος.
Όπως και να το δείτε, το Ναύπλιο θα σας βάλει να πουλήσετε το ρολόι και να πάρετε κομπολόι, μια και έχει αποδειχτεί κλασική μέθοδος για να ασκηθείτε στο ντόλτσε φαρ νιέντε.


Χαρά Γιαννοπούλου





Κυριακή 17 Σεπτεμβρίου 2017

* ΑΝΩ ΣΥΡΟΣ *






Τώρα που κοντεύει στο μισό η άνοιξη και το φως δεν είναι ακόμα ανελέητο, βγαίνει στην επιφάνεια η γλύκα της Σύρου και δεν εννοώ μόνο τις χαλβαδόπιτες. Μία φούντωση μια φλόγα είπε ο Βαμβακάρης αλλά το νησί είναι ζεν, το λιμάνι κάδρο και τα σοκάκια επιμελώς ασβεστωμένα. Μπλέκονται οι ώχρες, το κόκκινο, το πορτοκαλί, το κίτρινο, θαύμα τα πρωινά και τα μεσημέρια. Ο Ματίς στις Κυκλάδες.


Οι νεοκλασικές γραμμές δοξάζονται με τις ανατολές και τα ηλιοβασιλέματα στην Ερμούπολη, όμως το μινόρε της αυγής παραπονιέται στην Άνω Σύρο. Εδώ τα σπίτια τραβήχτηκαν στο βουνό και έγιναν βίγλες για να βλέπουν την κίνηση στο Αιγαίο. Λουκουμάκι η γειτονιά και καθόλου δεν είναι να αποθαρρύνεται κανείς με τις ανηφόρες ως το Σα Τζώρτζη γιατί στα μισά περιμένει η Φραγκοσυριανή. Μπλε καρέκλες, μπλε το πέλαγο, γλυκά του κουταλιού και ούζα και ο ρεμπέτης στο πλατεάκι μαρμαρωμένος με το μυαλό στο αραμπιέν και το καραντουζένι.


Απλώνονται οι πέργολες και οι μπουγάδες στις αυλές που στριμώχνονται η μια δίπλα στην άλλη. Ξεμυτίζουμε από καμάρες και μεσαιωνικές κρυψώνες την ώρα που η Ενετή έποικος βάζει δίπλα στον καφέ της ροδοζάχαρη και ο Αντώνης ο βαρκάρης ο σερέτης παραγγέλνει Σαν Μιχάλη με το κρασί του στου Λιλή. 



Εδώ στην Άνω Σύρο είναι που μπήκε και το απτάλικο ερώτημα, Όσοι έχουνε πολλά λεφτά να ΄ξερα τι τα κάνουν, το οποίο είναι και εύλογη απορία. Διότι ο μέγας καλλιτέχνης είχε ρίξει τα μεγαλεία προ πολλού έναν παρά και έναν έρωτα είχε, το τρίχορδο, και με αυτό Χαράματα η ώρα τρεις ξύπναγε το κορίτσι κρυφά από τη μάνα της. Άγνωστο αν της βγήκε σε καλό της Φραγκοσυριανής η καντάδα, αλλά εμείς τα μάγια του νησιού δεν θα τα λύσουμε. Σκαλάκια για τον παράδεισο ο λόφος, από κοντά η θάλασσα και τα ματόκλαδα να λάμπουν σε ρυθμό ζεϊμπέκικο.


Άνω Σύρος unplugged. 



Χαρά Γιαννοπούλου

Πέμπτη 31 Αυγούστου 2017

* ΥΔΡΑ 2 *







Όταν βρίσκεστε στην Ύδρα πάντα είναι μια ευκαιρία να επιδιώξετε μία συνάντηση με τον εαυτό σας, κάνοντας την διαδρομή από το λιμάνι ως τα Καμίνια, που ορίζονται από το κόκκινο σπίτι, την παλιά κατοικία του Μιαούλη, πάνω στην ακτή. Σημειώνω ότι η ίδια διαδρομή δουλεύει και για την περίπτωση που μπάστα πια με τον εαυτό σας, ώρα να φαρδύνουν οι ορίζοντες, στο νησί το σύμπαν συνωμοτεί και την συνέχεια την ξέρετε.


Προσπερνώντας λοιπόν τα καφέ της προκυμαίας με τις ριγέ τέντες και την θέα στο έμπα έβγα των ιπτάμενων, πιάνετε την μικρή ανηφόρα με τα κανόνια στα δεξιά σας να καλοβλέπουν την ραθυμία της Υδρονέτας και συνεχίζετε μακριά από το σούσουρο των ταξιδιωτών του διημέρου που έχουν πάρει στο κατόπι τα σελέμπριτις.


Τι ωραία που μπερδεύεται ο ήχος της θάλασσας με την επιμονή του τζίτζικα και πόσο κομψά κατεβαίνουν τα πεύκα μέχρι την παραλία αφήνοντας το άρωμά τους στο βραδάκι. Αν τύχει και φεγγάρι, η ρομαντική σας φύση θα χτυπήσει κόκκινο στη θέα του νερού που τρέμει σε ασημένιους τόνους και ακολουθεί τα βήματά σας μέχρι το χωριό.


Η καλύτερη ιδέα, να διαλέξετε ένα παγκάκι και να μαρμαρώσετε μέσα σε αυτό το φως μέχρι να έρθει να σας σώσει ο αγαπημένος σας δράκος σε πράσινο κυπαρισσί διότι από βελούδα και φτερά έχετε χορτάσει. Αν πάλι καθόλου δεν σκοτίζεστε για παραμύθια, το τοπίο τα μαγικά του θα τα κάνει, ακολουθήστε τη μυρωδιά της μέντας και θα σας βγάλει στο Καμίνι.

Μερικά σκαλάκια για την παραλία, γέλια μπερδεμένα με τον ήχο από ποτήρια και μαχαιροπήρουνα και μπροστά σας το σπίτι του ναυάρχου να ταιριάζει την ώρα του με τις βάρκες που αράζουν στα ρηχά. Ολοφάνερο ότι ο μέγας καραβοκύρης ήξερε το μυστικό, έφτιαξε το κονάκι του πάνω στο κύμα και έστριβε το μουστάκι του υπό τον παφλασμό του νερού, όταν δεν έβγαζε στο πέλαγο τα εμπορικά του. 

Τώρα ο ναύαρχος έχει τα Μιαούλεια, Ιούνιο μήνα γλεντάει το νησί, κι εσείς το πάνω χέρι διότι ο χρόνος είναι ενεστώτας και η θάλασσα παρούσα και τα μπουρλότα έχουν φύγει από τη μόδα.


Χαρά Γιαννοπούλου









Παρασκευή 25 Αυγούστου 2017

* ΣΠΕΤΣΕΣ *





Η απόβαση στις Σπέτσες, πώς να το κάνουμε, έχει τον ενθουσιασμό της. Μπαίνουμε στο θαλάσσιο ταξί και με το που ανάβει η μηχανή και το κύμα αφρίζει, βλέπω δίπλα μου την Μπουμπουλίνα να ξετυλίγει το λάβαρο. Λίγο παραπάνω θάλασσα από το όριο, αν είσαι της στεριάς, την πληρώνεις. Ο καπετάνιος κατεβάζει τα μπαγκάζια και η Ντάπια κάνει κύκλους, αλλά μέχρι το σπίτι ο αέρας είναι φρεσκαδούρα και ξαναφέρνει το χρώμα το σωστό στο μάγουλο.


Η διαδρομή, ανηφορικά μιλώντας, παίρνει έναν περιηγητικό χαρακτήρα καθώς περνάμε από την πλατεία του Ρολογιού. Είναι η ώρα που ο Παπαγιαννόπουλος ο Μέγας τσιμπάει ψήφους για τον Γκόρτσο. Με τις πιθανότητες μοιρασμένες, Πέρα ή Δώθε Παναγιά, κουβέντα να γίνεται, φτάνουμε στο σχολείο. Εδώ, όπως είναι ευρέως γνωστό, φοίτησε η Καρέζη, με σκοπό το μάστερ, μέχρι που χώθηκε στην βιβλιοθήκη του Κασσανδρέικου να συλλέξει γνώση. Τελικά συνέλεξε σύζυγο με προοπτικές.

Όμως για την ώρα η Τζένη διαβάζει για να γλιτώσει τον μισθουλάκο, δεκαετία του εξήντα αυτά, κι εμείς, με το απόγεμα προχωρημένο κατεβαίνουμε στο Ρούσσο για καφέ.  Μπροστά το λιμάνι και στα πόδια μας το χταπόδι που πρόλαβε να γίνει βοτσαλωτό πριν μπει στην κατσαρόλα. Παραταγμένα κατά μήκος και τα κανόνια, αλλά από μπαρούτι τίποτα, γιατί ακόμα δεν έχει γίνει ο γάμος στο νησί.






Ώσπου να πέσει ο ήλιος, οι Σπέτσες μυρίζουν γιασεμί, καρύδα και ψάρι στο τηγάνι. Υπάρχει και μια ιδέα από εξάτμιση από τα μηχανάκια που σφυρίζουν στα στενά. Αυτοκίνητα όμως δεν μπαίνουν στο νησί. Η προκυμαία πάλι είναι για καταστάσεις παλιομοδίτικες. Αμαξάκια πάνω κάτω στο παλιό λιμάνι, με κουδουνάκι στον ίδιο τόνο με το φλοίσβο. Αλλά με το πόδι είναι αλλιώς, το φεγγάρι περπατάει πιο αργά κι έχει πράγματα να πει.








Στο μεταξύ, μετά τον Άγιο Μάμα, η βόλτα συνεχίζεται κάτω από τα παράθυρα του Κωνσταντάρα που κανονίζει την προεκλογική συγκέντρωση του ανεψιού. Ογδόντα δραχμές το κεφάλι. Αλλά ο Γκόρτσος έχει μεγάλο ρεύμα. Και η ανάγκη βγάζει τη φαεινή ιδέα. Κι ενώ οι φραγκοσυκιές φυλάνε τα αρχοντικά, η Τζένη δέχεται τον συμβιβασμό για νυφικό γιαλαντζί,, για χάρη του μπαμπά της που ψωμί δεν έχει να φάει θέλει να μπερδεύεται με τα πολιτικάντικα. Μεγάλη η αγάπη του πατέρα βέβαια αλλά εδώ συντρέχει και έρως στο σενάριο.




Ωστόσο, σαράντα κύματα θα περάσει το αίσθημα ώσπου να γίνει αντιληπτό, μιάμιση ώρα ταινία. Τι μπάνια, τι αντιζηλίες, τι χασάπικο αξέχαστο η Καρέζη. Μέχρι και στην σπηλιά του Μπεκίρη θα δώσει στίγμα, κοντά στην παραλία, στους Αγίους Αναργύρους. Δυό εισόδους έχει η σπηλιά, μια τρύπα από την στεριά και μια βουτιά από το νερό. Από τη θάλασσα μπήκε το ζεύγος και αντιφέγγισε στον προβολέα το μαύρισμα της Τζένης. Κι εκεί που ο κύριος Μαντάς πήρε φόρα, οπισθοχώρησε άτακτα την τελευταία στιγμή. Θαρραλέα πολιτική καριέρα στον ορίζοντα.



Όμως οι Σπέτσες είναι με τη μεριά του έρωτα, γι αυτό η ένωση εις σάρκα μία θριάμβευσε στο τέλος. Ο μέλλων υπουργός ναυτιλίας συνήψε γάμο εκ συμφέροντος κατά βάση αλλά στο τέλος το αγάπησε το κορίτσι διότι ήταν ρομαντική φύση κι ας είχε πλούσιο θείο.


Έτσι έγινε φίρμα το νησί αλλά και η Δώθε Παναγιά που πιθανώς έδωσε και την αποφασιστική ψήφο. 

Χάπι εντ





Χαρά Γιαννοπούλου



Σάββατο 19 Αυγούστου 2017

* PIAZZA DI SPAGNA *








Μια φορά κι έναν καιρό, στην Πιάτσα ντι Σπάνια, μια θεότης, η Ώντρεϋ Χέπμπορν, σταμάτησε για να χαρεί το παγωτό της και να στείλει στο πυρ το εξώτερο το καθήκον της πριγκήπισσας. Κατά τον ρουν των γεγονότων, ερωτεύτηκε και τον Γκρέγκορυ Πεκ, τον κοινό θνητό, αλλά εκεί το παραμύθι έλαβε τέλος. Όμως η πλατεία ζει και είναι πλέον έγχρωμη και παρά την κοσμοθάλασσα που την καπακώνει, η γεωγραφία της είναι εντυπωσιακή.

Μπορεί λοιπόν η αυτοκρατορία να έγινε περίγελως τον καιρό του πολυχρονεμένου, του Αστερίξ, όμως από πιάτσα σε πιάτσα, το μεγαλείο παραμένει. Την εποχή της λιακάδας, το λιθόστρωτο γυαλίζει από τα στίφη που πατάνε το πόδι τους εδώ, πάντα στα πλαίσια του τουριστικού αμόκ. Μποντζιόρνο και μπονασέρα μην περιμένετε, διότι ο ντόπιος έχει παραδώσει τα κλειδιά στον περιηγητή και πιάνει τα δικά του στέκια, άγνωστα στο ευρύ κοινό.








Γύρω από την πλατεία τα κτίρια είναι πομπώδη, με την τερακότα τους ξεθωριασμένη και τα παράθυρά ορθάνοιχτα να σας κοιτάνε. Το έχουν αυτό το κλειστοφοβικό οι πιάτσες της Ρώμης. Νομίζεις ότι ο Ιούλιος στρογγυλοκαθισμένος στην ταράτσα του, παίρνει φόρα να κατεβάσει τον αντίχειρα και να αμολήσει τα λιοντάρια. Όμως, εκεί που ετοιμάζετε τις προσευχές, τραβιέται η κουρτίνα και έρχεται ως από μηχανής η κρήνη Μπαρκάτσα με το γάργαρο νερό της για να αποκαταστήσει το φενγκ σούι. Το όνομά της σημαίνει σαπιοκάραβο και όντως είναι μια βάρκα μισοβυθισμένη αλλά πλέον μαρμαρωμένη και πανταχού παρούσα στις αναμνηστικές.





Ακριβώς μπροστά της, ανεβαίνουν τα Ισπανικά σκαλιά, η περίφημη σκαλινάτα δηλαδή, φτιαγμένη για ρομαντικές ψυχές που αναζητούν το κατάλληλο σκηνικό για να ταυτιστούν. Και εδώ η προσπάθεια της πλατείας είναι αξιέπαινη. Λουλουδάδικα και αμαξάκια παρκαρισμένα και φοίνικες εξωτικοί. Όπως και να το κάνουμε, η Ρώμη αν και εξαίσια παρακμιακή, από τέτοια έχει τον τρόπο της.

Στην κορυφή τώρα της σκαλινάτας υψώνεται η Τρινιτά ντέι Μόντι με τους τρούλους και τον οβελίσκο της, να βλέπουν αφ΄ υψηλού την πιάτσα. Στο εσωτερικό της, μπαίνετε σε περιβάλλον άκρας ησυχίας, την ίδια στιγμή που η πλατεία έχει ξεμείνει από ανάσα. Μια ανακουφιστική απομόνωση, ευκαιρία να θαυμάσετε την ωραία ζωγραφική και την αρχιτεκτονική της καθολικής εκκλησίας.




Στο μεταξύ στην πλατεία, πάνω στην αναζήτηση πόσιμου νερού θα σας πουν ότι οι κρήνες είναι ό, τι πρέπει για ξεδίψασμα και είναι αλήθεια. Άρα δεν θα συντρέξει λόγος να ξοδευτείτε ασύστολα για το συγκεκριμένο αγαθό. Λίγο πιο πέρα στο κιόσκι είναι ευκαιρία να ανακαλύψετε τα ρωμαϊκά σουβενίρ, βλοσυρούς λεγεωνάριους δηλαδή, παραδομένους στα φίλτρα του Πανοραμίξ.

Πιθανώς να σκεφτείτε, τι δόξα να προσκομίζει άραγε ένας λεγεωνάριος, αλλά ξαφνικά θα κάνει την εμφάνισή της μέσα στο πλήθος η ιταλίδα ντίβα. Βαρύ κραγιόν και λουλούδια στο φουστάνι με προεκτάσεις μεσογειακές. Είναι το μέρος τέτοιο, όλα στον υπερθετικό, ακόμα και τα παγωτά κάθονται τρισδιάστατα στο χωνάκι. Αν παραγγείλετε και τον καπουτσίνο, που σερβίρεται σε τρεις αποχρώσεις του καφέ δεν θα το κουνήσετε εύκολα το μαντήλι στους ρωμαίους.
Γι αυτήν λοιπόν την ανυπέρβλητη δυσκολία ανακαλύφθηκε το αριβεντέρτσι. Λέτε ένα ¨στο επανειδείν¨, και παίρνει επιτόπου τα πάνω της η ρομαντική σας φύση που έχει παραπέσει κάπου στα ισπανικά σκαλιά

Χαρά Γιαννοπούλου